12.12.10

ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ

ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ

Θόλωνε το βράδυ και βαρύ επροχώρει
μπλάβο σαν 'να σύγνεφο μελάνι
μέσα στην αχλύ του -όργιο- το βαπόρι
κι ήμπε σιγανά μέσ' στο λιμάνι.

Το βαπόρι, είπα με ψυχή σκιαγμένη,
νάτο το βαπόρι-όρνιο νάτο,
τάχα ποιόν ν'αρπάξει έχει έρθει και προσμένει
μουχτερό και δόλιο, από εδώ κάτω;

Ήταν μου το θάρρος έντρομο - και όμως
μαύρες υποψίες έχω εντός μου
- ξέρω - ένας κρύφιος θα με φέρει δρόμος
οξ' από τα όρια του κόσμου.

Αχ δυστυχισμένος έκλαιγα όλη νύχτα
τις προετοιμασίες κάνοντας του Άδη
κι όλο το βαπόρι ρεύονταν κι αλύχτα
-ύαινα τυφλή- μέσ' το σκοτάδι.

Την αυγή δεν τόδα! Στα νερά επροχώρει
μια γραμμή -που τα ουράνια σμίγει-
φιδωτή μου δείχνει πούθε το βαπόρι,
πούθε το βαπόρι μου, είχε φύγει.

Τώρα, πιο θολωμένος την ψυχή μου ανοίγω,
τραγουδεί πικρά η λύπη εντός μου:
Αχ τι ευκαιρία πούχασα να φύγω
οξ' από τα όρια του κόσμου!..

Γιάννης Σκαρίμπας

1.11.10

28ος ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΩΝ


28ος ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ρέιμοντ Μπέτ, Κενυάτης, ο θριαμβευτής του 28ου Κλασικού Μαραθώνιου με χρόνο δύο ώρες, 12 λεπτά και 39 δευτερόλεπτα.

21.7.10

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ


Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος…

Καρυωτάκης Κώστας

18.6.10

ΜΕΤΑΛΛΑΞΙΜΟΤΗΤΑ (Mutability)


ΜΕΤΑΛΛΑΞΙΜΟΤΗΤΑ (Mutability)


Είμαστε νέφη στην νυχτιά που το φεγγάρι κρύβουν,
Ακούραστα που τρέχουνε, λάμπουν και τρεμοπαίζουν,
Τη σκοτεινιά αυλακώνοντας-μα πριν περάσ’ η ώρα
Η νύχτα κλείνει γύρω τους και χάνονται για πάντα

Η λύρες που ξεχάστηκαν-παράφωνα οι χορδές τους
Ήχο δίνουν αλλιώτικο στο κάθε χτυπημά τους,
Κι αδύναμη η φιγούρα τους κάθε φορά δε φέρνει
Ούτε την ίδια διάθεση ούτε την αρμονία.

Τον ύπνο μας ένα όνειρο μπορεί να φαρμακώσει
Στο ξύπνιο μας σκέψη κακιά τη μέρα χαντακώνει
Ως νιώθουμε η σκεφτόμαστε, γελάμε η θρηνούμε,
Η τον εχθρό αγκαλιάζουμε, τις έννοιες ως ξεχνούμε,

Πάντα το ίδιο! Και καθώς για τη χαρά η τη λύπη,
Ο δρόμος πάντα είν’ ανοιχτός, για να χαθούν για πάντα,
Το χτές τ’ ανθρώπου δεν μπορεί σαν τ’ αύριό του να ’ ναι.
Για πάντα τίποτα δεν ζει, η αλλαγή μονάχα.

Percy Bysshe Shelley

22.5.10

Mimesis


Mimesis

Σ’ αυτόν τον τόνο της μαϊμούς
βλέπω και κάνω:
-Πως βέφει τα χειλάκια της η δεσποινίδα;
Και πως χαιδεύει ο γέρος τη γριά του;
Πως έβγαλε τα μάτια του ο φόβος
τον βασιλέα παίζοντας στη Θήβα;
Διόλου ως εκ τούτου δεν με κόφτει το κολάρο
ο γύφτος που φερμάρει την καδένα
όταν, για μια στιγμή, η αθωότητα μ’ αρπάζει
και ξεχνιέμαι, μ’ ανεμελιά που έχουν τα θηρία
απέναντι στην ανεπάρκεια του ανθρώπου
καλά και σώνει να νικήσει το μοντέλο
παίζοντας τη σκηνή μιας εμπειρίας
την ξακουστή μιμητικά αναδιπλασιασμένη πράξη
τις νέκυιες γυρνώντας μέσα-έξω
πένθη φτωχών σε άσυλο ανιάτων
εντάφιο που πάει να ξεκινήσει

Και τότε αργώ χαζεύοντας μιαν ηλιαχτίδα

Τι άχρηστη η ανάμνηση του παρόντος!
Περνάει η μισή ζωή
σε άσκοπες αντιγραφές θαυμάτων
αποτυπώνοντας ξένα μοτίβα, βραχύτατα
με το κενό του ουρανού απάνω
το δίκαιο γάλα εκείνων που θα φύγουν
μες στη βραχνή λιτανεία της ταχείας

Ανεστραμμένα όλα, τόσο κοντά και τόσο ξένα
τίμημα μιας παλινωδίας
σκιές στο κοίλον του θεάτρου
που πάνε να ξεσκάσουν οι πεθαμένοι

Τα πράγματα, αν είναι όπως είναι
Ένα «επειδή» δεν επαρκεί να τα αποδώσει
γι’ άλλη μια φορά στη δυναμή τους, ίδια και απόιδια
ανάσα ενός μωρού που ξεψυχάει

Τώρα βραδυάζει
Ακροπατώ στον βράχο των γιγάντων
Στις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου
οι προτομές των ποιητών που κυβερνήσαν
σκληροί απ’ την ουσία του γρανίτη, ορθοτομούν
Εγώ ανιστορώ τα ξένα λόγια
και κόβω την κλωστούλα των αιώνων

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ

17.4.10

ΦΥΓΗ

ΦΥΓΗ

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
με όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

3.4.10

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ


(χωρις τίτλο)!

Αφού ξέρω πως το σγουρό κεφάλι σου
θ' ανθίζει μόνο
όσο κι η μυγδαλιά με τη ρόδινη σκούφια,
αφού ξέρω πως το κόκκινο πουλί, το στόμα σου
θα σωπάσει κάποιο πρωί
αφήνοντας την πνοή του μ' ένα στερνό τραγούδι,
εσύ,αχτίδα φεγγαριού
που έγινες γυναίκα για να μ' αγαπήσεις,
εσύ, ο στεναγμός που έγινε γρήγορα λύπη
πες μου, έχω καιρό γι' άλλη δουλειά,
έχω καιρό ν'αποζητήσω άλλη δόξα
εκτός από το να ζυγίζω τις ματιές σου
να οσφραίνομαι την ανάσα σου
και να χαμογελαώ από ευτυχία!

ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ Μετ. Ε.Χ.ΓΟΝΑΤΑΣ
Εκδόσεις Στιγμή

6.3.10

ΕΓΩ Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ

Εγώ, ο παλιάτσος.

Ένα θέατρο στήνω στις πλατείες, στους δρόμους,
αιωνόβια όντα με κρατάνε στους ώμους,
μια μάσκα σκεπάζει τον μεγάλο μου πόνο
κι ένα ψεύτικο γέλιο στην μορφή μου καρφώνω.

Δεν ακούγεται ήχος μιας γλυκιάς μελωδίας,
του χορού μόνο λόγια μιας παλιάς τραγωδίας.
Θεατές δεν υπάρχουν και ο χώρος αδειάζει
η δικιά μου η μάσκα τα παιδιά τα τρομάζει.

Παραδίδω τα όπλα και τα χέρια σηκώνω,
ίσως χρέη παλιά μου στα στερνά μου πληρώνω.
Σαν παλιάτσος γελάω, την παράσταση κλέβω,
το δικό μου το πτώμα απ' την πίστα μαζεύω.

Πολύπους ίππος
Ποιήματα

Καίτη Κανδηλώρου
Αθήνα 2009

3.3.10

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΩΣΦΟΡΟ ΤΟ ΑΣΤΡΟ



ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΩΣΦΟΡΟ ΤΟ ΑΣΤΡΟ

Ήρτε γυναίκα απ' τα βουνά, σκιρτώντας
σαν αλαφίνα, σειώντας τα μαλλιά της
σα νέο λιοντάρι, και στην αγκαλιά της,
σα με ψηλό κρατώντας τη ζωνάρι,
σε μυστικό κανίσκι την καρδιά της•

ήρτε γυναίκα που ’χε στην καρδιά της,
σαν το μαυροαίματο λαγό που τρέμει
κι από 'να φύλλο, την αποθυμιά της·

κ' ήρτε σ' εμέ ολοίσα,σαν οι άνεμοι
στο μοναχό το δέντρο που βιγλίζει
τεράστιο σε κορφή και συνορίζει
τα σύμπαντα, και ξάφνου βοή να γέμει
προφητική τον ουρανόν αρχίζει·

κ' ήρτε και μ' ήβρε ώς, όταν πλημμυρίζει
ποτάμι στην οχτιά του, το πλατάνι
το δυνατό, και γύρα του, αφρισμένο,
μετράει τη δύναμη του και το κάνει
να σαλεύει απ' τη ρίζα ευτυχισμένο·

ήρτε η γυναίκα που προσδόκαα τώρα
-κι ανήξερα- καιρό, κρυφά,μονάχος
στην κορυφή του πόθου μου ωσά βράχος
κ' ήρτε για πάντα, κ' ήρτε σαν η μπόρα.


Κι από τα σπλάχνα ώς μέσα ποτισμένα,
κι απ' την καρδιά μεμιάς π' ανοίχτηκε όλη
σαν κόκκινο δεφτέρι, κι απ' τα φρένα
τ' αντρείκια, που το μέγα δροσοβόλι
βαθιά τους χύθη-ξάφνου, κοσμοφλόγος,
στα βάθη της ψυχής μου απολυτρώθη
απ'τα δεσμά του ο θείος αντρείκιος Λόγος.

Κι ως όταν μες στο πλοίο μεμιάς ορθώθη
ο Διόνυσος απ' τ' άνομα τα χέρια
των Τυρρηνών,κι ολάκερος υψώθη
με βρυχηθμό π'ακούστηκε ως στ' αστέρια,
όμοια κ' εμέ η καρδιά μου, σαν ελύθη
στου πόθου της τον άνεμο ακέρια,
αναβακχεύτη κι άμετρα εβρυχήθη...
Μα προς αυτήν εσήκωσα τα χέρια
βουβός, τι, με το βλέμμα μου ντυμένη,
μπροστά μου σε σιγή υψωνόνταν πλέρια.

Κι απ' το λαμπρό της μέτωπο, οπού όλα
το στέφαν τα μαλλιά τα φεγγοβόλα,
απ' τα πλατιά δοξαρωτά της χείλια,
σα βυσσινιά του ωκεανού κοχύλια,
κι ως μέσα από το φλόγινο χιτώνα
π' άκουσα κρυφή πηγή το νέο της γόνα,
για μένα ευώδαγε όλη, ως όταν δύνει
σε μέγα κάμπο ο ήλιος, κι απ' τα σπλάχνα
ακέρια η γή μπροστά του, δίχως άχνα,
την ευωδιά της καίει και παραδίνει.



Άλλ' ώς μιαν ώρα εκόπασεν η μοίρα
η προαιώνια μέσα μας,και δέχτη
τον ίδιο μας εαυτό,σα σε καθρέφτη,
του πόθου μας η αθάνατη πλημμύρα•

αλλ' ως μιαν ώρα εκόπασεν η δίνη
η ανείπωτη, και μέσα μας και γύρα,
κ' έκλεισε πια ξοπίσω μας η θύρα
του κόσμου, και μ' εκοίτα ως η σελήνη
η ολόγιομη τον ήλιο ένα δείλι
του Αυγούστου, ξάφνου σάλεψανε τα χείλη,
κι άρχισα׃

«Άνθος του ανδρισμού μου, Άλκμήνη,
απ'της ζωής τα μάταια και στείρα
τι πια για τις καρδιές μας έχει μείνει;
Τι ήταν πυρό το σίδερο , και η σφύρα
του θεού βαθιά μας έπεσε ως αμόνι,
βαριά ως ποτέ στη γή, κι από τη μοίρα
πιο δυνατή...Κι ω, κοίτα είμαστε μόνοι
στον κόσμο, ως οι πρωτόπλαστοι, μα μέσα
στον πράδεισο που ΄ναι δουλεμένος
με του ίδιου μου του πόθουτην ανέσα,
στον παράδεισο που ΄ναι λυτρωμένος
απ' το ίδιο το πρωτόγονο το μένος
της καρδιάς μου κι ώ, κοίταξε το αστέρι
του Εωσφόρου, πως λάμπει πια στα βάθη
της αβύσσου ολοκάθαρο, κ' η σπάθη
του αρχάγγελου πως μου είναι πιά στο χέρι,
να διαφεντεύω αντίκρυ της το γένος
το δειλαίοτων ανθρώπων σα λιοντάρι,
με μόνο τον καημό μου για κοντάρι,
με μόνα της λαχτάρας μου τα θάρρη
και το τρανό χαμόγελο ντυμένος!»



Έλεα κ' εκείνη, σαν ολόγυρα της
σε αδιάκοπη μουρμούρα να κυλούσε
το προαιώνιο ρέμα του ο Ευφράτης,
με κοίταζε στυλά και δε μιλούσε.
Άλλα σιγά, γλυκά στα βλεφαρά της
του πόθου η δρόσος ως εξεχειλούσε,
τα χείλη είχεν αφήκει στη χαρά της
μισάνοιχτα,κι αχνά χαμογελούσε.
Κι ολάκερη η ψυχή της, απλωμένη
σαν πέλαγο το μέγα καλοκαίρι,
που ακύμαντον ο ήλιος το δαμάζει
(και σ' όλα γύρω καίει το μεσημέρι),
ζεστόν ώσμε το σπλάχνο του ωριμάζει
βαθιά του το κορράλι, έτσι δοσμένη
σ' ένα της είπα, αργότατα πλασμένα,
και σ' όμοιο βάθος, θεία λησμονημένη
το λόγο της ωρίμαζε για μένα.

Και να σαν η ψυχή, το μύρο, το αίμα
για μια στιγμή να σμίξαν και τα τρία
σε σιγανό κι αβοήθητο ένα ρέμα,
τα χείλη της ψιθύρισαν: «λατρεία...»

Μα πάλι η ώρια λέξη έγινε Μύθος,
κι ο Μύθος θεός εγύρισε βαθιά της
κι ως κύμα της εσήκωσε το στήθος!

Και ξαφνικά-ως στο πέλαο παίρνει ο μπάτης,
η, πως μεμιά σαλευούνε τα φύλλα
της λεύκας μ' ένα ανάσασμα-μπροστά της,
όσα είχε στην καρδιά της, προς τα χείλα
ορμήσανε γαλήνια, κ' η θωριά της
φλογίστηκε ως, στον τρίποδα, η Σιβύλλα!

«Άγγελε, γλύκα του είναι μου,» αποκρίθη
«αν ήταν μόνο σήμερα η καρδιά μου
να πεί για σένα, πες της πως εκρίθη...
Άλλ' άκουσε πως σ' ήξερα βαθιά μου,
πριν σε γνωρίσω: ήμουν παιδούλα ακόμη,
κ' ήμουν στα ξένα, σα σε παραμύθι,
στη χώρα την τετράγωνη, τη Ρώμη.

»Και μιαν ημέρα, μόνη μου, χειμώνα,
του δειλινού ενώ γύριζα την ώρα
στο σπίτι μου, μπροστά από τον πυλώνα
τ' Άι-Πέτρου, ξάφνου ξέσπασε μια μπόρα.
Και τότε 'γω πρώτη φοράν εμπήκα
στο ναό να φυλαχτώ, και στην ματιά μου,
π' ακόμα εκοίτα τη βροχήν, εβρήκα
του ναού το μέγα θόλο ολογυρά μου.
Και μονομιά, βαθιά μου, ως ν' αναφλέγη
όλ' η μικρή καρδιά, μια ευγνωμοσύνη
με πήρε για την άξαφνη τη στέγη
και γύρα, του ναού η μεγαλοσύνη
με τύλιξεν απέραντα ως μητέρα,
(τ' ήμουν μακριά από μάνα και πατέρα),
και μου φάνη, σε βράχο η Καλοσύνη
στημένη, απ' τη βροχή κι απ' τον αγέρα
πως μ' έπαιρνε γλυκά στα γονατά της
Κι ολάκερ' η ψυχή μου ως περιστέρα
νοσταλγικά φτερούγισε μπροστά της,
και με ποιά λόγια δεν το ξέρω ακόμα
(τι άλλη θρησκεία δεν ήξερα απ' τη γλύκα
της μάννας μου), με λόγια, που στο στόμα
δε φτάσαν, τέτοια δέηση λεω πως βρήκα:

»‘‘ Έξω η βροχή κι ο ναός είν' έρμος μέσα•
κι όμως μπορεί να τον γεμίσει ακέρια
της μικρής της καρδούλας μου η ανέσα...
Μα που είσ' Εσύ που μου κρατάς στα χέρια
το νού μου; Που είσ' Εσύ που σε λατρεύω,
κ' είσαι σιμά μου, κ' είσαι μες στ' αστέρια;
Που τραγουδώ για Σένα και χορεύω
τις ώρες της χαράς μου; που για σένα,
δίχως να ξέρω, ξάφνου δακρυσμένα
τα βλεφαρά μου νιώθω, Σε γυρεύω;
Που είσαι, καλέ μου; Που είσαι; Θα' ρτει η ώρα
που θε να ιδώ αναμεσ' απ' τη μπόρα,
η στη γαλήνη μέσα, τη μορφφή σου;
Θα κατεβείς για με από την κορφή Σου
ποτέ;’’

Και να· μου φαίνεται σαν τώρα...
Είδα, θεό τον Άντρα, να γεμίζει
τη φύση και το ναό, κι ωσά λεπίδα
σπαθιού με ορμή τα φρένα να μου σκίζει.
Και μου φάνηκεν άξαφνα πως Σε είδα!

Και τότ' εγώ της είπα: « Ω Τιτανίδα
ο ναός κ' η φύση είναι μονάχα δώρα
του Άνθρώπου που 'χε κάποτε γι' ασπίδα
(πριν μαζευτεί τ' ανθρώπινο ασκέρι
να σκεπαστεί με τη θαμπή ελπίδα)
του πόθου του τη φλόγα τη θεοφόρα,
του Εωσφόρου τ' ανίκητον αστέρι!»

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΜΟΣ Ε'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ

14.2.10

ΣΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΝΥΔΟΥ


(Άφιερωμένο εξαιρετικά στην φίλη του blog
που μας παρότρυνε να ανεβάσουμε κάτι!!!...)

ΣΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΝΥΔΟΥ 1

Άν η φτωχιά μου λύρα
μπορούσε με τον ήχο της μονάχα
το θυμό ν' απαλύνει
του δυνατού ανέμου
και την ορμή του ασύχαστου πελάγου•

αν στ΄άγρια ρουμάνια
με τ' απαλό τραγούδι της μπορούσε
τ' αγρίμια να ημερέψει,
τα δέντρα να σαλέψει
και στο ρυθμό της να τα παρασύρει•

μη θαρρείς πως θα υμνούσα
λούλούδι εσύ πεντάμορφο της Κνύδου
τον αγριοθώρητο Άρη,
σε χάρο ξαλλαγμένο,
με ιδρώτα, σκόνη κι αίμα λερωμένο•

μήτε τους στρατηλάτες,
που σε θριάμβου αμάξια αναβασμένοι,
σέρνουν τους αιχμαλώτους,
Φραντζέζους κι Αλεμάνους,
δεμένους απ' το σβέρκο μ' αλυσίδες.

Παρά θα υμνούσα εκείνη
τη δύναμη της σπάνιας ομορφιάς σου
και που και που μαζί της
θα 'βαζα μες τους ύμνους
την αγριάδα που οπλίζει τη θωριά σου•

και πως για σέ μονάχα
για την τρανή σου αξία κι ωραιότη
σα βιόλα 2 ξαλλαγμένος
θρηνεί τη δυστυχιά του
ο δόλιος εραστής στο συμβολό της.3

Μιλώ για το δεσμώτη,
που πιότερη έγνοια του' πρεπε στ' αλήθεια,
που ζωντανός πεθαίνει,
στα κάτεργα ριγμένος
και στο κοχύλι της θεάς 4 δεμένος•

που απ' αφορμή δική του
τ' άγριου τ' αλόγου πια δεν τιθασεύει
το νεύρο και τη φούρια,
δεν το χαλιναρώνει
κι ουδέ με τα σπιρούνια το κεντρίζει.

Κι απ' αφορμή σου πάλι
δεν κουμαντάρει πια τη γοργή σπάθα
και στον αβέβαιο κάμπο
φεύγει απ' το σκονισμένο
στίβο σαν το φαρμακερό το φίδι.

Για σε η καλή του μούσα,
αντίς κιθάρας συγχορδίες, του εμπνέει
παράπονα θλιμμένα,
που απ' το πολύ το κλάμα
την όψη του εραστή στο δάκρυ λούζουν.

Για σε ο πιο εγκάρδιος φίλος
αδιάφορος και βαρετός του εγίνη•
σ' αυτό μάρτυρας είμαι,
που στο ναυάγιο του
του στάθηκα λιμάνι αναπαυτήριο.

Και τώρα τόσο ο πόνος
το θολό λογικό του εξουσιάζει,
που καταχθόνιο τέρας
ποτέ δεν το μισήσαν
καθώς εγώ μισήθηκα από κείνον.

Δεν είσ' εσύ πλάσμένη
απ' το σκληρό το χώμα• δε σου πάει
του αγνώμονα το λάθος,
αφού τα λάθη όλα
τα 'χεις εσύ από μέσα σου εξορίσει.

Δείλιασε και πτοήσου
απ' το πάθημα της Άναξαρέτης, 5
που ψηλομύτα όντας
αργά έχει μετανιώσει
και φλέγονται ψυχή και πέτρα αντάμα.

Χαιρότανε στων άλλων
τα βάσανα το πετρινό της στήθος,
ώσπου κοιτώντας χάμω
να κοίτεται θωράει
του δύστυχου εραστή τ' άψυχο σώμα.

Και στο λαιμό δεμένο
το βρόχο που μ' αυτόν την πονεμένη
καρδιά του είχε λυτρώσει,
που με στιγμής τον πόνο
την αιώνια ποινή ενός άλλου είχε αγοράσει.

Να λιώνει ένιωσε τότε
σ' αγάπης γλύκα η άπονη αγριάδα,
ώ άχρηστη μετάνοια,
όψιμη τρυφεράδα,
πως σ' ήβρε μεγαλύτερη σκληράδα;

Τα μάτια καρφωθήκαν
στο τεντωμένο σώμα που θωρούσαν
τα κόκαλα γινήκαν
πιο σκληρά κι απλωθήκαν
κοκαλώνοντας όλο της το κρέας,

τα παγωμένα σπλάχνα
σκληρή σιγά-σιγά γινήκαν πέτρα,
στις άθλιες της φλέβες
έπαψε πια το αίμα
τη μορφή και τη φύση του να ξέρει,

ώσπου στα τελευταία,
μαρμαρωμένη απ' την κορφή ώς τα νύχια,
στον κόσμο δε γεννούσε
το δέος, παρά τη γνώση,
του πως η αγνωμοσύνη τιμωριέται.

Μη θές κι εσύ, κυρά μου,
της θυμωμένης Νέμεσης τα βέλη
να δοκιμάσεις τώρα.
Άσ' τις καλές σου πράξεις
και τη λαμπρή πμορφιά σου θείο θέμα

στους ποιητές να δίνουν,
χωρίς ποτέ τους σε θρηνώδεις στίχους
να χρειαστεί να ψάλλουν
μιαν άλλη τραγωδία,
που εσύ θα της γινόσουν αιτία.

ΓΚΑΡΘΙΛΑΣΟ ΝΤΕ ΛΑ ΒΕΓΑ
(GARCILASO DE LA VEGA)1503-1536
Μετάφραση Ηλίας Ματθαίου
Εκδόσεις Γνώση

Οι παραπομπές είναι του μεταφραστή (διαφέρει μόνο η αρίθμηση).

(1)Το ποίημα είναι εμπνευσμένο απ' τη δόνια Βιολάντε Σανσεβερίνο,
που την ερωτεύτηκε χωρίς ανταπόκριση ο φίλος του ποιήτη, Μάριο Γαλεότα.

(2)Ό εραστής, εξαιτίας του ερωτικού του μαρτυρίου, έχει γίνει χλωμός σαν τη βιόλα.

(3)Άπ' την άλλη μεριά η βιόλα, χάρη στη χλωμάδα της, γίνεται εδώ σύμβολο του χωρίς ανταπόκριση έρωτα.Δεν είναι άσχετη κι η ομοιότητα της λέξης «βιόλα» με το μικρό όνομα (Βιολάντε) της σκληρής αγαπημένης.

(4)Πρόκειται για τη θεά Αφροδίτη (αναφέρεται ρητά στο πρωτότυπο)που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας και βγήκε στη στεριά μέσα σ' ένα κοχύλι. Σ' αυτό το κοχύλι (γαλέρα του έρωτα) ήταν δεσμώτης-κωπηλάτης ο άτυχος εραστής, ποιητική μεταφορά που ο Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγα θα την εμπνεύστηκε απ' το γεγονός ότι «Γαλεότα» (το επίθετο του εραστή) στα ισπανικά σημαίνει: γαλέρα.

(5) Άρχοντοπούλα της Κύπρου που την αγάπησε ο Ίφις. Επειδή όμως εκείνος ήταν από παρακατιανό σόι, η Αναξαρέτη δεν ανταποκρίθηκε στον ερωτά του κι ο Ίφις, απελπισμένος, κρεμάστηκε μπροστά στην πόρτα της. Τελικά η Άναξαρέτη μεταμορφώθηκε απ’ τη θεά Άφροδίτη σε πέτρα για να τιμωρηθεί για τη σκληρότητά της. (Όβίδιου Μεταμορφώσεις).

3.2.10

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ


ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Θήλυ επίφοβο, μέσα στη δαγκωνιά της βασιλεύει η λύσσα κι ένα
θανάσιμο ψύχος στα λαγόνια της, η γνώση αυτή που ξεκινάει από μιαν
ευγενική φιλοδοξία,βρίσκει το μέτρο της στα δακρυά μας, στην
απογνωσή μας. Μην λαθεύετε, ω εσείς ανάμεσα στους καλύτερους, που
ορέγεται το χέρι σας και παραμονεύει τη λιγοψυχιά σας.

ΡΕΝΕ ΣΑΡ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

29.1.10

ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Σάμπως μες σε μια ζάλη από βαριά μύρα,
λύνει σιγά σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνηση της,
ρίχνοντας πάνω του ακέριο το χαμογελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ' αυτό το χαμόγελο ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κι ενώ τον εξαίσιον
ώμον, από τη βραδυνή τουαλέτα βγάζει,
σιωπηλά πίνει απ' την εικόνα της.Και πίνει
ό,τι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος.Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρεί φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.