29.12.08

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ


ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Άκου-με εμένα, οι θεοί
δε μας κοπιάζουν ποτές ένας ένας.
Μόλις το Βάκχο τον πρόσχαρο πάρω,
να καταπόδι- του κι ο Έρωτας
χαμογελώντας· αμέσως κι ο υπέροχος Φοίβος
όλοι οι ουράνιοι σιμώνουν, η γή
έχει γεμίσει θεούς.

Τέτοιον ουράνιο Χορό πως εγώ,
πλάσμα από χώμα, μπορώ να φιλέψω;
Απ’ τη δικιά –σας χαρίστε σ’ εμένα, θεοί,
αθανασία! Ο θνητός τι μπορεί να σας δώσει;
Στον Όλυμπο- σας υψώστε κι εμένα· η Χαρά
μέσα στου Δία κατοικεί το παλάτι μονάχα·
ένα ποτήρι γεμίστε με νέκταρ κα δώστε να πιώ.

―Ναι, στον ποιητή το ποτήρι!
Κέρνα –τον, Ήβη!
Βρέξ’- του τα μάτια με ουράνια δροσιά,
τη μισητή να μη βλέπει στύγα· να λέει
ένας πως είναι από μάς.
Να, το πιοτό το θεϊκό κελαρύζει κα αφρίζει·
τώρα ησυχάζει η καρδιά και τα μάτια γεμίζουνε φώς.

FRIEDRICH SCHILLER 1759-1805
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου

27.12.08

ΧΕΡΙΑ


ΧΕΡΙΑ

Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι η ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν ένα κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα
καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! Δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λέτε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
κυττάζω τα μάτια...
Χέρια χέρια όλο χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ώ θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιός είναι;
Είσαι συ επί τέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! Τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες το σκοτάδι
απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
θυμούμαι χέρια που τ’ αγκαλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πιά δεν ξέρω
υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! Ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός από το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.

ROBERT DESMOS 1900-1945
ΜΤΦΡ.ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΏΤΗΣ
«Κοχλίας»Ιούνιος –Ιούλιος 1946

22.12.08

ΙΩΝΙΚΟΝ


Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

16.12.08

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ


PHOTO:Andrew Maidanik
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ

Κορίτσι αγνό ξαπλώθηκε μαζί μου:
σαν να ’μουν στο γιαλό λευκής θαλάσσης,
σαν να ’μουν στην ψυχή ευλαμπούς αστέρος
αργών συμπάντων.

Απ’ το βαρύ, το πρασινό της βλέμμα
το φώς ξερό νερό να πέφτει σάμπως,
σε διάφεγγους βαθιούς ενάστρους κύκλους
νωπής ισχύος.

Το στήθος της σα δίφλογος πυρσώνας
ορθό να καίει σε μέρη δυό στημένο,
διπλό τα πόδια της ποτάμι να ’ναι
φωτιάς και θάμβους.

Χρυσά σαν κλίμα μόλις μεστωμένο
τα μάκρη του κορμιού της τα ημερήσια
γιομάτα φρούτα ξέχειλα ώς απάνω
και πύρ μυστήριο.

Τίτλος πρωτοτύπου:Angela adonica
PABLO NERUDA

Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΣΤΕΙΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

12.12.08

[ΞΕΘΥΜΑΝΕ Η ΟΡΓΗ ΜΟΥ…]



[ΞΕΘΥΜΑΝΕ Η ΟΡΓΗ ΜΟΥ…]

Ξεθύμανε η οργή μου, τόσος κόπος με παραμορφώνει
μα δεν σας χάνω ούτε στιγμή απ’ τα μάτια μου, γυναίκες
βουερές, άστρα βουβά πάντα μπροστά μου θα σας βλέπω,
τρέλα.

Εσένα είναι των άστρων το αίμα που σε ζωντανεύει, το
φως τους που σε υποβαστάζει. Στ’ άνθη πάνω στυλώνεσαι
με τ’ άνθη, στις πέτρες πάνω με τις πέτρες.

Λευκή στη θύμηση που σβήνει κι εκτεθειμένη κι έναστρη
αχτιδοβολώντας από τα ίδια σου τα δάκρυα, τ’ άφαντα.
Πάω χαμένος.

[ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ Η ΚΟΜΗ ΣΟΥ...]

Πορτοκαλένια η κόμη σου μες στο κενό του κόσμου
Στα τζάμια που τα θάμπωσαν ίσκιοι γεμάτη από σιωπή
Κι όπου τα χέρια μου γυμνά ζητάν να πιάσουν το είδωλό σου

Χιμαιρικό το σχήμα της καρδιάς σου
Κι ο έρωτας σου ολόιδιος με τον χαμένο πόθο μου
Ω στεναγμοί από μοσχολίβανο και βλέμματα και ονείρατα

Κι όμως δεν ήσουν πάντα πλάι μου. Είναι σκοτεινιασμένη
Ακόμα η θυμησή μου απο το πηγαινέλα σου
Με λόγια εκφράζεται κι ο χρόνος όπως ο Έρωτας.

PAUL ELUARD

Μτφρ.ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ- ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

10.12.08

ALMA PERDIDA


ALMA PERDIDA

Δκή σας, ακαθόριστες λαχτάρες· ενθουσιασμοί·
σκέψεις μετά το πρόγευμα· διαχύσεις της καρδιάς·
μαλάκωμα ύστερ’ από την ικανοποίηση
των αναγκών των φυσικών· αναλαμπές του πνεύματος·διαταράξεις
όταν γίνεται η χώνεψη· ηρεμία
μετά την καλή χώνεψη· χαρές χωρίς αιτία·
ταραχές της κυκλοφορίας του αίματος· ερωτικές ενθύμησες·
μυρωδιά θυμαριού στο μπάνιο το πρωί· όνειρα ερωτικά·
μεγάλο καστιλιάνικο κέφι μου, απέραντη
πουριτάνικη θλίψη μου, προσωπικά μου γούστα:
σοκολάτες, μπομπόνια τόσο που να καιν, ζαχαρωμένα, παγωμένα πιοτά·
πούρα που σε μουδιάζουνε· και σεις, που φέρνετε ύπνο, σιγαρέτα·
χαρές της γρηγοράδας· γλύκα του να ’σαι καθισμένος· καλοσύνη
του ύπνου μες στ’ απόλυτο σκοτάδι·
μεγάλη ποίηση των πιο κοινών πραγμάτων· μικροπεριστατικά, ταξίδια·
ατσίγγανοι· περίπατοι με το έλκηθρο· βροχή στη θάλασσα·
τρέλα μιάς νύχτας πυρετού, μόνος με μερικά βιβλία·
απάνω κάτω του καιρού και της θερμοκρασίας·
στιγμές από μι’ άλλη ζωή ξαναφερμένες· θύμησες· προφητείες·
ω, εσείς λαμπάδες της κοινής ζωής και της συνηθισμένης,
δική σας η χαμένη αυτή ψυχή.

Valery Larbaud

Μτφρ.ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

8.12.08

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ

Το Μικρό Αγόρι

Ξέρω, θα πεις,
ποιός νοιάζεται για τη θλίψη σου
και πόσο έχει δικαίωμα να θλίβεται ένας συνεργός;

Διότι το ξέρω κι εγώ
ότι η σφαίρα που σκότωσε το μικρό αγόρι
έχει ένα μόριο από τον εαυτό μου.
Ναι, είναι το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό,
αλλά αυτό δεν αναιρεί τη δολοφονική τροχιά του
ούτε την ευθύνη μου.

Είναι το μόριο που γέννησε
η ανοχή μου στην προϊούσα σήψη.

Είναι το μόριο που δημιούργησε
η ελλειμματική μου αντίσταση στην αδράνεια
την οποία επιζητούσαν για να οικοδομήσουν
τον κτηνώδη κόσμο τους.

Είναι το μόριο που υπήρξε από την αδυναμία μου
να πολεμήσω τα κυρίαρχα όπλα τους,
το φόβο και την ανασφάλεια.

Είναι το μόριο που οικοδόμησε αυτό το περιβάλλον,
του οποίου δημιουργήματα είναι οι θύτες,
τα θύματα σημερινά κι αυριανά,
τα μικρά αγόρια και κορίτσια,
οι χιλιάδες άνεργοι, οι αδύναμοι,
οι μη έχοντες, μη περιθαλπόμενοι,
οι γέροντες, οι άρρωστοι, οι ανασφαλείς,
οι καταθλιπτικοί, οι ανεχόμενοι
και κυρίως απέλπιδες.

Μην αναρωτηθείς τι ζητούν αυτά
τα πανέμορφα παιδιά στους δρόμους
τώρα που δεν έχουν νόημα συγνώμες
και ενοχικά βουρκωμένα μάτια.

Άκουσα παιδικές φωνές σε ώριμα τραγούδια
σαρωτικά που διαπερνούν τη θλίψη.

Οι γροθιές διεκδίκησης
οι ανάσες ζωογόνες
οι δρόμοι φωτεινοί
και κυρίως ανθρώπινοι.

Και μη με συμπονέσεις.
Απλά πάρε τα λόγια μου στο δισάκι σου
κι εξαργύρωσε την πείρα μου
στους αγώνες των αυριανών ημερών.

Γιώργος Δουατζής

28.11.08

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΥΜΝΟ ΤΩΝ «ΧΑΡΙΤΩΝ»



ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΥΜΝΟ ΤΩΝ «ΧΑΡΙΤΩΝ»

...Άλαφροφύσητη αύρα στο νιό φέρνει
τον πέπλο της παρθένας, που τον είδε
την ολόξανθη κόμη της να κρύβει...
Πρός την πνοή του ανέμου τρέχει, βρίσκει
το φορεμά της πάνω σ’ ένα θάμνο,
κ’ η κόρη βυθισμένη μες στης λίμνης
το κρύο νερό χαιρόταν τη δροσιά του
κάτου απ’ της καλοκαιρινής σελήνης
τη λάμψη, και βαθειά μες στην καρδιά της
ο μυστικός έρωτας τραγούδουσε.
Κι’ ο απότολμος ερωτιάρης τα κάλλη
του κορμιού της στο διάφανο κρουστάλλι
θάβλεπε νάχουν πλιό μεγάλη χάρη
αν μια ροδακινιά, με τα γυρμένα
πολύκαρπα κλαδιά στα νερά επάνω,
δεν έκρυβε την κόρη που ελουζόταν.
Κ’ εκείνη από τη φυλλωσιά κυττάζει
το νιό που γύρω εκεί παραμονεύει
κι’ απ’ τη ροδακινιά γοργοπηγαίνει
στο θάμνο που κρατεί το φορεμά της...
Θέλει, μα δεν τολμάει, να τη φωνάξει.
Ξάφνου από μια σπηλιά πούταν πλιό πέρα
ψίθυρο σιγαλό γρικάει και φεύγει.
Κ’ εγλύτωσεν η κόρη τρομασμένη
κ’ εκεί δεν ξαναπήγε μοναχή της.
Έκρυβαν τη σπηλιά μεγάλα δέντρα
κι’ ο νιός κόβει κλωνάρι και χτυπάει
σκληρά κοπάδι από άγρια περιστέρια
που γύρω του επετούσαν και τα μάτια
του εσκεπάζαν. Και τέλος νικημένα
τρεμοφτέρουγα φεύγουνε στο αγέρι.
Και τότε ο νιός τα μάτια του γυρίζει
στη σπηλιά τη σελινοφωτισμένη
κι’ αντικρύζει, σε ολανθισμένο στρώμα,
Νεράϊδα κοιμισμένη πλάϊ σε Φαύνο...
κι’ ελπίζει γλυκά κι’ ο ίδιος να μπορέσει
Έτσι κρυφά την κόρη να μαγέψει.

Ugo Foscolo
Μτφρ.Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ

27.11.08

Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ



Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ

Στην δασκάλα δεσποινίδα Brigida Walker

Ι

Αυτή η γυναικεία ψυχή, λεπτή και στιβαρή,
τρυφερή στην αγάπη, αυστηρή στη σοβαρότητα,
είναι η λαμπρή βαλανιδιά με μυρωμένον ίσκιο,
που πάει στ’ άγρια μπράτσα της μια ολάνθιστη μυρτιά.

Πολτός τρυφερών νάρδων, πολτός δρυών αγέρωχων,
της ζύμωσαν τη ροδαλή τη σάρκα της καρδιάς της,
και με όλη τη σκληράδα και την υπεροψία της, αν προσέξεις
ενα τρέμουλο συγκίνησης πάλλει στη φυλλωσιά της.

Κορυδαλλοί χιλιάδες μαθαίνουνε να τραγουδούν
στο φυλλωμά της, και στους ανέμους σκόρπισαν
να πλημμυρίσουνε με δοξασμούς τα ουράνια. Ω ευγενική

βαλανιδιά! Να φιλήσω το λαβωμένο σου κορμό
και με το χέρι μου υψωμένο να ευλογήσω, ώρα πολλή,
την αγιασμένη μάζα σου φτιαγμένη απ’ το θεό!

ΙΙ

Το βάρος από τις φωλιές ποτέ δεν σε λυγίζει.
ούτε και το φορτίο τους θέλεις ν’ αποτινάξεις.
Άλλη έγνοια δε φουρτούνιασε τα ευαίσθητα κλαδιά σου,
έξω απ’ το να είσαι φουντωτή, πλατιά για να σκεπάσεις.

Η ζωή (ένας άνεμος) περνά απ’ τη φυλωσιά σου
σαν μια γλυκιά σαγήνη, χωρίς βία, χωρίς φωνή·
και η φουρτουνιασμένη ζήση χτυπάει τ’ άρμενά σου
με τον γαλήνιο ρυθμό που είναι ο ρυθμός του Θεού.

Απ’ το να δέχεσαι τόσες φωλιές, τόσο τραγούδι,
από το να δημιουργεί τόσο άρωμα και θαλπωρή
το στήθος σου, τόση φροντίδα αγνή και τόση αγάπη,

όλο το ηρωικό σου ξύλο, βαλανιδιά, έχει αγιάσει!
Η ομορφιά στα φύλλα σου έχει πιά γίνει αιώνια
και σαν έρθει φθινόπωρο ποτέ δεν θα τ’ αγγίξει!

ΙΙΙ

Βαλανιδιά, ευγενική βαλανιδιά, σε τραγουδώ!
Ποτέ ο κορμός σου ας μην γευτεί την πίκρα από το κλάμα,
μπροστά σου ας γονατίζει ο ξυλοκόπος της ανθρώπινης
κακίας, με τα τσεκούρια του· και όταν
ο κεραυνός του Θεού σε βρεί ας γίνει απαλός
και πλατύς σαν το στήθος σου, το στήθος του Θεού!

Gabriela Mistral
Ρήγας Καππάτος
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ

LA ENCINA

A la maestra Señorita Brígida Walker.

I
ESTA alma de mujer viril y delicada,
dulce en la gravedad, severa en el amor,
es una encina espléndida de sombra perfumada,
por cuyos brazos rudos trepara un mirto en flor.

Pasta de nardos suaves, pasta de robles fuertes,
le amasaron la carne rosa del corazón,
y aunque es altiva y recia, si miras bien adviertes
un temblor en sus hojas que es temblor de emoción.

Dos millares de alondras el gorjeo aprendieron
en ella, y hacia todos los vientos se esparcieron
para poblar los cielos de gloria. ¡Noble encina,

déjame que te bese en el tronco llagado,
que con la diestra en alto, tu macizo sagrado
largamente bendiga, como hechura divina!

II
El peso de los nidos ¡fuerte! no te ha agobiado.
Nunca la dulce carga pensaste sacudir.
No ha agitado tu fronda sensible otro cuidado
que el ser ancha y espesa para saber cubrir.

La vida (un viento) pasa por tu vasto follaje
como un encantamiento, sin violencia, sin voz;
la vida tumultuosa golpea en tu cordaje
con el sereno ritmo que es el ritmo de Dios.

De tánto albergar nido, de tánto albergar canto,
de tánto hacer tu seno aromosa tibieza,
de tánto dar servicio, y tánto dar amor,

todo tu leño heroico se ha vuelto, encina, santo.
Se te ha hecho en la fronda inmortal la belleza,
¡y pasará el otoño sin tocar tu verdor!

III
¡Encina, noble encina, yo te digo mi canto!
Oue nunca de tu tronco mane amargor de llanto,
que delante de ti prosterne el leñador
de la maldad humana, sus hachas; y que cuando
el rayo de dios hiérate, para ti se haga blando
y ancho como tu seno, el seno del Señor!

Gabriela Mistral

21.11.08

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ...


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ...

Τα μάτια της αγάπης μου στολίζει
μια γλυκειά λάμψη· κι’ όπου κι’ αν προβάλει
χίλια μάγια τριγύρω της σκορπίζει,
και θνητός δεν ξανάειδε τέτοια κάλλη.

Άπ’ το φώς τους μια χάρη ρέει αγάλι
και κάνει την καρδιά να λαχταρίζει...
κι’ αν τότε πω να μην γυρίσω πάλι
τίποτε η θελησή μου δεν αξίζει.

Γυρίζω εκεί που έπεσα νικημένος
τη μαγική της σαν πρωτοείδα χάρη
κι’ η ματιά μου ζητάει θάρρος να πάρει.

Δεν τη βρίσκω σαν φτάνω συντριμμένος
κι’ ο πόθος που με φέρνει πάει να σβήσει•
μα ο Έρωτας ποτέ δε θα μ’ αφήσει.

DANTE 1265-1321
Μτφρ.Μ.ΣΙΓΟΥΡΟΣ

18.11.08

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥΧΕΙ...


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥΧΕΙ...

Τα μάτια, πούχει ο έρωτας φωλιάσει,
τάειδα κ’ έμεινα τόσο φοβισμένος
γιατί σαν νάμουν καταφρονεμένος
μ’ εκύτταζαν· κ’ η καρδιά μου έχει σπάσει.

Κι’ άν δεν είχε γλυκά χαμογελάσει
σ’ εμένα η κόρη θάμουν πονεμένος,
κι’ ο ίδιος ο Έρωτας θάταν λυπημένος
πως μ’ επλάνεσε και μ’ έχει δαμάσει.

Το λογισμό μου ένοιωθα να σαλεύει,
μόλις εκείνη μ’ είχεν αντικρύσει,
πνεύμα που απ’ τον ουρανό εκατέβη

γι’ αγάπη αληθινή να μου μιλήσει...
Κι’ εξάνοιγα την ηθική ομορφιά της
σαν να βρισκόμουν μέσα στην καρδιά της.

Guido Cavalcanti 1260-1300
Μτφρ.Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ

14.11.08

ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ


ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

Ή θάλασσα με κύματα από τσίγκο κι αφριστόν
ασβέστη, μας πολιορκεί
με τον απέραντο καημό της.
Όλα μοιάζουν-
στη δύση, στην ανατολή, στο νότο, στο βορρά,
κι ο ουρανός και το νερό-, σκληρά και γκρίζα,
άσπρα και στεγνά.

Ποτέ τόσο μεγάλο
χασμουρητό δεν έσκαψε βαθιά τον κόσμο!

Έχουνε οι ώρες ίδιο μέτρο
καθώς ακέρια η θάλασσα κι ακέριος ο ουρανός
άσπρος και γκρίζος, στεγνός και σκληρός.
κάθε ώρα και μιά θάλασσα, στεγνή και γκρίζα,
κι ένας ουρανός, άσπρος και σκληρός.

Κι από τον πύργο της ψυχής τον μισογκρεμισμένο
Κανένας δεν μπορεί να βγεί!

Σ’ όλα τα πλάτη-στο βοριά,
στο νότο, στην ανατολή, στη δύση-,
μιά θάλασσα από τσίγκο κι από γύψο,
κι ένας, όπως η θάλασσα, από γύψο
κι από τσίγκο ουρανός,
της θλίψης ανεξάντλητα κοιτάσματα,
Χωρίς αυγή, χωρίς ηλιοβασίλεμα....

Juan Ramon Jimenez
Μτφρ.Πέτρος Α.Δήμας
Εκδόσεις Σοκόλη

11.11.08

ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΑΣ


Όπως πέρυσι έτσι και φέτος αφιερώνουμε μια ανάρτηση στον Διεθνή Κλασσικό Μαραθώνιο που έγινε προχθές Κυριακή στις 9-11-08 και ανέδειξε νικητή τον Κενυάτη Νίκολα Πολ Λεκουράα με 2 ώρες 12 λεπτά και 42 δευτερόλεπτα.

8.11.08

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ


ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

«Είπατε τω Βασιλεί:»
ΜΑΝΤΕΙΟΝ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ

Το λάλο εσώπασε νερό για πάντα και στη στείρα
την κοίτη του εγείρανε βαριά και μαραθήκαν
οι δάφνες οι ελληνικές και της ελιάς οι κλώνοι:
ενάντια, Ιουλιανέ, μάταια πας στη Μοίρα.
Αφήσανε τον Όλυμπο παντέρημο οι Θεοί,
οι Αθηναίοι των νικών ξεχάσαν τον παιάνα
και Σύροι ναύτες άκουσαν μια νύχτα σκοτεινή
να κλαίνε στις ελληνικές ακτές τον Μέγα Πάνα.
Στον ομφαλό του ελληνικού κόσμου, την Ολυμπία,
σήμερα μήτε Πίνδαροι, μήτε φωνή καμία:
μέσα στο φώς ασάλευτη φαντάζει τώρα ως τάφος.
Δεν εσταυρώθηκε ο Θεός της Ναζαρέτ μονάχος,
Ιουλιανέ, αλλά μ’ αυτόν μαζί η πλατιά οικουμένη
στον ξύλινο του Γολγοθά σταυρό είναι σταυρωμένη.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

5.11.08

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


Don Quijote and Sancho Panza by PICASSO

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ αλογό του
το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει•
και πίσω του, στο στωικό γαïδούρι του καβάλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα απίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...
Στο περασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού―κι ειρωνικά γελάνε.
Ώ ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΛΟΓΗ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΑΛΟΗ ΣΙΔΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ

31.10.08

Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ


Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

«Την γή λάβετε!»φώναξε ο Ζεύς προς τους ανθρώπους
Από τα ύψη του, «Δικιά σας είναι, ολοδικιά!
Κληρονομιά σας την χαρίζω αιώνια, όλους τους τόπους•
Κοιτάχτε όμως να την μοιραστείτε αδερφικά».

Κι έσπευσε, όποιος χέρια είχε, να πιάσει ένα μέρος.
Ο κάθε νέος κι ο κάθε γέρος κίνησε με βιάση.
Ο αγρότης τους καρπούς άρπαξε του αγρού εγκαίρως,
Ο ευγενής βγήκε να κυνηγήσει μές τα δάση.

Ο αββάς κρασί διάλεξε της χρονιάς της πιο παλιάς,
Ο έμπορος πήρε όλα όσα χωρούσε η αποθήκη.
Δρόμους και γέφυρες ιδιοποιήθη ο βασιλιάς,
Κι είπε στο τέλος και αυτά׃«δεκάτη μου ανήκει».

Πολύν καιρό μετά, αφότου πια η μοιρασιά συνέβη,
Φτάνει ο ποιητής από μέρη απομακρυσμένα.
Αχ!Γύραθε παντού δεν είχε κάτι ν’ αγναντεύει,
Κι όλα τον κυριό τους πλέον είχαν το καθένα!

«Αλί μου! Πρέπει το λοιπόν απ’ όλους εγώ μόνος
Ν’ απολησμονηθώ, εγώ ο πιο πιστός σου υιός;»
Δυνατά άφησε να ηχεί του παραπόνου ο τόνος
Κι άνω τον έπεμψε κατά τον θρόνο του Διός.

«Αν συ πολύ στην χώρα των ονείρων είχες μείνει»,
Του ’πε ο θεός ,«να μην τα βάζεις τώρα με εμένα.
Που ήσουν λοιπόν, όταν τον κόσμο μοίραζαν εκείνοι;»
«Ήμουν »,απάντησε ο ποιτής, «πλάι σε σενα.

»Στην φεγγοβόλο όψη σου στραμμένο είχα το μάτι·
Στην αρμονία τ’ ουρανού σου έστηνα το αυτί·
Συγχώρα την ψυχή, που, απ´ το φέγγος σου γεμάτη,
Μέθυσε τόσο που έχασε το γήινο καθετί !»

«Και τώρα ;» είπε ο Ζευς, «Έχει δοθεί ήδη όλη η γης•
Συγκομιδή, αγορά, κυνήγι πλέον όλα πάνε.
Στον ουρανό μου εσύ αν θες μαζί μ’ εμέ να ζεις ,
Όσο συχνά και να ’ρχεσαι, για σένα ανοιχτός θα ’ναι».

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ
Μετάφραση׃Κυριάκος Γ. Σαμέλης

22.10.08

ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ


ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ

Την όμορφη, που επούλαε έναν καιρό
Άρματα, λέω πώς την ακούω θλιμμένη
Να λαχταρά, με μάταιο πια καημό,
Κοπέλα σαν και πρίν να ξαναγένει.
Κι «Άχ, γερατειά―να λέει―τη βουλιασμένη
Γιατί έτσι πρώιμα μ’ έχετε κουρσέψει;
Πως δε σκοτώνουμαι; Η τυραννισμένη
Ζωή μου πως δε λέει πια να τελέψει;

«Μου κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες
Που σκόρπαε τσ’ ομορφιάς μου ο πειρασμός
Σ’ εμπόρους, σε σοφούς και σε παπάδες·
Γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός
Μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιός
―Κι ύστερα ας το ’κλαιγε όσο ζούσε―φτάνει
Να τού δινα ό,τι τώρα ούτε στραβός
Θέλει, ούτε κι οι πιο βρώμικοι ζητιάνοι.

«Ά, κόσμο τότες πού διωξα σωρό,
Για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
Μορφονιού―άμυαλο ήμουν θηλυκό―
Που, άν τα ψευτοχάδια μου άλλοι είχαν πάρει,
Του ερώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη.
Τον αγάπαα, τ’ ορκίζομαι τρελά!
Μ’ αυτός να με χτυπάει το χε καμάρι
Και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά.

«Δε θα χα φάει τέτοιον κωλοσυρμό,
Τόσες κλωτσιές, άν δεν τον αγαπούσα.
Πώς μ’ έδερνε, τη δόλια, σαν το ζό!
Όμως σαν μού λεγε και τον φιλούσα,
Το ξύλο που χα φάει το λησμονούσα!
Τ’ αρκούδι, του κριμάτου αυτή η πομπή,
Μ’ εφίλιε...Γι’ αυτό πρόκοψα! Να λούσα
Όπώχω τώρα: Κρίμα και ντροπή.

« Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πιά,
Και τα μαλλιά μου, όϊμένα, έχουν ασπρίσει.
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά,
Πως ήμουν και πώς έχω καταντήσει!
Σα θωρώ το κορμί μου, ώς το χω γδύσει,
Και βλέπω η δόλια πόσο είμ’ αλλαγμένη,
Φτωχή, στεγνή, πως έχω αδυνατίσει,
Μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη.

«Που ναι του κούτελού μου η ομορφιά,
Που τα ξανθιά μαλλιά μου, τα γραφτά
Φρύδια μου, κείνη η σφάχτρα μου ματιά
―Απ’ τις πιο φίνες―τι έγιναν τ’ αυτιά
Τα φιλντισένια μου, τα φλογερά
Κόκκινα χείλια, η μύτη η κοντυλένια
―Ούτε κοντή ήταν ούτε και μακριά―
Του πηγουνιού μου η χάρη η αγαλματένια;

«Οι ώμοι μου οι χυτοί που είν’ τώρα, αλί μου,
Και των μπράτσων μου η σάρκα η αφροπλασμένη
Τα βυζιά μου, κείνοι οι έγγομοι γοφοί μου
Όρθόστητοι, καθάριοι, καμωμένοι
Να ναι από αψιά φιλιά σημαδεμένοι;
Κι η απόκρυφη ομορφιά μου, όλο μεράκι,
Στ’ άσπρα κρουστά μου σκέλια ποστιασμένη
Μεσ’ στο ξανθό όμορφό της κηπαράκι;...

«Ζάρες στο κούτελο, μαλλιά ψαρά,
Φρύδια στουβιές, τα μάτια έχουν σβηστεί
―Πού σφάζαν και γελούσαν μια φορά
Και που γι αυτά είχαν τόσοι τρελαθεί―
Ή μύτη μου σαν του όρνιου έχει γενεί,
Τ’ αυτιά κρεμάσαν πια νερουλιασμένα,
Μαράθη κι εξεθώριασε η μορφή
Κι έχω πηγούνι, χείλια σουρωμένα...

«Ή ανθρώπινη ομορφιά πως κατανταίνει!
Μπράτσα ξερά και χέρια ροζιασμένα,
Ώμοι σκεβροί, αχαμνοί, καμπουριασμένοι•
Και τα βυζιά κρεμάνε σιχαμένα•
Παρόμοια κι οι γοφοί. Κι αλί σε μένα,
Άν πω και για το κρύφιο κηπαράκι!
Και τα μηριά, μηράκια είν’ γινωμένα
Ίδια στο χρώμα με το σουτζουκάκι.

«Άς κλαίμε τώρα εδέτσι τα παλιά
Χρόνια μας, δόλιες γριές ξεμωραμένες,
Αναμεσά μας.Κωλοκαθιστά
Κατάχαμα στη γή, κουβαριασμένες
Κι από θαμπά λυχνάρια φωτισμένες,
Όπου νωρίς ανάβουν, νωρίς σβένουν.
Κι είμαστε άλλοτε τόσο χαϊδεμένες!...
Πόσες και πόσοι ίδια με μας παθαίνουν».

FRANCIS VILLON
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ

17.10.08

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Photo:Andrew Maidanik

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ολόκληρο το παρελθόν, μεγάλο
κι ελεύθερο, ξεντύνεται
μέσα στο πορφυρόν ηλιόγερμα,
σαν την ασύγκριτη γυναίκα.

(Ώ γύμνια χωρίς όνομα,
υπέρτατη αποθέωση!)

Το απέραντο στεφάνι του,
τριαντάφυλλο από φλόγα,
είναι απ’ το μέλλον πλουσιότερο,
απ’ την αυγή πιο φωτεινό.

(Δέν θα ’ναι τίποτε ωραιότερο,
ποτέ, από σένα, παρελθόν!)

Ξέρω καλά πως θα το βρίσκω
πιο πέρα πάντα, κόρφο
της θάλασσας, κορφή μιάς άλλης γής,
μέσα στη μόνη δόξα.

JUAN RAMON JIMENEZ

15.10.08

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ


ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Ένας λαμπρός είσαι ουρανός του φθινοπώρου, εσύ!
Μα εμένα η θλίψη μέσα μου σα θάλασσ’ ανεβαίνει,
Κι όταν πισωδρομάει, στα ωχρά τα χείλη μου απομένει
Απ’ την πικρή τη λάσπη της μια γέψη καυτερή.

−Μάταια το χέρι σου στα λιγωμένα μου γλιστρά
Τα στήθη· ο,τι ζητείς εκεί να βρείς τόχει ρημάξει,
Τόχει η γυναίκα με τα δόντια τ’άγρια της σπαράξει.
Πιά την καρδιά μου μη ζητάς· τη φάγαν τα θεριά.

Είναι η καρδιά μου ένα παλάτι οπού διαγουμίζει
Όχλος• μεθούν, σκοτώνουνται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
−Μιαν ευωδιά από το γυμνό τον κόρφο σου αναβρύζει!...

Σκληρέ δυνάστη των ψυχών, προστάζεις, ώ Εμορφιά!
Με τη φωτιά απ’ τα μάτια σου σαν κύμα που χυμίζει,
Απόκαψε τα ράκη αυτά που αφήκαν τα θεριά!

CHARLES BAUDELAIRE
ΚΛΕΩΝ Β. ΠΑΡΑΣΧΟΣ

12.10.08

ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ



ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Όποιος ξεχνάει χάνεται
ραγίζει όποιος θυμάται
κι αυτός που παραστράτισε
στις ερημιές κοιμάται
Στα γιορτινά τα μαγαζιά
πολύχρωμες βιτρίνες
είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις
δυο χρόνια κι έξι μήνες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ' αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό

Αλλάζουν δρόμοι και μορφές
Οι εποχές αλλάζουν
κι οι από μηχανής θεοί
αμήχανα κοιτάζουν
ʼστο παράθυρο ανοικτό
σ' όλες τις καταιγίδες
θα δεις στο φως μιας αστραπής
όσα ποτέ δεν είδες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ' αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ:WWW.STIXOI.INFO

10.10.08

ΝΥΧΤΙΑ ΨΥΧΗ


ΝΥΧΤΙΑ ΨΥΧΗ

Είν’ η ψυχή μου απ’ όλα πια θλιμένη,
Είναι θλιμένη που είναι τόσο κουρασμένη,
Κουρασμένη μάταια να ζεί καιρό,
Είναι θλιμένη τώρα πια και κουρασμένη,
Τα χέρια σου στο προσωπό μου καρτερώ.

Τ’ αγνά σου δάχτυλα στο προσωπό μου περιμένω
Που όμοια σαν άγγελους των πάγων τα θωρώ,
Τον αρραβώνα να μου φέρουν περιμένω,
Τη δρόσο σου στο προσωπό μου περιμένω
Σαν θησαυρό στα βάθη των νερών.

Τα φαρμακά τους τέλος περιμένω,
Πριν νάχω μες στον ήλιο αυτό χαθεί,
Στον ήλιο απελπισμένος που πεθαίνω!
Τα ζεστά μάτια μου να υγράνουν περιμένω
Όπου τόσοι φτωχοί έχουν κοιμηθεί!

Όπου κύκνοι στη θάλασσα αφημένοι,
Τόσοι κύκνοι στη θάλασσα χαμένοι,
Μάταια υψώνουν τους λαιμούς των θλιβερούς,
Όπου στούς κήπους του χειμώνα προχωρούν
Οι άρρωστοι με ρόδα στολισμένοι!

Τ’ αγνά σου δάχτυλα στο προσωπό μου περιμένω,
Που όμοια σαν άγγελους των πάγων τα θωρώ,
Τα μάτια μου να υγράνουν περιμένω,
Το χόρτο της ματιάς μου το νεκρό
Που αρνάκια έχει ένα πλήθος κουρασμένο!

MAURICE MAETERLINCK 1862-1949
Μτφρ.ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ

5.10.08

ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΔΡΙΑ



ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΔΡΙΑ

Άνέραστη και ανέγγιχτη Νύφη, Σύ, της Γαλήνης
που η Σιωπή σε βύζαξε κι αργός σ’ έθρεψε ο Χρόνος,
Ίστορικέ, που πιό γλυκά απ’ το στίχο μου, έτσι μόνος
μιαν ιστορία απ’ τους αγρούς γεμάτη ανθούς ξεχύνεις.
Ποιός θρύλος μέσ’ στα στέφανα των φύλλων σου φαντάζει
θεών, θνητών, η και των δυό; Είναι τα Τέμπη η κάμποι
της Αρκαδίας; Άντρες ποιοί και ποιός θεός που λάμπει
είναι μπροστά μου; Τάχα αυτές τις κόρες τι τρομάζει;
Σαν τι να κηνυγούν τρελλά; Τι αγώνα θεν να φύγουν;
Τι αυλοί είναι και τι τύμπανα; Σε ποιάν έκσταση σμίγουν;

Οι μελωδίες που ακούς γλυκές. Μα αυτές που δεν ακούμε
είναι γλυκύτερες. Λοιπόν εμπρός αυλοί αρχινάτε.
Μα μή λαλείτε για τ’ αυτιά που φαίνονται. Αντηχάτε
στο νού μας ακριβότερους σκοπούς που δε γρικούμε:
Όμορφονιέ, δε δύνεσαι το τραγούδι ν’ αφήσεις
κάτω απ’ τα δέντρα, μήτε αυτά της γύμνιας να ’βρει ο δρόμος.
Ερωτεμένε, κι άν τολμάς ποτές δε θα φιλήσεις,
κι άς είσαι δίπλα στο σκοπό. Μα μη πικραίνεσαι όμως
τον πόθο σου ά δε χαίρεσαι κ’ η νιότη της δε σβήνει.
Για πάντα συ θε ν’ αγαπάς κι όμορφη θα ’ναι εκείνη.

Καλότυχα, καλότυχα κλαδιά! Τα φύλλα κάτου
να πέσουν δε μπορούν ποτές η το έχε γειά να πούνε
στην άνοιξη. Καλότυχε συ μελωδέ! Κυλούνε
σκοποί νέοι πάντα απ’ τον αυλό στ’ άπαρτο λαλημά του.
Κι αγάπη πιο καλόμοιρη και τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμές, πάντα χαρές θα τάζεις, καρδιοχτύπι
θε να σκορπάς κι η νιότη σου ποτές δε θ’ απολείπει.
Όλα τα πάθη της ζωής τα ξεπερνά και βγαίνει
η φλόγα σου που τις καρδιές με πίκρες τις χορταίνει,
φωτιά στάζει στα μέτωπα, τη γλώσσα αποξεραίνει.

Τούτοι που για θυσία πάν ποιοί να ’ναι; Ω ιερέα,
σε ποιό χλωρό βωμό οδηγάς αυτό το νιό δαμάλι
με τα μεταξωτά πλευρά, που έχουν στεφάνια βάλει,
ποιά πόλη σε βουνό χτιστή κάν σ’ όχτο η σ’ ακρογιάλι
μ’ ολόρτη μιάν ακρόπολη σε ειρηνεμένους τόπους
την ιερή τούτην αυγή στέκει άδεια απ’ τους ανθρώπους;
Και, ώ πόλη, πάντοτε η σιγή θα σέρνεται η μεγάλη
στους δρόμους σου, μήτε ψυχή καμιά θε να γυρίσει
το πώς μένεις πανέρημη ποτές ν’ ανιστορήσει.

Χαίρε, αττικόν ενσάρκωμα! Ωραία αρμονισμένο
με των μαρμάρινων αντρών και παρθένων τη γέννα
με καλοσκάλιστα κλαδιά και χόρτα πατημένα.
Σ’ άκρη, σαν να ’σουν το άπειρο, στη σκέψη σου δε βγαίνω,
βουβή μορφή. Άσμα βοσκού σε παγωμένα στήθια!
Τα γηρατιά τη γενιά τούτη σα φάν, θα μένεις
και σ’ άλλων μέσα συμφορές παρηγοριά, σαν κραίνεις
φίλος πάντα στον άνθρωπο: «η ομορφιά είναι αλήθεια
κ’ η αλήθεια είναι η ομορφιά». Μονάχα αυτό προκάνει
να μάθει ο άνθρωπος στη γής κι αυτό να μάθει φτάνει.

John Keats 1795-1821

Μεταφρ.Β.Καραμάνος

3.10.08

Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...


Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...

Η κοπελίτσα είν’ άσπρη,
φλέβες πράσινες έχει
στους καρπούς, κάτου απ’ τα
μανίκια τ’ ανοιχτά.

Δεν ξέρουμε γιατί
γελάει. Σε μια στιγμή,
κραυγάζει με φωνή λεπτή.

Να φαντάζεται τάχα
πως την καρδιά μας κλέβει,
λουλούδια όπως μαζεύει
στη στράτα;

Καμιά φορά η καημένη
κάτι καταλαβαίνει.
Όχι πάντα. Μιλεί
σιγά πολύ.

«Ω! Χρυσή μου! ω !λα λα!...
...φαντάσου... την Τετράδη
τον είδα...γέελασα». Έτσι
σχεδόν μιλά.

Σωπαίνει όμως άν ξέρει
πώς κάποιος υποφέρει
γι’ αυτή: δε γελά, μένει
χαμένη.

Στα μονοπάτια πέρα
τα χέρια της φορτώνει
με ρείκι που αγκυλώνει,
με φτέρη.

Είν’ άσπρη, είναι ψηλή,
με τρυφερές αγκάλες.
Είναι στητή και γέρνει
την κεφαλή.

FRANCIS JAMMES 1868 1938
Μεταφρ.ΠΕΤΡΟΣ Α.ΔΗΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ

28.9.08

Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ


Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ

«Ποιός θα τολμήσει αυτό, ακόλουθος ή ιππότης,
Μέσα στην άβυσσο ετούτη να βουτήξει;
Μια κούπα ολόχρυση πετώ στο στόμιό της,
Το ’χει ώς τα βάθη κάτω ήδη ρουφήξει.
Όποιος μπορεί την κούπα πάλι να μου φέρει αυτήνε
Μπορεί τότε να την κρατήσει αυτός·δικιά του είναι».

Είπε αυτά ο βασιλιάς κι απ’ την κορφή πετάει
Του απότομου γκρεμού, βραχώδους και τραχύ,
Που εκρέμετο πάνω απ’ τ’ ατέλειωτα πελάη,
Την κούπα μες στης Χάρυβδης την άγρια ταραχή.
«Ποιός είναι ο ψυχωμένος, το ξαναρωτώ,
Που θα βουτήξει μέσα στο βάθος αυτό;»

Κ’ οι ιππότες κ’ οι ακόλουθοι όλοι γύραθέ του
Τονε ακούν και παραμένουνε βουβοί.
Κοιτούν τ’ άγρια νερά και λέξη δεν προσθέτουν
Και ουδείς το κύπελλο να αποκτήσει δεν ποθεί.
Και ο βασιλιάς Τρίτη φορά αυτό ξαναρωτά;
«Είναι κανείς που να ριχτεί εκεί μέσα το κοτά;»

Μα όλοι πάλι, όπως και πριν, μένουνε βουβαμένοι,
Κ’ ένα παιδί ευγενικό, ανδρείο, μ’ ηρεμία
απ’ τον χορό των ακολούθων τον σκιαγμένο βγαίνει,
Και πέρα του πετά την ζώνη, πέρα τον μανδύα·
Κι όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες τότε τριγυρνάνε
Και τον εξαίσιο νεανία με απορία κοιτάνε.

Και όπως βαδίζει στου γκρεμού την κατηφόρα
Και κοιτά κάτω προς το στόμιο της αβύσσου,
Τα νερά εκείνα που είχε καταπιεί, τώρα
Ξανά η Χάρυβδη τα εξεμούσε πίσω·
Και μ’ ήχο ίδια όπως κάνει της βροντής ο κρότος
Πετάγονταν μ’ αφρό απ’ του ανοίγματος το σκότος.

Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο,
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγγένα’
Τ’ αγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.

Μα εντέλει η ορμή καταλαγιάζει η λαβρη
Και κάτωθε απ’ τον άσπρο αφρό τώρα προβάλλει
Χαίνουσα ορθάνοιχτη μία σχισμάδα μαύρη,
Απύθμενη, λες κι ήθελε στην Κόλαση να βγάλει.
Τότε το κύμα το αφρισμένο πίσω κάνει
Στης δίνης μέσα τραβηγμένο την χοάνη.

Γοργά τώρα, προτού πάλι η αντάρα βγεί,
Τον εαυτό του ο νέος στου Θεού τα χέρια δίνει,
Και−ολόγυρα ακούεται τρόμου μια κραυγή,-
Ήδη μακριά τον έχει παρασύρει η δίνη·
Και πάνω απ’ τον κολυμβητή τον θαρραλέον
Μυστήρια κλείνει αυτή και δεν φαίνεται πλέον.

Και η γαλήνη τα νερά έχει καταστείλει,
Ξεσπά στα βάθη μόνο η άγρια η μανία,
Και τρέμοντας ακούς από χείλη σε χείλη:
«Τράβα με το καλό, γενναίε νεανία!»
Κι ακούονται μογκρητά, όλο και πιο αγριεμένα,
Και ν’ αναμένουν μ’ αγωνία βλέπεις τον καθένα.

Και το ίδιο το στέμμα εσύ να ’χες μέσα πετάξει,
Και να ’λεες σ’ όποιον σ’ το ’ φερνε ότι θα το ’χει,
Και βασιλιάς ότι θα γίνει να του είχες τάξει
Θα ’λεγα εγώ: την ακριβή αμοιβή δε θέλω, όχι!
Τι κάτω εκεί κρύβουν μες σ’ ούρλιασμα τα βάθη
Ζώσα ψυχή καλότυχη να πει αδύνατον εστάθη.

Τι μες στον στρόβιλο αρπαγμένο, ως τον πάτο
Αν ποντιζότανε στα βάθη κάποιο σκάφος,
Μόνο συντρίμμι, ιστίο η καρίνα θα αποσπάτο,
Που ο παμφάγος θα εξεμούσε ο υγρός τάφος.
Κι όλο και πιο ευκρινώς, ως βουίζει η θύελλα όταν
Εγγίζει, όλο και πιο κοντά άκουες που μαινόταν.

Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο.
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγένα’
T ’ άγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.

Και νά! Μέσα απ’ τα σκοτεινά νερά, κάτι
Προβάλλει πάλλευκο ως του κύκνου το πουλί,
Και ένα μπράτσο, μια στιλπνή γυμνή πλάτη,
Και με δύναμη πλέχει και προσπάθεια πολλή·
Και είνα αυτός, και ψηλά στ’ αριστερό του χέρι
Το κύπελλο κραδαίνει, γνέφει κι όλος χαίρει.

Και ανάσαινε βαθιά, και ανάσαινε ξανά,
Και χαιρετούσε του ουρανού το ηλιοφώς.
Κι ο ένας έκραζε στον άλλον με χαρά:
«Ζει! Νά τος! Δεν τον κράτησε ο βαθύς ο ζόφος.
Από τον τάφο, απ’ την δίνη του νερού την τόση
Έχει ο γενναίος την ζωντανή ψυχή του σώσει».

Και σαν φτάνει, το πλήθος μ’ ιαχές τόνε κυκλώνει,
Και στου βασιλιά τα πόδια πέφτει αυτός με σέβη.
Και την κούπα του δίνει κλίνοντας το γόνυ·
Και ο βασιλιάς τότε στην γλυκιά κόρη νεύει,
Που ώς το χείλος την γεμίζει με κρασί που λαμπυρίζει,
Και ο νεαρός τότε κατά τον βασιλέα γυρίζει:

«Του βασιλιά πολλά τα έτη! Ας χαίρεται ο καθείς
Που αναπνέει εδώ στο φώς που ρόδινο αυγάζει!
Σε δοκιμή ο άνθρωπος τον θεό ας μην βάζει
Κι ας μην επιθυμεί ποτέ να δει, ουδέποτε,
Ό,τι σε νύχτας φρίκη κρύβει να μη βλέπεται.

Σαν αστραπή η βουτιά μου ήταν γοργή·
Απ’ το βραχώδες τότε στόμιο μιας σχισμής
Άγρια μια ροή μ’ αρπά απ’ ορμητική πηγή.
Του διπλού ρεύματος η λυσσασμένη ισχύς
Σαν σβούρα μ’ έστρεφε και της δίνης οι γύροι
Δίχως αντίσταση με είχαν παρασύρει.

Τότε ο Θεός, που στην φριχτή, έσχατη ανάγκη
Επικαλέστηκα, τηνβοήθειά του να πάρω,
Μου δείχνει ύφαλο, που ’βγαινε απ’ το φαράγγι.
Γοργά τον άδραξα και ξέφυγα απ’ το χάρο·
Κι η κούπα εκεί ήταν, σε κοράλλια μυτερά,
Αλλιώς στ’ απύθμενα θα ’ χε χαθεί νερά.

Τι ακόμα χάσκαν από κάτω μου στα σκότη
Τα ολοπόρφυρα βαθιά και άσωστα μήκη·
Κι αν κει το παν για το αυτί αιωνίως υπνώττει,
Το μάτι κοίταε προς τα κάτω όλο φρίκη
Πώς σαλαμάνδρες, δράκαινες κι άλλα φριχτά όντα
Μες στης κολάσεως τα σαγόνια αναδευόνταν.

Γιατί μια μάζα σφαιρική σάλευε μαύρη
Και βδελυρή, όπου έβριθαν σε απαίσια μίξη
Το ακάνθινο σαλάχι, η μουρούνα και η λάβρη
Η άμορφη σφύραινα, έτοιμη να χιμήξει·
Και μου’ δειχνε κεί τους οδόντες τους παμφάγους
Ο καρχαρίας ο τρομερός, η ύαινα του πελάγους.

Και μακριά από κάθε ανθρώπινη βοήθεια
Ήξερα ότι ήμουν, κι όλος φρίκη εκεί κρεμόμουν
Μες στα φαντάσματα, με πάλλοντα τα στήθια,
Μόνος μες στη φριχτή τη μοναξιά του τρόμου,
Βαθιά, μακριά από ήχο ανθρώπινης λαλιάς
Δίπλα στα τέρατα της θλιβερής ερμιάς.

Και αυτό σκεφτόμουν κι έτρεμα, ένα τέρας όταν
Μ’ εκατό αρθρώσεις όρμησε με μια κίνηση μόνο
Να με αδράξει· κι όλος τρόμο εγώ, εκεί που ερχόταν,
Γοργά του κοραλλιού που άδραχνα άφησα τον κλώνο·
Κι ευθύς μ’ άρπαξε ο στρόβιλος με μιαν άγρια λύσσα.
Μα μου ’βγε τούτο σε καλό, μ’ έβγαλε πάνω ολοίσα»

Ο βασιλιάς ένιωσε έκπληξη απ’ το πράμα
Κι είπε: «Το κύπελλο είν’ δικό σου αυτοδικαίως
Και θα ’χεις και το δαχτυλίδιαυτό συνάμα,
Που ο πιο πολύτιμος λίθος κοσμεί κι ωραίος,
Γνώση σε με να φέρεις πάλι άν δοκιμάσεις,
Τι είδες στον πιο βαθύ πυθμένα της θαλάσσης».

Και μ’ αίσθημα στοργής το ακούει η θυγατέρα,
Και με ικετευτικό, όλο καλόπιασμα, ικετεύει στόμα.
«Αφήστε το παιχνίδι το φριχτό, αρκεί, πατέρα,
Στην δοκιμή σας πέτυχε ό,τι άλλος κανείς ακόμα·
Κι αν μέσα σας δεν έχει η επιθυμία κοπάσει,
Κάποιος ιππότης τον ακόλουθο άς ντρόπιασει».

Με βιάση αρπά την κούπα ο βασιλιάς μεγάλη,
Και μες στον στρόβιλο αμέσως την πετά:
«Το κύπελλο αν μου φέρεις συ εδώ και πάλι,
Ο πιο άξιος ιππότης μου θα ’σαι, σ ’το λέω, μετά·
Και θα ’χεις αγκαλιά αυτήν για συζυγό σου,
Που παρακάλια για σε κάνει σπλάχνους τόσου».

Και την ψυχή του την κινεί μια δύναμη ουράνια,
Και τολμηρά τ’ όμμα του αστράφτει και το θώρι.
Κι είδε να κοκκίνιζει η ωραία μορφή η σπάνια,
Και κάτωχρη είδε να σωριάζεται η κόρη.
Και το έπαθλο, αυτήν, για να κάνει δικιά του,
Ρίχνεται κάτω σε αγώνα θανάτου.

Το κύμα ακούν να σπάει, να γυρνά και πάλι,
Το αγγέλλει ο αχός του βροντερά, κεραυνοβόλα,
Σκύβουν, κοιτάνε κάτω και η καρδιά τους πάλλει.
Και φτάνουν, φτάνουν σε αντάρα τα νερά όλα,
Βουίζουν πάνω, βουίζουν κάτω με μανία·
Ξανά κανένα τους δεν φέρνει τον νεανία.

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ
Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα
Μεταφρ.Κυριάκος Σαμέλης
Εκδοσεις Διώνη

19.9.08

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Σ' έχω ψάξει στη γη των αγγέλων
εκεί που τ' όνειρο ζει
απ' το ποτέ ως το μέλλον
στην αιώνια στιγμή

Στο κρυφό σταυροδρόμι του κόσμου
εκεί που τ' όνειρο ζει
ένα φιλί έλα δως μου
ένα μόνο φιλί

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά

Στης σελήνης το αρχαίο πηγάδι
εκεί που τ' όνειρο ζει
μου 'χες χαρίσει ένα χάδι
μου 'χες δώσει μια ευχή

Θα σε ψάχνω στο τέλος του χρόνου
και στην αρχή τ' ουρανού
μ' ένα τραγούδι του δρόμου
Θα σε ψάχνω παντού

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά



Στίχοι: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Μουσική: Γιάννης Σπάθας
Ερμηνευτής: Μανώλης Λιδάκης

17.9.08

SEPTEMBER SONG





SEPTEMBER SONG

When I was a young man courting the girls
I played me the waiting game
If a maid refused me with a tossing curls, oh,
I let the old earth, take a couple of whirls
While I plied her with tears in prays of pearls
And as time came around she came my way
As time came around she came

For its a long, long while, from May to December
And the days grow short, when you reach September

And I have the lost my tears, and the walking in the little rain
Hey honey, I haven't gotta time for gaining Waiting Game

And the days turn to crawl(?grow old?) as they grow few
September, November

And these few colden(?golden?) days I'd like to spend 'em with you
These golden days, I'd like to spend 'em with you

And the days dwindle down to a precious few
September, November

And I'm not quite a quip for the waiting game
I have a little money, and I have a little pain

And these few golden days, as the days grow so few
These golden days, I'd like to spend 'em with you
These precious golden days, I'd like to spend 'em with you
September song, September song
September song, September song

Ποίηση BERTOLT BRECHT Μουσική KURT WEILL, και δύο από τους πάρα πολλούς ερμηνευτές αυτού του τραγουδιού...
LOU REED και FRANK SINATRA

REMEMBER A DAY


REMEMBER A DAY

Remember a day before today
A day when you were young.
Free to play alone with time
Evening never came.
Sing a song that can't be sung
Without the morning's kiss
Queen - you shall be it if you wish
Look for your king
Why can't we play today
Why can't we stay that way
Climb your favorite apple tree
Try to catch the sun
Hide from your little brother's gun
Dream yourself away
Why can't we reach the sun
Why can't we blow the years away
Blow away
Blow away
Remember
Remember

PINK FLOYD

13.9.08

ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ



ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ

Αν (όπως βάζει ο Έλληνας στο στόμα του Κρατύλου)
το όνομα είναι αρχέτυπο για κάθε πράγμα,
τα γράμματα που αποτελούν το ρόδο είναι το ρόδο
και στη λέξη Νείλος ρέει το νερό του Νείλου.

Έτσι, από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο,
κάπου θα υπάρχει ένα φοβερό Όνομα που περιέχει
το νόημα του Θεού και η Παντοδυναμία το έχει
μέσα σε συλλαβές και γράμματα κρυμμένο.

Οι γενεές το έχουν σήμερα λησμονήσει.
Μόνο ο Αδάμ και τ’ άστρα το γνωρίζαν
μέσα στον Κήπο. Η οξείδωση της αμαρτίας
(λένε οι καββαλιστές) το έχει πια σβήσει.

Η αθωότητα και τα τεχνάσματα του νου
είναι άπειρα. Και ξέρουμε πως ήρθαν οι αιτίες
και οι καιροί που ο λαός του Θεού
έψαξε το όνομα στις εβραϊκές ολονυχτίες.

Αντίθετα από άλλες μνήμες, που παρεμβάλλουν
θολές σκιές μέσα στης ιστορίας τη θολάδα,
αξέχαστη και ζωντανή είναι ακόμα η μνήμη
του Ιούδα του Λέοντα, ραβίνου στην Πράγα.

Ζητώντας να μάθει ό,τι ξέρει ο Θεός, δηλαδή,
ο Ιούδας αφιερώθηκε στις μεταθέσεις γραμμάτων
και λεπτές, περίπλοκες παραλλαγές ονομάτων
ώσπου πρόφερε Εκείνο, που αποτελεί το Κλειδί,

την Ηχώ, τον Αφέντη και τη Θύρα του Ανακτόρου,
πάνω σ’ ένα ανδρείκελο που με αδέξια είχε φτιάξει
χέρια σκυμμένος, και πάσχιζε να το διδάξει
τα μυστήρια των Γραμμάτων και του Χωροχρόνου.

Το πλάσμα άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια
και είδε χρώματα, άγνωστε μορφές μες σε μιά δίνη·
δεν καταλάβαινε και, ξάφνου, του τη δίνει
να δοκιμάσει ανοδικές κινήσεις προς τα σκαλοπάτια.

Με τον καιρό κατάλαβε πως ήταν (καλή ώρα
όπως κι εμείς) αιχμάλωτο σε μιαν ηχητική σαγήνη
γεμάτη από Πριν, Ενώ, Κατόπιν, Χτες ή Τώρα,
Δεξιά, Εγώ, Αριστερά, Εσύ, Άλλοι, Εκείνοι.

(Ο ραβίνος νομίζοντας τον εαυτό το πλάσμα Θείο
ονόμασε το πελώριο κατασκεύασμα Γκόλεμ·
γεγονός που αναφέρεται απ’ τον Σόλεμ
σε κάποιο περισπούδαστο χωρίο.)

Του εξήγησε λεπτομερώς το σύμπαν ο ραβίνος:
«Αυτά είναι τα πόδια μας, μ’ αυτά πατάς τη γη»
κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, εκείνο το κτήνος
κουτσά στραβά έμαθε να σκουπίζει τη συναγωγή.

Ίσως κάποιο να έγινε λαθάκι στα ψηφία
ή στου Θείου Ονόματος την προφορά·
γιατί παρόλη την απίστευτη μηχανορραφία
ο μαθητευόμενος άνθρωπος δε μίλησε ούτε μια φορά.

Τα μάτια του –μάλλον σαν σκύλου παρά ανθρώπου
ή, μάλλον, μάτια αντικειμένου, ούτε καν σκύλου–
πιστά ακολουθούσαν τον αφέντη του όπου
κι αν έστριβε στο σύθαμπο του μυστικού του ασύλου.

Κάτι αφύσικο και φρικαλέο είχε το Γκόλεμ
αφού, στο διάβα του, κρυβόταν ώς κι ο γάτος
του ραβίνου. (Τον γάτο δεν τον αναφέρει ο Σόλεμ,
εγώ τον επινόησα προσφάτως.)

Υψώνοντας τα χέρια στο Θεό του, χιλιάδες
μιμήσεις έκανε του Θεού του και χαιρόταν
ή, ηλίθια χαμογελώντας, διπλωνόταν
σε ανατολίτικους εδαφιαίους τεμενάδες.

Τρυφερά, μα και κάπως τρομαγμένος ο ραβίνος
το κοιτούσε και μονολογούσε κρυφά:
«Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω τέτοια παρωδία
και δεν καθόμουν άπρακτος, φερόμενος σοφά;

Γιατί στ’ άπειρα σύμβολα να φτιάξω ένα ακόμα;
Γιατί σ’ αυτό το μάταιο κουβάρι των νοημάτων
που αιώνια ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά
προσθέτω κι άλλον γύρο, άλλη μία συμφορά;»

Την ώρα που η ψυχή του αναχωρούσε,
είχε το βλέμμα του στο Γκόλεμ του στραμμένο.
Τάχα ο Θεός τί νά ’νιωσε καθώς κοιτούσε,
στην Πράγα τον ραβίνο του κατ’ εικόνα πλασμένο;

JORGE LUIS BORGES

ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΤΦΡ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

EL GOLEM

Si (como el griego afirma en el Cratilo)
El nombre es arquetipo de la cosa,
En las letras de rosa está la rosa
Y todo el Nilo en la palabra Nilo.

Y, hecho de consonantes y vocales,
Habrá un terrible Nombre, que la esencia
Cifre de Dios y que la Omnipotencia
Guarde en letras y sílabas cabales.

Adán y las estrellas lo supieron
En el Jardín. La herrumbre del pecado
(Dicen los cabalistas) lo ha borrado
Y las generaciones lo perdieron.

Los artificios y el candor del hombre
No tienen fin. Sabemos que hubo un día
En que el pueblo de Dios buscaba el Nombre
En las vigilias de la judería.

No a la manera de otras que una vaga
Sombra insinúan en la vaga historia,
Aún está verde y viva la memoria
De Judá León, que era rabino en Praga.

Sediento de saber lo que Dios sabe,
Judá León se dio a permutaciones
de letras y a complejas variaciones
Y al fin pronunció el Nombre que es la Clave.

La Puerta, el Eco, el Huésped y el Palacio,
Sobre un muñeco que con torpes manos
labró, para enseñarle los arcanos
De las Letras, del Tiempo y del Espacio.

El simulacro alzó los soñolientos
Párpados y vio formas y colores
Que no entendió, perdidos en rumores
Y ensayó temerosos movimientos.

Gradualmente se vio (como nosotros)
Aprisionado en esta red sonora
de Antes, Después, Ayer, Mientras, Ahora,
Derecha, Izquierda, Yo, Tú, Aquellos, Otros.

(El cabalista que ofició de numen
A la vasta criatura apodó Golem;
Estas verdades las refiere Scholem
En un docto lugar de su volumen.)

El rabí le explicaba el universo
"Esto es mi pie; esto el tuyo; esto la soga."
Y logró, al cabo de años, que el perverso
Barriera bien o mal la sinagoga.

Tal vez hubo un error en la grafía
O en la articulación del Sacro Nombre;
A pesar de tan alta hechicería,
No aprendió a hablar el aprendiz de hombre,

Sus ojos, menos de hombre que de perro
Y harto menos de perro que de cosa,
Seguían al rabí por la dudosa
penumbra de las piezas del encierro.

Algo anormal y tosco hubo en el Golem,
Ya que a su paso el gato del rabino
Se escondía. (Ese gato no está en Scholem
Pero, a través del tiempo, lo adivino.)

Elevando a su Dios manos filiales,
Las devociones de su Dios copiaba
O, estúpido y sonriente, se ahuecaba
En cóncavas zalemas orientales.

El rabí lo miraba con ternura
Y con algún horror. ¿Cómo (se dijo)
Pude engendrar este penoso hijo
Y la inacción dejé, que es la cordura?

¿Por qué di en agregar a la infinita
Serie un símbolo más? ¿Por qué a la vana
Madeja que en lo eterno se devana,
Di otra causa, otro efecto y otra cuita?

En la hora de angustia y de luz vaga,
En su Golem los ojos detenía.
¿Quién nos dirá las cosas que sentía
Dios, al mirar a su rabino en Praga?

JORGE LUIS BORGES

8.9.08

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Α να μεθύσω έως θανάτου ν’ αλλάξω φτερά
όσο ο αλιεύς μαργαριταριών θα βυθίζεται στο
εκτυφλωτικό γαλάζιο του βάθος
όσο κυλάει η καρδιά προς τον πράσινο καταρράκτη της
να νιώσω μια λύπη βαθιά να ξεχάσω
Α να σε πιω έως θανάτου και ν’ αλλάξω φτερά
να ακούσω του Ικάρου το πάφλασμα το σιωπηλό
τραγούδι του βουτηχτή
και το μαύρο κρυστάλλινο γλίστρημα του ψαριού στον
πυθμένα της μέθης
να δω κοιμητήρι ν’ ανθίζει στην απάτητη άκρη του
και να ακούσω κάποιον να έρχεται βγαίνοντας από το
μακρινό του σύμπαν
Α να σε πιώ έως θανάτου με δικά σου φτερά
να γευτώ των μελών σου δρασκέλισμα προς της
Δάφνης τις φυλλωσιές
και της χλόης τη μεταμόρφωση στης φλογέρας σου το
άκουσμα
Α να ξυπνήσω απο σένα με δικά μου φτερά
να νιώσω μια λύπη βαθιά να κρυφτώ
και ν’ ακούσω το υπέρτατο ύψος
και τον καταρράκτη να πλησιάζουν
να νιώσω στα χέρια μου το φώς των μελών σου
το ευώδιασμα των φάρων σου στο μονοπάτι των
φεγγαριών μας
Α να σε πιώ ως να γίνεις ανώνυμη και ν’ αλλάξω
φτερά
Α να μπορούσα να πιώ την κλεισμένη ματιά σου με τα
φτερά μου
να ακούσω τη δική σου ευωδιά του σύμπαντος των
φάρων
και ενάντια στη νύχτα σπαθί και στα χέρια μου φώς
και ενάντια στν αγριεμένη θάλασσα πλεούμενο και
αναμονή κάτω από σύννεφο βαρύ
και ενάντια στο υπέρτατο ύψος το βέλος και ενάντια
στο βάθος σπαθί
και του ήλιου αστραπή
Α και να σε είχα πιει δίχως όνομα με τα φτερά σου
Α και να με είχαν πιει δίχως όνομα με τα φτερά μου
Α βέλος που πάντα στοχεύεις την κορυφή της τροχιάς
σου
Α γέφυρα της καταιγίδας ανάμεσα σε Ανατολή και
Δύση
Εσύ η πρώτη και η στερνή του κόσμου ακτίνα πάνω
απ’ τη θάλασσα
Θυμήσου μας εσύ
και λίκνισέ μας
και τύφλωσέ μας
και πιές μας
Α με τα φτερά μας να μας πιείς!


ERIK LINDEGREN
...από τη συλλογή Άντρας χωρίς δρόμο, 1942
Μ.Τ.Φ.Ρ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΕΛΜΠΕΡΓΚ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΟΥΗΔΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

6.9.08

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ


ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
PHOTO:HELMUT NEWTON

31.8.08

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ


ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Απ’ την τέχνη των Ελλήνων ό,τι επλάστη
Θέλει ο Φράγκος μέσα στο δικό του άστυ
Με τα όπλα να το φέρει, ως τίμιον είδος.
Και σ’ ολόλαμπρα επιδεικνύει μουσεία,
Νίκης τρόπαια, την λεία του την πλουσία
Μπρός στα όμματα της έκθαμβης πατρίδος!

Στον αιώνα όλα τους θα του σιωπούνε.
Απ’ τα βάθρα τους ποτέ δεν θ’ ανεβούνε
Στη σειρά της ζωής, την νέα και καθάρια.
Κάτοχος μόν’ είναι των μουσών στ’ αλήθεια
Κείνος που μες στα θερμά τις φέρει στήθια.
Για τον Βάνδαλο είναι μόνο λιθάρια.

Friedrich Schiller 1759-1805

Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα
Μ.Τ.Φ.Ρ.Κυριάκος Γ.Σαμέλης
Εκδόσεις Διώνη

4.7.08

SONETTO XXXV


SONETTO XXXV

Ποιά είναι αυτή που έρχεται κι όλοι οι άντρες
στρέφουν να δούν, και κάνει τον αέρα να τρέμει
από διαύγεια κι είνα μαζί της ο Έρως,
κι όλοι σιωπούν ενώ ο καθείς στενάζει μόνος;

Ω, θεέ, πώς είναι όταν στρέφει το βλέμμα;
Έρωτα πες το εσύ, εγώ δεν ξέρω.
Είναι τόσο σεμνή που μοιάζει ψέμα
μπροστά της όποια άλλη γυναίκα φέρω.

Τις χάρες της δε θα μπορούσε ν’ αριθμήσει
θνητός κανένας, ούτε και τις αρετές της,
κι η Ομορφιά την έχει κάμει θεά της.

Ποτέ η σκέψη μας ψηλότερα δεν πήγε,
ούτε και τόση υγεία* έχουμε εντός μας,
για να γνωρίζουμε ακριβώς τη δυναμή της.

*ΣτΜ.: Κατά τον μεταφραστή Κοντίνι, η λέξη salute= υγεία, εδώ είναι
Συνώνυμη με την αποκάλυψη η σωτηρία, και η έμπνευση του
Σονέτου ξεκινάει από το βιβλικό Άσμα Άσμάτων.

GUIDO CAVALCANDI
ΜΤΦΡ. ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ

1.7.08

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ


...ΠΙΝΑΚΑΣ PICASSO

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ

Από το φεγγαρόκηπο της σάρκας
δριμιά κι άγρια, μαύρα μαλλιά περάσαν.

Νύχτα θανάσιμη. Έπαλλε βαθιά μου
το γιομοφέγγαρο έξοχο και λαύρο.

Τα μυστικά όλα στέκονταν απ’ έξω,
φέγγαν του θεού τους στης νυχτιάς το φρέσκο.

Τι χαλασμός απο φιλιά κι απ’ άνθια!
Τι πανικός απ’ των μαλλιών το διάβα!

Και το φεγγάρι τόξευε απ’ τα ουράνια
βέλη ασημένια στα μαλλιά τα μαύρα!

*

Τον κήπο μου κουρσέψαν. Το μαχαίρι
των κλωστών τους, μου θέρισε τις σκέψεις.

Μίσχος δεν έμεινε, όνειρο κανένα,
στα πόστα που ’χε η έκσταση πιασμένα.

Καί στης δύσης το κοίλωμα εκεί κάτου
κάθισαν τα μαλλιά να ξαποστάσουν.

Την άλλη μέρα με ρώταγαν όλοι
πώς ρήμαξε τον κήπο τ’ αγριοβόρι.

Κι η καρδιά μου γοργοχτυπούσε ακόμα
απ’ των μαλλιών των μαύρων τον τυφώνα.

Juan Ramon Jimenez
ΜΤΦΡ.ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

26.6.08

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ



ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

Ονόματα που επιπλέουν
στον ωκεανό της λήθης:
Κόριννα, Πράξιλα, Μοιρώ,
Ανύτη, Ήριννα, Ψάπφα.
Φιγούρες χωρίς πρόσωπα
καθεμιά με το φωτοστέφανό της
να πλαισιώνει ένα κενό.

Μύθοι ακολουθούν τα ονόματα
και σπαράγματα στίχων
που μεγεθύνουν το αίνιγμα
αντί να το λύνουν:

Έρος δ’ ετίναξέ μοι
φρένας, ώς άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέπτων.
αλλ’ επιπάντων
ελπίδας ουλομένα Μοίρ’ εκύλισε πρόσω.
χώτι με νύμφαν εύσαν έχει τάφος είπατε και το.

Ποιά να ’σουνα
Τελέσιλλα, Νοσσίς, Κασσία;
Τα μάτια αναζητούνε μιαν εικόνα
να συμπαρασταθεί στους στοίχους σας
και δε βρίσκουν παρά
έν’ ακέφαλο άγαλμα
στην αυλή του μουσείου
ένα ιωνικό κιονόκαρανο
γερμένο στη χλόη.

Ίσως να κράτησε το στεναγμό σας
το κύμα που σβήνει
στον αμμούδερο κόρφο
την πύρα της ψυχής σας
ο κάμπος με τις παπαρούνες

Ποιός θα σταθεί άντικρυ στη Μοίρα;
Μουσάων ολίγη τις αηδονίς.
Αηδονίδες της ποίησης
οι ρανίδες του λόγου σας
θα αιωρούνται για πάντα στο φώς
πάνω απ’ την κόνιν των σωμάτων.

1998
ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΒΟΤΑΝΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

24.6.08

ΣΚΥΒΩ ΕΚΕΙ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ



Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνεια μάτια σου.

Έκει απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες
η μοναξιά μου, πέρα-δώθε στον αέρα
υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.

Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες
πάνω από τα εξόριστα μάτια σου
που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας
και σκάνε στην ποδιά του φάρου.

Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,
γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον•
μέσ’ απ’ το βλέμμα σου
Ώρες-ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
από τη θάλασσα εκείνη
που κλυδωνίζει τα ωκεάνεια μάτια σου.

Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που λάμπουν εκεί απάνω
όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ’ αγαπάω.

Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα
και τσαλαπατάει τα στάχυα τα γαλαζιανά στον κάμπο.

Pablo Neruda

ΕΙΚΟΣΙ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑΝ ΕΛΠΙΔΑ

ΜΤΦΡ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

21.6.08

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ


ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Ένα λιμάνι είναι ένας τόπος όλος χάρες, για μια ψυχή που απόκαμε από τη
Σκληρή την πάλη της ζωής. Η άπλα τ’ ουρανού, η διαβατάρικια των σύννεφων
αρχιτεκτονική, της θάλασσας η ατέλειωτη εναλλαγή των αποχρώσεων, των
φάρων τα λαμπρά φωτοβολήματα, είναι ένα πρίσμα θαυματουργό όπου δίνει
πάντα χαρά στα μάτια δίχως ναν τα κουράσει ποτέ. Τα σχήματα τα ευγενικά
των καραβιών, με τις περίπλοκες αρματωσιές, καθώς σαλεύουνε στο κύμα αρμονικά,
διατηρούνε συνεχώς, μες στην ψυχή, το αίσθημα της ευμορφιάς και του ρυθμού. Κι είναι, πρίν απ’ όλα, μιάν ηδονή μυστηριώδης κι υψηλή, για κείνον που δεν του μείναν πιά ούτε φιλοδιξίες ούτε περιέργειες, να κοιτάζει, ξαπλωμένοςπάνω στη βίγλα ή ακουμπισμένος ήρεμα στο παραπέτασμα της προκυμαίας, όλη τούτη την κίνηση
αυτών που επιστρέφουν κι αυτών που φεύγουν, αυτών που έχουν ακόμη τη δύναμη να θέλουν κάτι, το πόθο να ταξιδέψουν και να πλουτίσουν.

ΚΑΡΟΛΟΣ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ
ΜΤΦΡ.ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

20.6.08

Ω ΠΕΥΚΩΝΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ, ΑΠΕΡΑΝΤΕ...


Ω ΠΕΥΚΩΝΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ, ΑΠΕΡΑΝΤΕ...

Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη,
στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!

Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους
και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.
Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,
κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.

Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου
να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη
και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,
σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη
εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου
κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.

Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου
όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,
καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!
Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα
να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου.

PABLO NERUDA
Είκοσι ερωτικά ποιήματα
Και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα
ΜΤΦΡ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

18.6.08

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ


((...Ένας χρόνος σήμερα από το πρώτο
post του Homo Navigatus.))

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ


Αυτές τις νύμφες,θέλω εγώ να διαιωνίσω.
Τόσο
λαμπρό το αβρό τους ρόδινο, που τρέμει στον αιθέρα
από πυκνούς ύπνους βαρύν.

Αγάπησα ένα όνειρο;

Η αμφιβολία μου, σωρός νύχτας, αρχαίας, τελειώνει
σε κλώνους άπειρους λεπτούς, που, ενώ τα γνήσια δάση
ίδια απομείναν, δείχνουν πως, μόνος, ώιμέ ! εχαιρόμουν
σα θρίαμβο το παράπτωμα το ιδανικό των ρόδων.

Αλλ’ άς κοιτάξουμε...

Ή άν οι γυναίκες που επικρίνεις
μια επιθυμία των μυθικών σου αισθήσεων εικονίζουν!
Φαύνε, η προαίσθηση γλιστράει από τα κρύα και μπλάβα
μάτια, σα μια δακρύβρεχτη πηγή, της πλέον αθώας:
μα η άλλη, πολυστέναχτη, θαρρείς πως παραλλάζει
σαν της ημέρας τη ζεστή δροσιά μες στο μαλλί σου!
Πώς όχι ! στην ασάλευτη κι οκνή λιποθυμία
η αυγή απ’ τη ζέστη ασθμαίνοντας, η δροσερή, άν μοχθίζει,
δεν ψιθυρίζει εδώ νερό που ο αυλός μου να μη χύνει
μέσα στο δάσος τ’ αρδεμένο από ρυθμούς· κι ο μόνος
άνεμος, που έξω να χυθεί σπεύδει απά τα δύο καλάμια
προτού σε μια άνυδρη βροχή τον ήχο διασκορπίσει,
είναι, μες στην ασάλευτη, αρυτίδωτη ατμόσφαιρα,
η φανερή, ατρικύμιστη, περίτεχνη πνοή
της έμπνευσης, που τ’ ουρανού το δρόμο ξαναπαίρνει.
Κράσπεδα εσείς σικελικά ενός ατάραχου έλους,
που, με τον ήλιο σύναθλο, η κουφότης μου ερημώνει,
άδηλη κάτω απ’ τα λαμπρά λουλούδια, ΑΦΗΓΗΘΕΙΤΕ:

» πώς τα καλάμια έδρεπα εδώ τα κούφια, δαμασμένα
» από την τέχνη, όταν επάνω στο γλαυκό χρυσάφι
» των φύλλων, που το κλήμα τους στις κρίνες αφιερώνουν,
» μια ζωική στην ηρεμία λευκότης κυματίζει:
» και πώς στ’ αργό προανάκρουσμα, όπου οι αυλοί γεννιούνται,
» η πτήση αυτή των κύκνων, όχι ! των ναϊάδων φεύγει
» περίτρομη ή βυθίζεται...»

Τα πάντα φλέγονται άτονα μες στην πυρόχρωμη ώρα
χωρίς να δείχνουν πώς αθρόα εχάθη αιφνίδια τόσος
υμέναιος πολυπόθητος σ’ όποιον το λά γυρεύει:
Τότε κι εγώ θ’ αφυπνισθώ με όλην την πρώτη ορμή μου,
κάτω απ’ το κύμα αρχέγονου φωτός, ορθός και μόνος,
κρίνο ! κι εγώ ένα από όλα εσάς για την αγνοτητά μου.

Έξω απ’ το αβρό αυτό τίποτα απ’ τα χείλη τους θροϊσμένο,
το φίλημα, που αθόρυβα άπιστες ασφαλίζει,
το στήθος μου, ασημάδευτο, μια δαγκανιά έχει ώς δείγμα
μυστηριακή, που τη χρωστά σ’ ένα σεβάσμιο δόντι•
μα μπά ! αλχημεία καθώς αυτή ώς έμπιστο είχε εκλέξει
το μολπικό μες στο γλαυκό, πλατύ, δίδυμο σκοίνο:
που, πρός αυτό αντιστρέφοντας την ταραχή των γνάθων,
τώρα ονειρεύεται, σε μιά μακρόσυρτη αυλωδία,
πώς την περίγυρη ομορφιά τέρπαμε με αναμίξεις
πλαστές του αθώου μας τραγουδιού κι αυτής μαζί της ίδιας
να σιγοσβεί του τακτικού του ονείρου μου μιας ράχης
ή μιας πλευράς που ακολουθώ με βλέφαρα κλεισμένα
μια ηχηρή, μονότονη κι ανώφελη γραμμή.


Σύριγγα επίβουλη, όργανο συ της φυγής, στις λίμνες
που με πρόσμενες πάσχισε λοιπόν να ξανανθίσεις !
Εγώ, το σάλο μου έχοντας καύχημα, θα μιλήσω
για τις θεές και με ιλαρές, παμφίλτατες εικόνες,
κι άλλες από τον ίσκιο τους ζώνες θ’ αρπάξω πάλι:
έτσι, όταν έχω πιά το φώς των σταφυλιών ρουφήξει,
για ν’ αποδιώξω μια πικρή φενακισμένη σκέψη,
τ’ άδειο τσαμπί στο θερινό ουρανό με γέλια υψώνω
και, μες στις φλούδες τις λαμπρές φυσώντας, ώς το βράδυ,
φίλος της μέθης άπληστος, μέσα απ’ αυτές κοιτάζω:
Ώ νύμφες, από διάφορες άς ογκωθούμε ΜΝΗΜΕΣ.

» Μέσα απ’ τα σχοίνα ελόγχιζαν τα μάτια μου, έναν-ένα,
» τους θείους τραχήλους, που έλουζαν στα ρείθρα τις πληγές τους
» με μιάν αλλόφρονη κραυγή στον ουρανό του δάσους·
» και το περίλαμπρο λουτρό αφανίζεται της κόμης,
» ώ λίθοι εσείς πολύτιμοι, στίς λάμψεις και στα ρίγη!
» Τρέχω: στα πόδια μου αγκαλιά κοίτονται ( πληγωμένες
» από τη χαύνωση που φέρνει ο πόθος να ενωθούνε )
»φίλυπνες, στα ίδια μπράτσα τους τα επίφοβα δοσμένες•
» έτσι όπως είναι, αγκαλιαστές, τις παίρνω εγώ και τρέχω
» στο άλσος αυτό, το μισητό από το μικρόχαρο ίσκιο,
» των ρόδων που στεγνώνουνε κάθε ευωδιά στον ήλιο,
» όπου η χαρά μας στη φθαρμένη ημέραν όμοια άς είναι».

Λατρεύω εσέ, παρθενικέ θυμέ, ώ απόλαυση άγρια
αυτού του θείου γυμνού φορτίου που ξεγλιστράει και φεύγει
το φλογισμένο χείλι μου που πίνει, όπως ασπαίρει
μιάν αστραπή ! το απόκρυφον, άμετρο δέος της σάρκας :
από τα πόδια της σκληρής ως της δειλής τα σπλάχνα,
που εγκαταλείπει σύγχρονα η αγνεία τους δροσισμένη
μ’ έξαλλα δάκρυα ή, άλλοτε, με πιό φαιδρές λιβάδες

»Το κρίμα μου είναι, ότι, ιλαρός από τη νίκη φόβων
»προδοτικών, ξεχώρισα τους άτακτους βοστρύχους
»των φιλημάτων που οι θεοί με τέχνη είχαν συμπλέξει
»γιατί ένα γέλιο φλογερό όπως έκανα να κρύψω
»μες στις πανήδονες πτυχές μιάς απ’ αυτές (κρατώντας
»με το ’να δάχτυλο, ώστε αγνή σαν το φτερό η ψυχή της
»με τη φρικίαση της πυρής ν’ αναβαφεί αδελφή της,
»την πιό μικρή, απονήρευτη και μη πορφυρωμένη)
»από τα χέρια μου, άτονα από ασαφείς θανάτους,
»ετούτη, η πάντα αχάριστη, λεία μου ξεφεύγει, δίχως
»καμιά πικρία για το λυγμό που με μεθούσε ακόμη».

Ώ δε σημαίνει ! Άλλες εμέ στην ευτυχία θα σύρουν
απ’ τους πλοκάμους των, δετούς στα δύο τα κερατά μου:
ώριμο πιά και πορφυρόν, ώ πάθος μου, το ξέρεις
το ρόδο ανοίγει κι αντηχεί απ’ των μελλισών το βόμβο·
κι έξαλλο το αίμα μας γι’ αυτήν που θα το συνταράξει,
ρέει για το παναιώνιο το σμήνος των ιμέρων.
Όταν με τέφρα και χρυσό βάφεται αυτό το δάσος,
μέσα στα φύλλα μια γιορτή πυρώνει, τα σβησμένα.
Αίτνα ! σε σένα, που άλλοτε επισκέφθη κι η Αφροδίτη,
τ’ απλοϊκά της πέλματα στη λάβα σου ακουμπώντας,
βροντά ένας ύπνος θλιβερός, όπου εξαντλείται η φλόγα.

Κρατώ την ανάσσα !
Ώ βεβαία πιά τιμωρία...

Όχι στείρα

τώρα από λόγους η ψυχή κι οκνό το σώμα ετούτο
στην υπερήφανη σιγή της μεσημβρίας ενδίδουν:
είναι καιρός να κοιμηθώ στης βλασφημίας τη λήθη,
πάνω στον άμμο ανακλιτός, και πώς ποθώ το στόμα
εγώ ν’ ανοίξω στού κρασιού το ακαταμάχητο άστρο !


Ώ ζεύγος, χαίρε ! Πάω να ιδώ τον ίσκιο που έχεις γίνει.

STEPHANE MALLARME
ΜΤΦΡ.ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ

17.6.08

Ο ΤΙΓΡΗΣ


TIZIANO, Λεπτομέρεια απο τον πίνακα Βάκχος και Αριάδνη...

Ο ΤΙΓΡΗΣ

Είμαι ο τίγρης.
Σου έστησα καρτέρι μέσ’ στις φυλωσιές
πλατύς σαν όγκος
μουσκεμένου ορυκτού.

Τ’ άσπρο ποτάμι αβγαταίνει
κάτου απ’ την καταχνιά. Έρχεσαι.

Βουτάς γυμνή.
Προσμένω.

Ύστερα μ’ ένα σάλτο
φωτιάς, δοντιών, αιμάτου,
με μια νυχιά ξεσχίζω
το στήθος σου και τους γοφούς σου.

Ρουφώ το αίμα σου, σπάζω
τα μέλη σου ένα ένα.

Και στέκω φύλακας
χρόνια εκεί στο δάσος
πάνω στα κόκαλά σου και στις στάχτες,
ασάλευτος, μακριά
απ’ έχθρα ή θυμό,
αφοπλισμένος απ’ το θανατό σου,
σταυρωμένος απ’ αγριοκισσούς,
ασάλευτος μέσ’ στη βροχή,
αμείλικτος φρουρός
του φονιά έρωτά μου.

PABLO NERUDA
ΜΤΦΡ. ΝΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

14.6.08

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ



ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Της Ε.Μ.

Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πώς αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμα μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πιά να κατεβώ όπου θέλω.

Μές στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιό απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιό θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τούς πελαγίσους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λέν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιό αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μές στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό, από τούς χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φώς της μέρας,
Πιό δυνατά κι από το αλκοόλ και πιό πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό, τι ο άνθρωπος φντάστηκε πώς είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μιά φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά πού υψώνονται νωθρά στών θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φωσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πώς τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Πού οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλομές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μιά άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα απο τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Πού έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θα ’βρούν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Τών υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Τών Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! Την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ώ μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! Άς έσπαζε η καρίνα μου! Ώ! Στο βυθό άς κυλούσα!

ARTHUR RIMBAUD
ΜΤΦΡ.ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ 1981

12.6.08

MOZART


MOZART

Ιταλίδα στα μπράτσα ενός πρίγκιπα της Βαυαρίας
Που το λυπημένο και παγωμένο μάτι του ευφραίνεται στη νωχέλειά της!
Μέσα στους δειλόψυχους κήπους του σφίγγει επάνω στην καρδιά του
Τα στήθη του που μέστωσαν στη σκιά, όπου το φώς βυζαίνει.

Η τρυφερή γερμανική καρδιά του,- ένας αναστεναγμός τόσο βαθύς!-
Δοκιμάζει τελικά τη φλογερή ραστώνη του να ’χει αγαπηθεί,
Παραδίδει στα κάτισχνα για να την κρατήσουν χέρια
Την ακτινοβόλα ελπίδα του γοητευμένου κεφαλιού του.

Χερουβίμ, Δον Ζουάν! Μακριά από τη λήθη που μαραίνεται
Όρθιος μέσα στα αρώματα τόσα που έστυψε λουλούδια
Που ο άνεμος διασκόρπισε χωρίς να τους στεγνώσει τα δάκρυα
Από τους κήπους της Ανδαλουσίας στους τάφους της Τοσκάνης!

Μέσα στο πάρκο το γερμανικό που οι έγνοιες ανταριάζουν,
Η Ιταλίδα ακόμη είναι βασίλισσα της νύχτας.
Η ανάσα της εκεί κάνει την ατμόσφαιρα γλυκιά και πνευματική

Και ο μαγεμένος της Αυλός με αγάπη αποστραγγίζει
Μέσα στην καυτή ακόμα σκιά των αποχαιρετισμών μιας ωραίας μέρας
Τη φρεσκάδα των πάγων, των φιλιών και του ουρανού.

ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
ΜΤΦΡ.ΕΛΕΝΗ ΚΟΛΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ