Η ΟΜΠΡΕΛΑ
Νεροποντή στη λεωφόρο,
κι εκείνη περπατούσε χωρίς ομπρέλα.
Εγώ είχα μία. Μόλις το πρωί
την είχα κλέψει από ένα φίλο.
Την πήρα στο κατόπι
και της πρόσφερα καταφύγιο.
Δέχθηκε πολύ ευγενικά
σκουπίζοντας το νερό απ’ το μουτράκι της.
------------R------------
Μια γωνιά της ομπρέλας
για μια γωνιά του Παραδείσου.
Είχε κάτι το αγγελικό πάνω της…
Μια γωνιά του Παραδείσου
για μια γωνιά της ομπρέλας.
Διάολε, δεν μου ’λειπε η τύχη!
----------R-------------
Περπατούσαμε κι ήταν τόσο τρυφερό
ν’ ακούμε μαζί την όμορφη μουσική
της βροχής που έπεφτε
στην σκεπή της ομπρέλας μου.
Πόσο θα ‘θελα να ‘βρεχε ασταμάτητα
σαν σε πλημμύρα
για να την κρατήσω σαράντα μερόνυχτα
στο καταφύγιό μου.
-----------R------------
Μια γωνιά της ομπρέλας
για μια γωνιά του Παραδείσου.
Είχε κάτι το αγγελικό πάνω της…
Μια γωνιά του Παραδείσου
για μια γωνιά της ομπρέλας.
Διάολε, δεν μου ’λειπε η τύχη!
------------R-----------
Αλλά βλακωδώς ακόμη και στις καταιγίδες
οι δρόμοι οδηγούν σε προορισμούς.
Σύντομα ο δικός της ορθώθηκε σαν φράγμα
στον ορίζοντα της τρέλας μου.
Έπρεπε να με εγκαταλείψει
αφού με ευχαρίστησε θερμά.
Και την είδα να φεύγει τόσο μικροσκοπική
και τόσο χαρούμενη προς τη λησμονιά.
GEORGES BRASSENS
ΜΤΦΡ:ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΥΛΗΣ
...Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται εξαιρετικά, σε όλους όσους αυτή η φωτογραφία τυγχάνει να τους είναι για ένα συγκεκριμένο λόγο πολύ οικεία...
Le parapluie
Il pleuvait fort sur la grand-route
Ell' cheminait sans parapluie
J'en avais un, volé, sans doute
Le matin même à un ami
Courant alors à sa rescousse
Je lui propose un peu d'abri
En séchant l'eau de sa frimousse
D'un air très doux, ell' m'a dit " oui "
Un p'tit coin d'parapluie
Contre un coin d'paradis
Elle avait quelque chos' d'un ange
Un p'tit coin d'paradis
Contre un coin d'parapluie
Je n'perdais pas au chang', pardi
Chemin faisant, que ce fut tendre
D'ouïr à deux le chant joli
Que l'eau du ciel faisait entendre
Sur le toit de mon parapluie
J'aurais voulu, comme au déluge
Voir sans arrêt tomber la pluie
Pour la garder, sous mon refuge
Quarante jours, quarante nuits
Un p'tit coin d'parapluie
Contre un coin d'paradis
Elle avait quelque chos' d'un ange
Un p'tit coin d'paradis
Contre un coin d'parapluie
Je n'perdais pas au chang', pardi
Mais bêtement, même en orage
Les routes vont vers des pays
Bientôt le sien fit un barrage
A l'horizon de ma folie
Il a fallu qu'elle me quitte
Après m'avoir dit grand merci
Et je l'ai vue toute petite
Partir gaiement vers mon oubli
Un p'tit coin d'parapluie
Contre un coin d'paradis
Elle avait quelque chos' d'un ange
Un p'tit coin d'paradis
Contre un coin d'parapluie
Je n'perdais pas au chang', pardi
GEORGES BRASSENS
30.1.08
Η ΟΜΠΡΕΛΑ /LE PARAPLUIE
29.1.08
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ / LES AMOURS D'ANTAN
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Εμένα, οι παλιές μου αγάπες ήταν λαϊκά κορίτσια.
Η Μαργκό το λευκό ορτύκι και η Φανσόν η μοδιστρούλα.
Δεν ήταν αριστοκράτισσες και να με συμπαθάτε.
Ηταν, θα λέγαμε, χάριτες κοινές.
Νεράιδες των ρυακιών. Αφροδίτες των σταθμών των διοδίων.
Αρχοντά μου, ο καθείς έχει τις πρώην που μπορεί...
-----------------
Γιατί στα είκοσί σου
η καρδιά πηγαίνει όπου σταθεί το μάτι σου.
Κι η πιο ταπεινή βοσκοπούλα έχει κάτι το βασιλικό.
Αν λείπει η μαρκησία, ευκαιρία να γνωρίσεις την υπηρέτρια.
Δεν βρίσκεις τον κρίνο, κόβεις το λευκάνθεμο.
Την άνοιξη ο Ερωτας φτιάχνει τα βέλη του με κάθε λογής ξύλα.
------------------------
Γνώριζα, ας πούμε, μιαν ομορφούλα στο παζάρι, την Κυριακή:
«Σ’ αρέσω... μ’ αρέσεις...» και βρισκόταν αλά μπρατσέτα.
Και τα μεγάλα αισθήματα δεν ήταν τόσο απαιτητικά.
«Σ’ αρέσω... μ’ αρέσεις... πάμε λοιπόν φανταράκι μου».
Φεύγαμε για τα Κύθηρα με τον προαστιακό.
Δεν χρειαζόσουν άλλη αποσκευή πέρα από την καρδιά σου.
-------------------
Τι να πληρώσει για την εμφάνισή της η Μιμί...
Χωρίς αμφιβολία ο γουναράς της δεν γνώριζε την ερμίνα.
Αυτά που φορούσε δεν έβγαιναν από κανένα θεϊκό ατελιέ,
αλλά στο πατάρι του αλευρόμυλου,
όταν πετούσε για χάρη σου το φουστανάκι της,
θαρρούσες πως η καρδιά σου θα πεταγόταν
ολόκληρη έξω από το στήθος σου.
--------------
Στο δεύτερο ραντεβού μερικές φορές δεν υπήρχε κανείς.
Η μικρή αμαζόνα τό’χε σκάσει.
Εν τούτοις δεν έτρεχες να κρεμαστείς...
Τη μαργαρίτα που άρχιζες να μαδάς με τη Σουζέτ,
την τέλειωνες με τη Λιζέτ.
Κι όμως, ο έρωτας έβρισκε το περιεχόμενό του.
----------------
Ηταν, θα λέγαμε, χάριτες κοινές.
Νεράιδες των ρυακιών. Αφροδίτες των σταθμών των διοδίων.
Αλλά αυτές ήταν οι αγάπες μου. Και να με συμπαθάτε...
Οι Μανόν, οι Μιμί, οι Σουζόν, οι Λιζέτ,
η Μαργκό το λευκό ορτύκι και η Φανσόν η μοδιστρούλα.
Αρχοντά μου, ο καθείς έχει τις πρώην που μπορεί...
GEORGES BRASSENS
ΜΤΦΡ:ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΥΛΗΣ
(...Αλέξανδρε σ'ευχαριστώ θερμά...!!)
LES AMOURS D'ANTAN
Moi, mes amours d'antan c'était de la grisette,
Margot, la blanche caille, et Fanchon, la cousette,
Pas la moindre noblesse, excusez-moi du peu,
C'étaient, me direz-vous, de grâces roturières,
Des nymphes de ruisseau, des Vénus de barrière,
Mon prince, on a les dames du temps jadis qu'on peut...
..................................................................................
Car le cœur à vingt ans se pose où l'œil se pose,
Le premier cotillon venu vous en impose,
La plus humble bergère est un morceau de roi.
Ça manquait de marquise, on connut la soubrette,
Faute de fleur de lys on eut la pâquerette,
Au printemps Cupidon fait flèche de tout bois...
..................................................................................
On rencontrait la belle aux Puces, le dimanche :
« Je te plais, tu me plais » et c'était dans la manche,
Et les grands sentiments n'étaient pas de rigueur.
« Je te plais, tu me plais, viens donc beau militaire. »
Dans un train de banlieue on partait pour Cythère,
On n'était pas tenu même d'apporter son cœur...
...............................................................................
Mimi, de prime abord, payait guère de mine,
Chez son fourreur sans doute on ignorait l'hermine,
Son habit sortait point de l'atelier d'un dieu...
Mais quand, par-dessus le moulin de la Galette,
Elle jetait pour vous sa parure simplette,
C'est Psychée toute entière qui vous sautait aux yeux.
..................................................................................
Au second rendez-vous y'avait parfois personne,
Elle avait fait faux bond, la petite amazone,
Mais l'on ne courait pas se pendre pour autant...
La marguerite commencée avec Suzette,
On finissait de l'effeuiller avec Lisette
Et l'amour y trouvait quand même son content.
.............................................................................
C'étaient, me direz-vous, des grâces roturières,
Des nymphes de ruisseau, des Vénus de barrière,
Mais c'étaient mes amours, excusez-moi du peu,
Des Manon, des Mimi, des Suzon, des Lisette,
Margot la blanche caille, et Fanchon, la cousette,
Mon prince, on a les dames du temps jadis qu'on peut...
Paroles & Musique : Georges Brassens
ΑΥΓΕΣ ΤΟΥ MOGUER
ΑΥΓΕΣ ΤΟΥ MOGUER
Ο μαύρος ταύρος ,καθαρός κι όμορφος ,ξεπροβάλλει
μες στο ψυχρό πρασινωπό χάραμα, στυλωμένος
ψηλά στο βράχο το γλαυκό, μονάχος.
Μουγκρίζει απ’το βορρά στο νότο ,κουτουλώντας
το βαθυκύανο ζενίθ,κατάστερον ακόμη
από μεγάλα αστέρια,
με το γιγάντιο μετωπό του.
Η μοναξιά η απέραντη φοβάται
η σιγαλιά η ατέλειωτη σωπαίνει.
...!
Ο ταύρος , βράχος που κατρακυλά ,κατηφορίζει
Μες την ηδονική χαράδρα.
Δεν υπάρχουν πλέον
πάρεξ αυτός ,που ξεμακραίνει ,μαύρος,
και άσπρο και τριανταφυλλί,το φώς που καταφτάνει!
*
ΤΙ ΤΑΙΡΙΑΣΤΟΝ υφάδι και στημόνι !Το κορμί σου
μαζί με την ψυχή μου ,αγαπημένη,
και το δικό μου το κορμί μαζί με την ψυχή σου.
JUAN RAMON JIMENEZ
ΜΤΦΡ:ΠΕΤΡΟΣ Α.ΔΗΜΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ ΑΘΗΝΑ 2006
28.1.08
WILLIAM GEORGE ALLUM
WILLIAM GEORGE ALLUM
Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ' το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...
Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή•
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου• γνώριζεν αυτός - καθώς το ξέρουμ' όλοι -
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές...
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
26.1.08
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Η γη μας ταξιδεύει μέσα από στεριές
εσύ όμως.θάλασσα,
μέσ’απ’τον ουρανό μας ταξιδεύεις.
Με φώς αλάθευτο,ασημένιο και χρυσό,
τ’άστρα μας δείχνουν την πορεία!Θα ’λεγες
πώς είναι η γη του σώματος ο δρόμος,
πως της ψυχής ο δρόμος είναι η θάλασσα.
Ναι,φαίνεται πως η ψυχή ’ναι
της θάλασσας η μόνη ταξιδιώτισσα,
πως ξέμεινε το σώμα
κατάμονο εκεί κάτου στις αχτές,
χωρίς εκείνη,λέγοντας της «χαίρε!»,
βαρύ,ψυχρό και σα νεκρό.
Πώς μοιάζει το θαλασσινό ταξίδι
μ’εκείνο του θανάτου,
μ’εκείνο της αιώνιας ζωής!
JUAN RAMON JIMENEZ 1881-1958
ΜΤΦΡ:ΠΕΤΡΟΣ Α.ΔΗΜΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ ΑΘΗΝΑ 2006
24.1.08
MUERTO DE AMOR
MUERTO DE AMOR
A Margarita Manso
¿Qué es aquello que reluce
por los altos corredores?
Cierra la puerta, hijo mío,
acaban de dar las once.
En mis ojos, sin querer,
relumbran cuatro faroles.
Será que la gente aquella
estará fregando el cobre.
Ajo de agónica plata
la luna menguante, pone
cabelleras amarillas
a las amarillas torres.
La noche llama temblando
al cristal de los balcones,
perseguida por los mil
perros que no la conocen,
y un olor de vino y ámbar
viene de los corredores.
Brisas de caña mojada
y rumor de viejas voces,
resonaban por el arco
roto de la media noche.
Bueyes y rosas dormían.
Sólo por los corredores
las cuatro luces clamaban
con el furor de San Jorge.
Tristes mujeres del valle
bajaban su sangre de hombre,
tranquila de flor cortada
y amarga de muslo joven.
Viejas mujeres del río
lloraban al pie del monte,
un minuto intransitable
de cabelleras y nombres.
Fachadas de cal, ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos
tocaban acordeones.
Madre, cuando yo me muera,
que se enteren los señores.
Pon telegramas azules
que vayan del Sur al Norte.
Siete gritos, siete sangres,
siete adormideras dobles,
quebraron opacas lunas
en los oscuros salones.
Lleno de manos cortadas
y coronitas de flores,
el mar de los juramentos
resonaba, no sé donde.
Y el cielo daba portazos
al brusco rumor del bosque,
mientras clamaban las luces
en los altos corredores.
ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Στη Μαργαρίτα Μάνσο
Τα’ είναι κείνο που φεγγρίζει
στους απάνω διαδρόμους;
Σφάλισε την πόρτα, γιέ μου,
κι οι έντεκα σημάναν μόλις.
Άθελα, στα δυό μου μάτια
λάμπουνε τέσσερις λύχνοι.
Σίγουρα κείνοι οι ανθρώποι
θα τρίβουνε το μπακίρι.
Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας,
το δισταχτικό φεγγάρι,
κατακίτρινα μαλλιά
στους κίτρινους πύργους βάζει.
Των μπαλκονιών το κρουστάλλι
έκρουε τρέμοντας η νύχτα,
κυνηγημένη από χίλιους
σκύλους που δεν την γνωρίζαν
κι ερχόταν απ’ τους διαδρόμους
μυρουδιά άμπρας και κρασίλας.
Αύρες από υγρό καλάμι
και παλιών φωνών βαβούρα
στου μεσονυχτιού το τόξο
το σπασμένο αντιλαλούσαν.
Βόδια και ρόδα κοιμούνταν.
Μόνον απ’ τους διαδρόμους
τα τέσσερα φώτα σκούζαν
με το μανητό τ’ Άι-Γιώργη.
Θλιμμένες νιές της κοιλάδας
καλμάραν τ’ αντρίκιο τους αίμα,
πικρό από μούσκουλα νιάτων
κι ήσυχο απ’ άνθη κομμένα.
Του ποταμού γριές γυναίκες
κλαίγαν στου βουνού τα πόδια
μιαν αδιάβατη στιγμή
από μαλλιά κι από ονόματα.
Προσόψεις ασβεστωμένες
άσπρο κάνανε το βράδυ.
Τ’ ακορντεόνια τους παίζαν
τα χερουβείμ κι οι τσιγγάνοι.
Μάνα, όταν εγώ πεθάνω,
μήνα το στ’ αφεντικά μας.
Τηλεγραφήματα στείλε
βορρά και νότο γαλάζια.
Εφτά κραυγές, εφτά αίματα,
εφτά του ύπνου παπαρούνες,
λοξά φεγγάρια τσακίσαν
σε σάλες άδειες και σκούρες.
Γεμάτο χέρια κομμένα
και στεφανάκια από χόρτο,
δεν ξέρω πού, αντιλαλούσε
τ’ αρχιπέλαγο των όρκων.
Στο τραχύ βουητό του δάσους
βρόνταγε ο ουρανός την πόρτα,
και στους απάνω διαδρόμους
σκούζανε γοερά τα φώτα.
FEDERICO GARCÍA LORCA
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Διάττων Αθήνα 1989
ΠΙΝΑΚΑΣ: Picador-et-danseuse PICASSO
13.1.08
INNUENDO
Innuendo
While the sun hangs in the sky and the desert has sand
While the waves crash in the sea and meet the land
While there 's a wind and the stars and the rainbow
till the mountains crumble into the plain
Oh yes, we 'll keep on trying tread that fine line
Oh we 'll keep on trying, yeah, just passing our time
While we live according to race, colour or creed
while we rule by blind madness and pure greed
Our lives dictaded by tradition, superstition, false religion
through the eons and on and on
Oh yes, we 'll keep on trying tread that fine line
Oh we 'll keep on trying, till the end of time
Through the sorrow all through our splendour
don't take offence at my innuendo
you can be anything you want to be
just turn yourself into anything that you could ever be
be free with your tempo
be free surrender your ego
be free to yourself
If there 's a God or any kind of Justice under the sky
if there 's a point, if there 's a reason to live or die
if there 's an answer to the questions we feel bound to ask
show yourself, destroy our fears, release your mask
Oh yes, we 'll keep on trying tread that fine line
Oh we 'll keep on trying, hey we 'll keep on smiling
yeah and whatever will be just keep on trying
till the end of time
QUEEN (Freddy Mercury)
Υπονοούμενο
Όσον ήλιος μεσουρανεί
κι έρημος άμμο γεννά
όσο σπάζουνε κύματα
μ' αχό στη παραλία
όσο βαστούνε άνεμοι
κι ουράνιο τόξο κι άστρα
Θα συνεχίζουμε ν' ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
έστω απλά σπρώχνωντας τον καιρό
Όσο μάχονται εντός μας
προφάσεις και πεποιθήσεις
όσο τυφλά, τρελά κι άπληστα
οριοθετούμε τη ζήση μας
Τόσον θ' αγόμαστε με παραδόσεις
προλήψεις και λάθος θρησκεία
εσαεί και νυν κι αεί
Θα συνεχίζουμε ν' ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
μέχρι την άκρη του χρόνου
Μη πάρετε προσβολή το λόγο μου
από θλίψη ή μεγαλειότητα
να 'στε ότι γουστάρετε, μπορείτε
ν' αυτορυθμιστείτε
σ' ότι σκεφτείτε ή ποθείτε
απ' το "εγώ" παραιτηθείτε
και τελικά λευτερωθείτε
Θεός άν είναι, Δίκιο αν είναι
κάτω απ' τον ουρανό
λόγος αν είν', αιτία αν είναι
να ζει κανείς ή όχι
λύτρωση αν είναι, λύση αν είναι
σ' ερωτηματικά-δεσμά
ο εαυτός σας παραμείνετε
τους φόβους ξαποστείλετε
τη μάσκα σας πετάμε
και θα χαμογελάμε
Θα συνεχίζουμε ν' ανοίγουμε δρόμο
Ω ναι! θα συνεχίζουμε τη προσπάθεια
ότι κι αν τύχει, ότι κι αν συμβεί
συνέχεια θα προσπαθάμε
ως του χρόνου την άκρη
Σεπτέμβρης 2005
http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1003
11.1.08
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Καθόταν εκεί πίσω,σε κείνο το μαρμάρινο τραπέζι,
είπε το γέρικο γκαρσόνι,κάτω απ’τους παλιομοδίτικους
ανεμιστήρες,
που στροβιλίζονταν βαριεστημένα ήδη από τότε,
κάτω απ’αυτήν την οροφή με γύψινες διακοσμήσεις art nouveau,
La vie etait confortable:Stanley Beach,
Γλυμενόπουλο και η χαριτωμένη
μικρή Ζιζίνια ,νυν κινηματογράφος,
όπου κατά τη σεζόν έπαιζαν Τόσκα,
Λα Μποέμ και Λοεγκρίν (το βαρύτερο έργο
του Βάγκνερ που άντεχαν τότε
νοτίως της Νεαπόλεως).Εκεί καθόταν , ένας Έλληνας
ανάμεσα σε μερικές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες,
χωρίς να λαμβάνει υπ’όψιν μισό εκατομμύριο Αιγυπτίους.
Ζούσε σε μιαν Ευρώπη φανταστική,
καθηλωμένος ακόμη στον Στράβωνα:
«μέγιστον εμπόριον της οικουμένης».
Απέμειναν λιθάρια ,η θάλασσα
κι ένα αίσθημα εσχάτης εξαντλήσεως.
JOACHIM SARTORIUS
Αλεξάνδρεια & ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΤΦΡ.ΣΠΥΡΟΣ ΜΟΣΚΟΒΟΥ / ΝΕΦΕΛΗ
Σκίτσο:Γιάννης Μεταλληνός
8.1.08
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Κόκκινα πόθου πάθους
Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας
Κόκκινα έντασης φευγιού
Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς
Κόκκινα
Ολέθρια κόκκινα
Παπούτσια κόκκινα
Εικόνα κόκκινη θολή
του έρωτα
Παπούτσια κόκκινα
σε κίνηση
Αέρας φωτιά και θάνατος
Δεν ήξερε κανείς
πόσα αρσενικά κύτταρα
ξέμειναν στα παπούτσια της
πόσα χέρια
έβγαλαν ευλαβικά
τα κόκκινα παπούτσια
για να αποκαλυφθούν τα πόδια
που στήριζαν το φλογερό πάθος
πόσες ιδρωμένες ανάσες
νότισαν
αυτή την επιδερμίδα
την Ανδαλουσιάνικη
τσιγγάνικη
σκούρα
ολέθρια
κόκκινα ολέθρια
πόσα αναφιλητά συντρόφεψαν
το φευγιό της
στηριγμένο σε αυτά τα ίδια
κόκκινα σε κίνηση παπούτσια
των αποχωρισμών
των σταθμών
των λιμανιών
που έπαιρναν πάντα μακριά
και ποτέ δεν έφερναν
αγαπημένους
Κόκκινα παπούτσια
με ήχους εικόνες μυρωδιές
τόσο κόκκινα…
Τόπος ο χορός
Εκεί που άνοιγε δρόμο
με την φωτιά
ανάμεσα στα σκέλια της
στηριγμένη από τα μοναδικά
κόκκινα της πυρκαγιάς παπούτσια
που δεν ήξερε ποτέ κανείς…
Την οδηγούσαν ή τα οδηγούσε;
Κι έλεγες
ποιος κινάει αλήθεια πρώτος
την μοναδική τέλεση
ιερουργία
σε θεό έλληνα
του Ολύμπου
άγνωστο παθιασμένο
με ανθρώπινα ελαττώματα
ποιος κινάει αλήθεια πρώτος
την έλευση έγερση
τελετής
εξαίσιας νομαδικής αξέχαστης
η μουσική
ή
το παλλόμενο κορμί της;
Ποιος κινάει ποιος
αυτό το χορό
τον
παλιό σαν άνθρωπο
ευαίσθητο σαν αγάπη
παθιασμένο σαν έρωτα
υψωμένο σαν ιδανικό
χρήσιμο σαν αγώνα
όμορφο σαν αγαπημένη
ζεστό σαν αγκαλιά
απέραντο σαν ωκεανό
Κι όλα αυτά
με το παλλόμενο κορμί– τόξο
στηριγμένα
στα κόκκινα σαν αίμα κι αγκαλιά
στα αιωρούμενα και στέρεα
στα όμορφα και σημαδεμένα
από χιλιάδες έρωτες κι όνειρα
ονειρώξεις κι εντάσεις
κόκκινα
βαθιά κόκκινα
ολέθρια κόκκινα
παπούτσια
Τώρα που κοκκίνισε ο ορίζοντας
αυτά χορεύουν με ρυθμό
οδηγητή ψυχών και μουσικών
Οι φωνές χάνονται στην εικόνα της
τη στηριγμένη στα κόκκινα
σπάνια παπούτσια
Ο ποιητής τη συνάντησε
να ανοίγει δρόμο
με τη μοναδική φωτιά της
σε κείνο το υπόγειο της Μαδρίτης
με καπνούς κόκκινο κρασί
ήχους πρωτόγνωρους
μυρωδιές που σημαδεύουν
Δεν ξέρει κανείς που οδηγεί
με το βλέμμα στον ουρανό
τα πόδια στέρεα στη γη
και κείνα
κόκκινα αυτοδύναμα
να στηρίζουν φαντασιώσεις
ομορφιά
αλήθεια
δύναμη
έξαρση
αντάρα
πόνο
Ζωή
που παίζεται σε δυο στιγμές
καθώς τα φονικά
όταν η ιδρωμένη εκδίκηση
λάμπει στο φως του φεγγαριού
Εικόνες εικόνες
σημαδεύουν τη μνήμη
με τραγούδια μακρινά
Ανδαλουσίας
ενός Φεντερίκο Γκαρθία
με τα περιστέρια αγκαλιά
Τότε και πάντα
η νύχτα δεν έχει τέλος
η ποίηση δεν έχει τέλος
Οι ωδές στην κόκκινη φωτιά
στα κόκκινα παπούτσια
δεν έχουν τέλος
Το τραγούδι μου μέσα στη νύχτα
όταν η πόλη κοιμάται ύπνο βαθύ
δεν έχει τέλος
Όσο υπάρχουν άνθρωποι
και κόκκινα
υπέροχα κόκκινα
ολέθρια κόκκινα παπούτσια
Ζωή
ποίηση έρωτας κι ωδές
δεν έχουν τέλος
γιατί πώς θα ξημέρωνε
χωρίς ωδές τραγούδια ποιήματα
και κόκκινα παπούτσια
Αθήνα – Κάντζα όπως πάντα νύχτα, 18 Μαίου 2004
Απρίλιος 2004.
Υπόγειος ναός του φλαμέγκο στη Μαδρίτη.
Εκείνη χορεύει για να τιμήσει τους δασκάλους της, που είναι παρόντες στην ιεροτελεστία.
Τραγούδι, κιθάρες, κίνηση, μαγεία.
Κι εγώ εκεί. Μαγνητισμένος από τα κόκκινα παπούτσια της. Με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, πατούσα συνέχεια το κουμπί, ακινητοποιώντας το χρόνο.
Ένα μήνα μετά, ήρθαν οι στίχοι. Για να κάνουν – με αυτή την έκδοση - μόνιμη παρέα στις εικόνες.
Στο τέλος της έκδοσης το ποίημα ολόκληρο, για μια συνεχή ανάγνωση.
Γ. Δ.
...Ευχαριστώ θερμά τον Ποιητή Γιώργο Δουατζή για το ταξίδι που μας χάρισε με αυτό το καταπληκτικό ποιήμα του...
Κύριε Δουατζή περιμένω να αναρτήσω τις αυθεντικές φωτογραφίες...
...Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας στην ομότιτλη συλλογή ''Τα κόκκινα παπούτσια''
7.1.08
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές
ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
5.1.08
ΜΥΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 Μ.Χ.
Μύρης• Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ'όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ' έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι• όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κ' έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ' η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια•
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν' απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού•
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε -
στα χείλη του διαρκώς τ' όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ' έναν σταυρό. -
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ' έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία του καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ' εμάς.
Απ' όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές•
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ' αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ' τον κύκλο μας, κ' έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος - ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν. -
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ' εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθανόμουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης•
αισθανόμουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξένος εγώ, ξένος πολύ• ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κ' είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος. -
Πετάχθηκα έξω απ' το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
2.1.08
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΛΠΙΔΑ
Ελπίδα, σε είδα να ορθώνεις το κορμί, μόνο χορεύοντας με τα χέρια
υψωμένα. Τότε που η γλώσσα του σώματος έκλεινε το στόμα. Κι έτσι δεν μπόρεσες να πείς ξανά: Ως κι οι ποιητές πεθαίνουν...
Της Στροφής, ο ένας
των Τυφλών με το λύχνο, ο ένας
των Προσανατολισμών ο ένας
της Ενδοχώρας, ο ένας
της Ελένης, ο άλλος
Ολοι αυτοί και τόσοι άλλοι, έπρεπε να ασπρίσουν για να σκύψουν στους ουρανούς και να τους ανακαλύψουν βαθύτερα ως τεθνεώτες; Κι αφού οι γέροντες βάζουν πάντα το παρελθόν σε τάξη, αυτοί γιατί ποτέ δεν προλαβαίνουν;
Κι εγώ, έτσι υπάρχω και πορεύομαι κι υπομονεύω, γιατί χάθηκαν τόσοι και χρόνια πολλά σε αναπάντητα γιατί. Κι όλα τα γιατί δεν έχουν απάντηση, απλά γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν
Είναι καιρός που σεβάστηκα όλα τα εφηβικά, χωρίς απάντηση, γιατί . Κι έτσι μιά αίσθηση ελευθερίας, άνοιξε τα δυό μου χέρια σε αγκαλιά για τον κόσμο ολόκληρο. Απαλλαγμένος από μίση, γεμάτος πάθη, άδειος από σιγουριά, όμως χωρίς ανασφάλεια - αφού το αύριο θα έρθει έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς εμένα - γατζώθηκα στο αιώνιο, χωρίς αιτιολόγηση, παιχνίδι της συνέχειας κοιτάζοντας τον ουρανό κι όχι το χάος, για να καταφέρω να αφήσω χάρτινους απογόνους. Ομως στο παιχνίδι της συνέχειας, έλειψαν κάποια χρωμοσώματα...
Σε βλέπω αχνά Ελπίδα και σκέφτομαι πως υπάρχουν ταίρια, που το μισό εξαφανίζει το άλλο, οδηγώντας στην εξαφάνιση αυτό το ίδιο το ταίρι. Κι έτσι, πάντα μετά τα μεσάνυχτα, σε αγναντεύω αγαπημένη. Δεν έχεις χρώματα, ούτε περίγραμμα πιά. Κι όμως υπάρχεις.
Σαν τα εφηβικά όνειρα που τρέφουν ώριμες ηλικίες
Σαν το χνούδι στο εφηβαίο της ομορφιάς
Σαν την Ανοιξη που δεν λέει να ρθει
Σαν τα απλωμένα ασπρόρούχα της γειτονιάς
Σαν το χαμόγελό σου
Σαν τη σκιά κείνων που δεν πέρασαν ακόμα
Σαν τα σοκάκια αυτων που κοιτούν τον ουρανό και βαδίζουν με σιγουριά
Σαν το ψωμί στα χέρια που αγκάλιασαν ευαίσθητα βρέφη
Σαν το χρώμα της ανθοφορούσας γής
Σαν το βλέμμα του αποχαιρετισμου
Σαν τα μαντήλια στα λιμάνια και τους σταθμούς
Σαν τα μολύβια που μεταγγίζουν το βάρος της καρδιάς σε λευκά χαρτιά
Σαν την κίνηση του κορμιού σου υποταγμένου σε μουσικές
Σαν το άγνωστο που θάρθει νύχτα αργινή κι ευαίσθητη
Σαν την παραπαίουσα απόφαση της στιγμής
Σαν το παιχνίδι μες στις λάσπες
Σαν το γιορτινό δέντρο της ανάστασης
Σαν το χρώμα κυκλαδίτικων βράχων το σούρουπο
Σαν εσένα που λείπεις ωσεί παρούσα
Σαν το ποτό που κυλάει αργά στις φλέβες
Σαν το γέλιο σου που γεμίζει αδειανά κελάρια
Σαν το ποτάμι που χάνεται στον ωκεανό
Σαν τα άκρως σιωπηλά τραγούδια μου τις νύχτες
Σαν τις φλύαρες σιωπές των ματιών σου
Σαν τις αναίτιες ενοχές
Σαν τους μοναχικούς έφηβους τις άγριες νύχτες του χειμώνα
Σαν τα χωρίς αποδέκτη τραγούδια μας
Σαν τον ποιητή που χωράει σε ένα κουτσό αλφάβητο τις νύχτες
Σαν την ποίηση που τρέφει την τυφλή μεγαλωσύνη μας
Σαν τους ισόβια μοναχικούς του πνεύματος
Σαν την ποίηση, τον ποιητή, εσένα, το τραγούδι, τον μαύρο ουρανό, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα κυκλαδίτικα βράχια, τον άνεμο, τον ήχο, το σούρουπο, τα χρώματα της οικουμένης, τη μεταρσίωση εκείνου, του μόνου και μοναδικού.
Μακριά σου η έλλειψη μελαγχολία, η αφή σου πολυτιμότερη, η μυρωδιά σου βασανιστική στέρηση, το κοντσέρτο για βιολί πιό ευαίσθητο, το δωμάτιο άδειο. Θα κοιμάσαι τώρα όπως πάντα ως άγγελος Θέλω τη φωνή σου να λέει σ αγαπώ. Την αφή σου σε επίκληση. Τη μυρωδιά σου να με αγκαλιάζει. Τα μάτια σου να διώχνω τη μελαγχολία τους. Το κορμί σου να νιώθω ότι υπάρχω. Το χέρι σου για περπάτημα σε όμορφους δρόμους Τα μάτια σου να μοιράζομαι τις ομορφιές. Και δεν ντρέπομαι, ούτε θα ντραπώ. Και όχι βέβαια γιατί οι δρόμοι είναι πάντα έρημοι, με τόσο συνωστισμό.
Είναι τόσο αργά Ελπίδα, τόσο...
Καληνύχτα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ
1.1.08
SONETO XXXV
SONETO XXXV
Μόνος και σκεφτικός,σ’έρημους κάμπους περιπατώ,
χαμηλώνω τα μάτια κι όλος προσοχή
να ξεφύγω προσπαθώ απ’το ανθρώπινο ίχνος στη γη,
και τ’αργά μου βήματα,αργά μετρώ.
Καταφύγιο άλλο δεν ελπίζω να βρώ,να κρυφτώ
απ’τις εκδηλώσεις του κόσμου που ξέρει
πως μέσα μου εμένα η φλόγα με καίει,
ενώ σβηστές της επιθυμίας μου οι πράξεις.Εγώ
ξέρω όμως πως τα ποτάμια,τα βουνά και οι κάμποι
με νιώθουν,γνωρίζουν το είδος της ζωής μου,
αυτής που από τους άλλους την κρύβω.
Μήτε όμως στούς μοναχικούς τόπους φτάνει η Αγάπη,
να μιλήσει στην ψυχή τη δική μου
κι εγώ μ’αυτήν να κουβεντιάσω,να κρίνω.
SONETO XXXIV
ΑΠΟΛΛΩΝΑ αν ζει η μεγάλη σου επιθυμία,
κι αν δεν την έχεις αποξεχάσει ακόμη
τη λατρεμένη σου την ξανθή της την κόμη,
στα χρόνια τα λησμονημένα,στον Πηνειό,στη Θεσσαλία,
από του πάγου τώρα την κακία,του χειμώνα την οκνηρία,
που διαρκεί όσο εσύ έχεις το πρόσωπο κρυμμένο,
προστάτεψε τη Δάφνη,φυτό ιερό και τιμημένο,
όπου πρώτος εσύ αγάπησες κι εγώ με σε την ίδια.
Για χάρη της αγαπημένης ελπίδας αυτής,
που σε στηρίζει απ’την ερωτική πίκρα μες τη ζωή μας,
τον αέρα καθάρισε απ’αυτές τις αισθήσεις,τη δίνη,
έτσι που εμείς σαν από θαύμα ,ορθή
πάνω στο χόρτο να δούμε τη γυναίκα αυτή τη δική μας
που με τα χέρια-κλαδιά,σκιά στον εαυτό της θα δίνει.
FRANCESCO PETRARCA
ΠΕΤΡΑΡΧΗ
Είκοσι πέντε σονέττα και δύο τραγούδια
Εισαγώγη, μεταφράση, σχόλια
Κατερίνα Γλυκοφρύδη/Εκδόσεις Γκοβόστη