ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
Στο δρόμο τον πολύκοσμο και στην πανέρμη στράτα
με σύντυχαν πολλές φορές διαβατικές γυναίκες,
που η θυμησή τους μ’έθλιψε γλυκά νύχτες και μέρες.
Όψες που ανάδινε η χαρά τα ρόδα της αυγής της,
που ολόθερμος απλώνονταν ψυχής γαλήνιας ο ήλιος,
που η σάρκα κρίνους ταίριαζε με μι’άχνα φεγγαρίσια
και που το γέλιο ανοίγονταν σα νάταν παραπόνι.
Κορμιά που ανάδευε η πνοή της γεροσύνης,πλέρια,
πελεκητά με τ’άνθισμα κι ολόχυτα από πνέμα.
Κι απάνου απ’όλα,μάτια ,φώς απ’το πολύ σκοτάδι,
που είν’η γητειά σας δρόλαπας κι ο σατανάς σας φίδι
κ’ενώ είστε τόσο αληθινά ,κρύβετα τέτοιους δόλους.
Περαστικές ,διαβατικές,που φεύγετε και πάτε
στους δρόμους τους πολύκοσμους και στις πανέρμες στράτες,
άγνωρες ,πρωτοθώρητες,σαν τύχες και σα μοίρες,
με δίχως άλλο γυρισμό και συναπαντημ’άλλο,
γενήματα μιανής στιγμής και πλάσματα μιας μνήμης,
με την απόκοτη ερωτιά ,με τα γραμμένα νιάτα,
στοχαστικές σαν την ιδέα ,φλογιστικές σα μούσα,
γειά σας χαρά σας!Μέσα μου συντρίμμι αν είναι ο κόσμος
ξαναγεννιέται απάρθενος κ’η χάρη του καινούργια
βαθιά μ’αγγίζει.Φέρνετε την ιερή λαχτάρα,
που ανασυμπά τη θεία φωτιά για την ορμή της ζήσης.
ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗΣ (20ς αιώνας)ΚΟΤΙΝΟΣ ΑΘΗΝΑ 2007
29.2.08
ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
28.2.08
ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ-ΣΚΩΠΤΙΚΑ «ΓΑΜΟΤΡΑΓΟΥΔΑ»
PICASSO:NUDE-PHALLUS
...Γυναίκα προσεύχεται στον Πρίαπο, μπροστά από βωμό με αφιερώματα. Σχέδιο από την Πομπηία.
ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ-ΣΚΩΠΤΙΚΑ «ΓΑΜΟΤΡΑΓΟΥΔΑ»
Τις Μιγάλες Απούκριες
που ανάβουν οι φωτιές
και ζητούν να βρουν ψωλές
για να σβήσουν οι φωτιές
άναψε και η Χριστίνα
που χ’ να γαμηθεί ένα μήνα,
άναψε κι η Παναγιώτα,
κακαρίζει σαν την κότα
κι ανεβαίνει κατεβαίνει
και την πούτσα δεν χορταίνει.
Μπρε-μπρε-μπρε-το μπουρανί
και τσ’ Χαλατσαινας το μνί.
(Τύρναβος)
Ο παπάς μας ο Γιαννής
τονε πάτησε μιανής.
(Εύβοια)
Δεν θαυμάζιτι κουρίτσια
πως γαμεί η ψουλή τη νύχτα
δίχους φως, δίχους λυχνάρι
δίχως τα κεριά αναμμένα;
Δυο πουδάρια σηκωμένα
κι άλλα δυο γονατισμένα
μια κοιλιά πάνω στην άλλη
έχουνι χαρά μεγάλη.
(Μυτιλήνη)
Δυο κυράδες κάθονταν
έξω από την πόρτα τους,
μια της άλλης έλεγε:
-Έχει ο άντρας σου χοντρή;
-Έχει και παράχ’ μωρή!
-Δεν μου την εδανείζεις;
-Καποιανής τη δάνεισα
και μου την αρρώστησε
κ’ είδαμεν και πάθαμεν
για να την γιατρέψουμε.
Δώκαμεν και γιατρικά
δώδεκα καλάθια αυγά
κ’ έξη οκάδες βούτυρο
όσο να την δούμε ορθή
σαν αγγούρι τρυφερό.
(Ήπειρος)
Πηγή: Echo&Artis, #15
http://www.poiein.gr/archives/804/index.html
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ/AU BOIS DE MON COEUR
Στο δάσος του Κλαμάρ
βρίσκεις λουλουδάκια,
στο δάσος της καρδιάς μου
βρίσκεις φίλους.
Και στα σοκάκια της γειτονιάς μου
είμαι ονομαστός
για την κακόφημη καρδιά μου.
Στο δάσος της Βενσέν
βρίσκεις λουλουδάκια,
στο δάσος της καρδιάς μου
βρίσκεις φίλους.
Οταν σώζεται το κρασί στο βαρέλι μου
πίνουν άφοβα το νερό που τους κερνώ.
Στο δάσος του Μεντόν
βρίσκεις λουλουδάκια,
στο δάσος της καρδιάς μου
βρίσκεις φίλους.
Κάθε φορά που παντρεύομαι
μαζεύονται για να με συνοδέψουν στη Δημαρχία.
Στο δάσος του Σεν Κλου
βρίσκεις λουλουδάκια,
στο δάσος της καρδιάς μου
βρίσκεις φίλους.
Κάθε φορά που πεθαίνω
κανείς δεν λείπει για να με συνοδέψει στον τάφο.
...λουλουδάκια...
Στο δάσος της καρδιάς μου...
AU BOIS DE MON COEUR
Au bois d'Clamart y a des petit's fleurs
Y a des petit's fleurs
Y a des copains au, au bois d'mon cœur
Au, au bois d'mon cœur
Au fond de ma cour j'suis renommé
J'suis renommé
Pour avoir le cœur mal famé
Le cœur mal famé
Au bois d'Vincenn's y a des petit's fleurs
Y a des petit's fleurs
Y a des copains au, au bois d'mon cœur
Au, au bois d'mon cœur
Quand y a plus d'vin dans mon tonneau
Dans mon tonneau
Ils n'ont pas peur de boir' mon eau
De boire mon eau
Au bois d'Meudon y a des petit's fleurs
Y a des petit's fleurs
Y a des copains au, au bois d'mon cœur
Au, au bois d'mon cœur
Ils m'accompagn'nt à la mairie
A la mairie
Chaque fois que je me marie
Que je me marie
Au bois d'Saint-Cloud y a des petit's fleurs
Y a des petit's fleurs
Y a des copains au, au bois d'mon cœur
Au, au bois d'mon cœur
Chaqu' fois qu'je meurs fidèlement
Fidèlement
Ils suivent mon enterrement
Mon enterrement
...des petites fleurs...
Au, au bois d'mon cœur...
GEORGE BRASSENS
22.2.08
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μου μοιάζει:τόνε νιώθω με το άγχος και το αίμα μου.
Στη θλίψη του όμορφος,να σμίξει πάει τη θάλασσα,
την αγωνία ν’απλώσει στον Ήλιο και στον Άνεμο.
Στο μέτωπό του ειρήνη, μα ερείπια στην καρδιά του.
Θέλει να ζήσει ακόμα για να πεθάνει πιο πολύν καιρό.
Μου μοιάζει:τόνε βλέπω με τα χαμένα μάτια μου
ψάχνει κι αυτός για τ’άσυλο της πελαγίσιας νύχτας
κι αυτός την παραβολική τροχιά μιας πτήσης έχει
πάνω απ’τη γέρικη καρδιά του.
Πάει κι εκείνος ντυμένος νυχτιάτικη μοναξιά.
Με χέρια τεντωμένα προς τη βουή του ωκεανού
ζητάει απ’το θαλασσινό καιρό να τον λυτρώσει
απ’τα αδιάκοπα κύματα που χτυπάν και τραντάζουν
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.
Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου,
τη μορφή την πλασμένη απ’την αιώνια οργή
τα μέσα του πελάγου.
Ωραίος στη θλίψη του,
Πασχίζει –μάταια-να μην κάψει την άμμο
Με των δακρύων του την πικρήν αψάδα.
Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.
(Από το Μυστικός Ανθρώπος)
HERIB CAMPOS CERVERA 1908-1953 Παραγουάη
ΜΤΦΡ.ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ
21.2.08
CASIDA DE LA ALTA MADRUGADA
Casida de la alta madrugada
Cuando te acuerdes de mi cuerpo
y no puedas dormir
y te levantes medio desnuda
y camines a tientas por tus habitaciones
borracha de estupor y de rabia
en algún lugar de la Tierra
yo andaré insomne por algún pasillo
careciendo de ti toda la noche
oyéndote ulular muy lejos y escribiendo
estos versos degenerados.
Félix Grande
*casida: poema de origen árabe y persa, monorrimo, sin un número determinado de versos. uno de sus mejores representantes andaluces fue el cordobés Ibm Hazm de Córdoba
20.2.08
ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ
Περί Ύψους
Certes, I'artiste désire s'élever,... mais I'homme doit rester obscur.
Paul Cezanne
Ό Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό
κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του
αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα
πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων
προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, καί
άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τούς
πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών τής
Ορθοδοξίας, αλλά κι’αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των
εθνικών επετείων, διακοσμεί τούς ουρανούς μας μὲ λογής-
λογής φανταχτερά λουλούδια, μ' εκθαμβωτικά πλουμιά και
με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη
βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα
βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι' αλαμπουρνέζικη
σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας,
κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το
επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε
δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η
παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’επέρχεται η τρομερά
καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στό
καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ,
και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στόν αέρα, ώρες, κι’ ο
Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα
σκόνης, ενώ μιάν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται
παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι.
Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η
σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας:
εύλαβική κι' ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις
εκκλησιές, και κάνει βαθειές μετάνοιες, κι' όλο προσεύχεται
για δαύτονε. Κι' έτσι τόνε κρατά στη ζωή.
Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό
λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ' αναρίθμητα
προσκυνητάρια, τά περισσότερα μαρμάρινα, άλλα
ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου η άλλου αγίου,
κι' όλα με μιά θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει
υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μέν μέρος
διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων,
ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο
μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ' αυτό, εν καιρώ,
ν’ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ' όνομα της αγίας
Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες,
μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, καί, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι,
είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας,
Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν
είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου
καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα
του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με
κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα
σκυλιά, αυτά δεν τα χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή
σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μή μου το κρύφτεις, το ξέρω
σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!
Μάζευε τα λεφτά τών προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με
τ' άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού.Όμως κράτα ένα
μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν'
ανεγείρουμε μιάν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που
είχε τ’όνομά σου. Έκεί μέσα, σ' αυτήν την εκκλησία θε να σε
παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι’
υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ»ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ ΑΘΗΝΑ 1994
19.2.08
ΕΚΛΥΤΗ
ΕΚΛΥΤΗ
Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα, είναι πλασμένη
για των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.
Όταν την κόμη λύνοντας, μια άναστρη νύκτα απλώνει
στους ουρανούς τους πολικούς βαθύγηρων κατόπτρων,
λάμπει, μαστίγιο πύρινο των ληθαργούντων πόθων,
επίφοβη σα βάραθρο κι ωραία σαν αμαρτία.
Δεν είναι πλάσμα των φθαρτών, κρυστάλλινων ερώτων.
μιας λυρικής παραφοράς η φλόγα η θαλασσιά:
Σφίγγα ορειχάλκινη, είδωλο μιας σκοτεινής μαγείας,
για τις σκληρές προορίζεται των Ασιανών λατρείες,
για τους μοιραίους, υστερικούς φετιχισμούς των Μαύρων.
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
18.2.08
ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Σε μια του Βέλγιου ακτή ερημική και κρύα
κάποια νυχτιά οικουμενική μ’έβγαλεν ένα τραίνο
και χάθηκε,σφυρίζοντας στριγγά μεσ’τα σκοτάδια
αφήνοντας με στο σταθμό κατάμονο και ξένο...
Ώ!πόσον ήταν πένθιμος κι’αγριωπός ο τόπος!
Τις μέρες μόνη συντροφιά η κρύα κραξιά του γλάρου,
τις νύχτες ο αδιάκοπος ο ρόχθος των κυμάτων
και το λευκό κι’απόκοσμο το φώς αγνώστου φάρου...
Κι έζησα εκεί ένα θλιβερό φθινόπωρο εξορίας
ανάμεσα σ’απλοικούς ψαράδες που ιστορούσαν
τα κοντινά ταξίδια τους τα βράδυα που γυρνούσαν
ενώ, ρεμβός ,απ’τα θαμπά των καλυβιών τους τζάμια
εκύτταζα τα φωτεινά και ξενικά καράβια
που μακρυά παλεύανε με τα υγρά σκοτάδια....
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
15.2.08
ΡΙΜΑ
ΡΙΜΑ
Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα... πουλιά... κυνήγι...
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη...
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
13.2.08
ΜΑΡΕΑ
(...Του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat...)
ΜΑΡΕΑ
Στο Γιακουμή Βαλάση
Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat.
Πυξίδα γέρικη ataxie locomotrice
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ' οι τρεις
να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.
Της τραμουντάνας τ'άστρο, τ'άστρο του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη τη κόρη στα χαρτιά.
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.
Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.
Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.
Νίκος Καββαδίας
Αντιγραφή:Από το blog KΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ
ΠΡΟΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΝ ΥΜΝΟΣ ΟΡΦΙΚΟΣ
ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
{<Είς Άφροδίτην.>}
Ούρανία πολύυμνε φιλομμειδής Άφροδίτη
ποντογενής γενέτειρα θεά φιλοπάννυχε
σεμνή νυκτερία ζεύκτειρα
δολοπλόκε μήτερ Άνάγκης'
πάντα γάρ έκ σέθεν έστίν
ύπεζεύξω δέ (τε) κόσμον
καί κρατέεις τρισσών μοιρών
γεννάις δέ τά πάντα όσσα τ' έν ούρανώι έστι
καί έν γαίηι πολυκάρπωι
έν πόντου τε βυθώι (τε)
σεμνή βάκχοιο πάρεδρε τερπομένη θαλίαισι
γαμοστόλε μήτερ Έρώτων
Πειθοί λεκτροχαρής κρυφία χαριδώτι
φαινομένη (τ') άφανής έρατοπλόκαμ' εύπατέρεια
νυμφιδία σύνδαιτι θεών
σκηπτρούχε λύκαινα
γεννοδότειρα φίλανδρε ποθεινοτάτη βιοδώτι
ή ζεύξασα βροτούς άχαλινώτοισιν άνάγκαις
καί θηρών πολύ φύλον
έρωτομανών ύπό φίλτρων' έρχεο
Κυπρογενές θείον γένος
είτ' έν' Όλύμπωι έσσί θεά βασίλεια
καλώι γήθουσα προσώπωι
είτε καί εύλιβάνου Συρίης
έδος άμφιπολεύεις
είτε σύ γ' έν πεδίοισι
σύν άρμασι χρυσεοτεύκτοις
Αίγύπτου κατέχεις ίερής
γονιμώδεα λουτρά
ή καί κυκνείοισιν όχοις
έπί πόντιον οίδμα
έρχομένη χαίρεις κητών
κυκλίαισι χορείαις
ή νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν
έν χθονί Δίηι θίνας
έπ' αίγιαλοίς ψαμμώδεσιν
άλματι κούφωι'
είτ' έν Κύπρωι
άνασσα τροφώι σέο ένθα
καλαί τε παρθένοι άδμηται νύμφαι
τ' άνά πάντ' ένιαυτόν ύμνούσιν σέ
μάκαιρα καί άμβροτον άγνόν Άδωνιν.
Έλθέ μάκαιρα θεά
μάλ' έπήρατον είδος έχουσα'
ψυχήι γάρ σε καλώ σεμνήι
άγίοισι λόγοισιν.
ΠΡΟΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΝ ΥΜΝΟΣ ΟΡΦΙΚΟΣ
Ουρανία πολυ-ύμνητε φιλογέλωτη Αφροδίτη
Θαλασσογέννητη γενετήσια Θεά Φιλολονύχτια
σεβάσμια νυκτερινή ζεύκτειρα
δολοπλόκα ανάγκης μητέρα.
Τα πάντα απο σένα προέρχονται
ω ζευκτειρία κόσμου δύναμις
που στά χέρια σου κρατάς
των τριών βασιλείων τα πεπρωμένα
Εσύ γεννάς όλα όσα εν τω ουρανώ ευρίσκονται
και όσα εις την Γαία την πολύκαρπον
και όσα εις της θαλάσσης τα βάθη
Ω σεβαστή πάρεδρε του Βάκχου θαλασσότερπτη
χρήσιμη στους γάμους , των Ερώτων Μητέρα
πειθηνία κλινόχαρη κρυφίας χαράς δώτειρα
φανερή και αφανέρωτη ποθεινομάλλα ευπάτειρα
Νυφική συνδαιτημόννισα θεών
σκηπτρούχε Λύκαινα
γεννοδότειρα φίλανδρη ποθεινοτάτη ζωοδότρα
η ζεύουσα τους θνητούς με αχαλίνωτες ανάγκες
που και των θηρίων τα πολυάριθμα γένη
κάνεις να ερωτομανούν ωσάν να ευρίσκονται
υπο την επήρεια φίλτρου μαγικού !
Ελα κυπρογέννητη γένους θεϊκού
είτε είσαι στον Ολυμπο όπου ως Θεά Βασίλισσα
χαίρεσαι την ωραία σου μορφή
είτε στης λιβανομυρωμένης Συρίας
τις οδούς διαμένουσα υπηρετείς
είτε όταν στις πεδιάδες
απο χρυσοκαμωμένα άρματα
της ιερής Αιγυπτιακής γής
εποπτεύεις τα εύφορα εδάφη
είτε αν με κυκνοήλατα διασχίζεις άρματα
τη φουσκοθαλασσιά του ωκεανού
και ερχομένη χαροποιείς τα κήτη της θάλασσας
που κυκλοτερώς για σένα χορεύουν
είτε αν τις μαυρομάτες φαιδρύνεις νύμφες
που σε γή ηλιόλουστη ,
σε αμμουδερούς αιγιαλούς ξαπλώνουν
και για χάρη σου χοροπηδούν με ευθυμία
Είτε στην γενέτειρά σου την κύπρο
είσαι βασίλισσα με τον σύντροφό σου εκεί όπου καλίγραμμες και αδάμαστες νύμφες
καθόλη τη διάρκεια του έτους υμνούν
εσένα μακαρία Θεά και τον θεϊκόν σου υπέροχον
και αγνόν Αδωνιν.
Ελθέ Μακαρία Θεά
εσύ που υπέρτερα αξιέραστη μορφή έχεις.
Διότι σε επικαλούμαι με πνεύμα ταπεινό
και καθαγιασμένους λόγους.
Ατιγραφή απο το:
http://www.endless-journey.gr/gr_forum/viewtopic.php?p=185&sid=508095e272570280a7713d6aaa8094ec
... Να συναντάται ο μικρός φτερωτός Θεός μας πάντα "Εις την Οδόν των Φιλελλήνων"(Ανδρέας Εμπειρίκος)αλλά και είς τον δρόμο των "John-John και Barbie" που ώς γνωστόν έχουν την επετειό τους αύριο...!!
9.2.08
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Καμπάνα πλώρης σήμανε κοφτά στο πηχτό πούσι.
Κρωξιά πουλιού στην κουπαστή,στη μηχανή ρισάλτο.
Μα εσύ βαθειά στον ύπνο σου .Στον ύπνο του θανάτου.
Ούτε γροικάς που σου μιλώ.Μηδέ γροικάς το κλάμμα
του αγέρα στ’άλλα μνήματα και στο δικό σου αντάμα.
Λες και μια θάλασσα σιωπής σε σκέπασε αδελφέ μου.
Θαρρείς σε πέλαο καταχνιάς το μάτι μου σε ψάχνει.
Ν’αγγίξει η μνήμη μου η πικρή με τη δική σου μνήμη.
Να τρέξει το αίμα μου ζεστό μες τις νεκρέ σου φλέβες.
Να ’βγανα και να σου ’δινα τα ίδια μου τα μάτια.
Για να με δείς που σε θρηνώ.Να ξαναδείς τον κόσμο.
Να δείς τους φίλους που σε κλαίν.Τα πλοία που ρεμετζάρουν.
Μια στάλα τόση δα ζωής να μπόρεια να σου δώσω.
Ένα κλωνί λίγης χαράς απ’τον απάνου κόσμο.
Και τα πικρά μου σωθικά ας βουβαίνονταν για πάντα.
Όλη μου η αγάπη ανήμπορη μπροστά στο θανατό σου.
Έχε γειά Κόλια.Νίκο,Μαραμπού.Γλυκέ μου φίλε.
Στον ντόκο κάποιο φορτηγό σφύριξε τρείς και πάει.
Φθινόπωρα,σκληροί χειμώνες θα ’ρθούν,θα διαβούνε.
Και πάντα μια όψιμη Άνοιξη με τα σκληρά της δάκτυλα
κατά τα τέλη του Μαρτιού για να σου φέρει φρέσκα
λουλούδια.Εδώ που ρίζωσες.Γιέ του χαμού.Για πάντα.
Όλη η ζωή γονατιστή μπροστά στο θανατό σου.
Με κόμπους κλάμμα.Με λυγμούς βουβούς και μοιρολόγια.
Τραγουδιστή απολλώνειε της πλατωσιάς των πόντων.
Ποιητή του αλμυροπότιστου ψωμιού των καραβιώνε.
Σε τραγουδώ τώρα κι εγώ με την τραχειά φωνή μου.
Μ’ότι φωνή μου απόμεινε απ’το σκληρό χαμό σου.
Πλάι στη μάσκα τη ζερβιά ξύστα τη φέρνει βόλτα
ο σκύλος ο θαλασσινός που σ’έσκιαζε σαν είχες
ακόμα πνοή στο στήθος σου και το ηλιοφώς στα μάτια
Και μοιάζει σα να ημέρεψε.Θαρρείς κι εκειός πονάει.
Σαράντα χρόνια φύλαγε καρτέρι πρύμα –πλώρα
και με το μάτι το ζερβί σε μάρκαρε στη βάρδια.
Να δεί πορφύρα το αίμα σου να βάφει το γαλάζιο
κύμα.Μα τώρα πού’μαθε κι εκείνος το μαντάτο
μοιάζει να θλίβεται πολύ.Και κατά που’πε κάποιος
στο παγερό το μάτι του ένα σμαράγδι δάκρυ
πέτρωσε και θησαύρισε απ’του χαμού τον πόνο:
Άλλον δεν είχε η θάλασσα ναύτη τόσο αγαπήσει.
Για τη φιλία μας τραγουδώ και για το θάνατό σου.
Για την αγάπη που έσπειρες-σπορά ακριβή στα πλοία-.
Για τη μεγάλη σου καρδιά που στα ποστάλια χρόνια
τη μοίραζες αντίδωρο φιλίας κι αδελφοσύνης.
Έχε γειά Κόλια.Νίκο,Μαραμπού.Ακριβέ μου φίλε.
Στης πλώρης το αντρόπλασμα με το θεριό το κύμα
σ’όποιου καιρού το δάγκωμα σα θα σφυρίζει αντένα
θα υπάρχει η μνήμη σου ακριβή κι εκεί θα ζείς για πάντα.
Σε κάθε μόριο θάλασσας άπειρος θα πλανιέσαι.
Στα βάσανα του ναυτικού.Στις σκοτεινές φαμίλιες.
Στη γέφυρα κάθε πρωινό που αναγεννιέται η μέρα
στα νυσταγμένα μάτια του θα σε γνωρίζει ο ναύτης.
Θα σε θυμούνται οι ναυτικοί στα φορτηγά καράβια
σαν κάθουνται τ’αποσπερνά στούς ξυλιασμένους κάβους.
Θα σε θυμούνται οι αστερισμοί .Για σε θα ψάχνει η Πούλια.
Γιατί είσαι αθάνατος νεκρός με τους νεκρούς για πάντα.
Και θα ’ρθεί κόσμος στα σαράντα σου.Κι εγώ απ’τα ξένα
θα ’ρθω –με λίγη καθυστέρηση-σαν τα καράβια
Κόλια ,στο κρύο μνήμα σου να βγάλω τα χορτάρια
Που η νότια κι ο ήλιος του πρωινού τα τρέφουν και θεριεύουν.
Δεν θα με δείς.Ούτε κι εγώ.Μα στης καρδιάς τα φύλλα
-κάπου θαθειά-έν’άγγιγμα,σε κάποια ρίζα φτέρης
ίσως αγγίξει η σκέψη μας.Ίσως ακούσεις τότες
το λόγο της φιλίας που μένει εδώ.Για πάντα.
Τραβαρσωμένος κι αχαμνός στη δίνη του κυκλώνα
μίλι το μίλι σ’ακλουθώ,μ’ό,τι αναπνέει δω πέρα.
Έχε γειά, Κόλια.Σκιά κι εγώ στο γύρισμα του χρόνου
μπορεί στο διάφανο βυθό να ανταμωθούμε πάλι.
Άνθρωποι .Δέντρα.Πλοία.Φυτά.Και του βυθού κοχύλια
παντρεύονται το θάνατο μόλις ιδούν το φώς τους.
Και μόνο η πλατειά θάλασσα μένει πάντα.Κι ο αγέρας.
Να κλαίν τη ζωή στη γέννα της.Να κλαίν στο θάνατό της.
Νέα Υόρκη,Φλεβάρης-Μάρτης 1975
ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΑΤΟΣ
Από το βιβλίο:ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ
...Στην μνήμη για τα 33 χρόνια απο τον θάνατό του!
7.2.08
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΛΗΤΑΚΟΣ / JE SUIS UN VOYOU
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΛΗΤΑΚΟΣ
Ενθάδε κείται στο βάθος της καρδιάς μου
μια παλιά ιστορία,
ένα φάντασμα, μια ανάμνηση κάποιας που αγαπούσα...
Ο χρόνος, με τα πολλά «πρέπει»,
μπορεί να φτιάχνει τις δικές του ιστορίες.
Αλλά ο έρωτάς μου διαρκεί ακόμη. Και θα διαρκεί για πάντα.
Εχασα τον μπούσουλα όταν βρήκα τη Μαργκό.
Πριγκίπισσα ντυμένη στα μάλλινα,
Θεά με σαμπό...
Αν τα λουλούδια στις άκρες των δρόμων
βρίσκονται για να τα ποδοπατούν,
για μένα βρίσκονται για να μου θυμίζουν τη Μαργκό.
Της είπα: «Μα την Παναγία,
είσαι το πορτρέτο της»!
Ο καλός Θεός ας με συγχωρήσει,
αλλά ήταν εν μέρει αλήθεια.
Πάντως είτε με συγχωρήσει είτε όχι,
εμένα σκασίλα μου.
Βιώνω ήδη την τιμωρία της ψυχής μου.
Είμαι ένας αλητάκος.
Η μικρή πήγε στον Εσπερινό
για να γονατίσει
Κι εγώ της δάγκωσα τα χείλη
για να μάθω τι γεύση είχαν...
Μου είπε με ύφος σοβαρό:
«Μα τι κάνεις εκεί»;
Αλλά με άφησε να το κάνω.
Ετσι είναι τα κορίτσια...
Της είπα: «Μα την Παναγία,
μείνε πλάι μου»!
Ο καλός Θεός ας με συγχωρήσει,
αλλά ο καθείς για την πάρτη του...
Πάντως είτε με συγχωρήσει είτε όχι,
εμένα σκασίλα μου.
Βιώνω ήδη την τιμωρία της ψυχής μου.
Είμαι ένας αλητάκος.
Ηταν ένα φρόνιμο κορίτσι.
Προτού όμως πει «τι θέλεις εκεί»,
εγώ δάγκωνα στο στήθος της
τα απαγορευμένα μήλα...
Μου είπε με ύφος σοβαρό:
«Μα τι κάνεις εκεί»;
Αλλά με άφησε να το κάνω.
Ετσι είναι τα κορίτσια...
Υστερα της έσκισα το φόρεμα
χωρίς να το θέλω...
Ο καλός Θεός ας με συγχωρήσει,
αλλά δεν κρατιόμουν.
Πάντως είτε με συγχωρήσει είτε όχι,
εμένα σκασίλα μου.
Βιώνω ήδη την τιμωρία της ψυχής μου.
Είμαι ένας αλητάκος.
Εχασα τον μπούσουλα όταν έχασα τη Μαργκό,
που παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της
έναν μίζερο θρησκόληπτο...
Θα πρέπει να έχει τώρα,
την ώρα αυτή που μιλάμε,
δυο-τρία κουτσούβελα που κλαίνε
για να πιουν το γάλα τους...
Κι εγώ πιπιλούσα τη μαμά τους
πολύ πριν από αυτά...
Ο καλός Θεός ας με συγχωρήσει,
αλλά ήμουν ερωτευμένος!
Πάντως είτε με συγχωρήσει είτε όχι,
εμένα σκασίλα μου.
Βιώνω ήδη την τιμωρία της ψυχής μου.
Είμαι ένας αλητάκος.
GEORGE BRASSENS
ΜΤΦΡ:ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΥΛΗΣ
Je suis un voyou
Ci-gît au fond de mon cœur une histoire ancienne
Un fantôme, un souvenir d'une que j'aimais
Le temps, à grands coups de faux, peut faire des siennes
Mon bel amour dure encore, et c'est à jamais
J'ai perdu la tramontane
En trouvant Margot
Princesse vêtue de laine
Déesse en sabots
Si les fleurs, le long des routes
S'mettaient à marcher
C'est à la Margot, sans doute
Qu'ell's feraient songer
J'lui ai dit: "De la Madone
Tu es le portrait !"
Le Bon Dieu me le pardonne
C'était un peu vrai
Qu'il me pardonne ou non
D'ailleurs, je m'en fous
J'ai déjà mon âme en peine
Je suis un voyou
La mignonne allait aux vêpres
Se mettre à genoux
Alors j'ai mordu ses lèvres
Pour savoir leur goût
Ell' m'a dit, d'un ton sévère
"Qu'est-ce que tu fais là ?"
Mais elle m'a laissé faire
Les fill's, c'est comm' ça
J'lui ai dit: " Par la Madone
Reste auprès de moi ! "
Le Bon Dieu me le pardonne
Mais chacun pour soi
Qu'il me pardonne ou non
D'ailleurs, je m'en fous
J'ai déjà mon âme en peine
Je suis un voyou
C'était une fille sage
A " bouch', que veux-tu ?"
J'ai croqué dans son corsage
Les fruits défendus
Ell' m'a dit d'un ton sévère
" Qu'est-ce que tu fais là ? "
Mais elle m'a laissé faire
Les fill's, c'est comm' ça
Puis, j'ai déchiré sa robe
Sans l'avoir voulu
Le Bon Dieu me le pardonne
Je n'y tenais plus !
Qu'il me pardonne ou non
D'ailleurs, je m'en fous
J'ai déjà mon âme en peine
Je suis un voyou
J'ai perdu la tramontane
En perdant Margot
Qui épousa, contre son âme
Un triste bigot
Elle doit avoir à l'heure
A l'heure qu'il est
Deux ou trois marmots qui pleurent
Pour avoir leur lait
Et, moi, j'ai tété leur mère
Longtemps avant eux
Le Bon Dieu me le pardonne
J'étais amoureux !
Qu'il me pardonne ou non
D'ailleurs, je m'en fous
J'ai déjà mon âme en peine
Je suis un voyou
GEORGES BRASSENS
6.2.08
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΣ ΣΟΛΕΣ
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
http://educandus.forumotion.com/forum-f11/topic-t8-0.htm
...Εξαιρετικά σε όλες τις Κυρίες που περπατάνε
με όμοια κόκκινα παπούτσια...!!
5.2.08
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΤΖΕΣΙΒΑΝΟ
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΤΖΕΣΙΒΑΝΟ
(Μαθητή του Βούδα)
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο.Κ’ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
κι’όπως κυλά από τ’άδυτα του αδύτου
των ουρανών μέσ’στη νύχτα έν’αστέρι,
ή,ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’τα στήθη πέταξε η πνοή του .
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’αγαπάνε
τη ζωή,στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουν μονάχοι
της υπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πιά με θείαν αταραξία!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
4.2.08
HISTOIRE DE FAUSSAIRE / ΜΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ξεχωρίζοντας στο γαλάζιο τ’ ουρανού
η φάρμα ήταν ψεύτικη βεβαίως.
Και η αχυροσκεπή ήταν συνθετική, όπως ταίριαζε.
Στην άκρη μιας δενδροστοιχίας με ψεύτικα πυξάρια
διέκρινες ένα ψεύτικο πηγάδι,
από τα βάθη του οποίου η αλήθεια
δεν επρόκειτο να αναδυθεί ποτέ.
--------
Και η κυρία του σπιτιού
ντυμένη – μα την πίστη μου - όπως αρμόζει
σε μια αγρότισσα θεατρικής κωμωδίας
κατέβηκε για να με υποδεχθεί.
Ξαφνικά η μικρή μου ανθοδέσμη
φαινόταν ξεθωριασμένη μέσα σ’ αυτόν το κήπο
με τα τεράστια ψεύτικα λουλούδια
που είχαν όμως τα πιο ζωντανά χρώματα.
--------
Πατώντας το ψεύτικο γκαζόν
την ακολούθησα στο σπίτι
όπου έλαμπε στο τζάκι
μια φωτιά που δεν έβγαζε καπνό.
Απέναντι από τον μπουφέ – απομίμηση Ερρίκου Β’ –
σειρά στα ράφια μιας βιβλιοθήκης από ψεύτικο ξύλο
έβλεπες ψεύτικα βιβλία αγορασμένα με το κιλό.
--------
Ψεύτικες ταπισερί, ψεύτικος εξοπλισμός,
ψεύτικοι πίνακες στους τοίχους,
ψεύτικα μαργαριτάρια και φο μπιζού,
ψεύτικες σκιές στα μάγουλα,
ψεύτικα νύχια στις άκρες των δακτύλων,
πιάνο που έπαιζε φάλτσες νότες,
πλήκτρα που δεν χρωστούσαν
το ελεφαντόδοντό τους στους ελέφαντες.
--------
Στο ημίφως από τα ψεύτικα καντηλέρια
σηκώνοντας τις ψεύτικες δαντέλες της
είπε - αλλά δεν ήταν βέβαιο –
«είσαι το πρώτο μου στραβοπάτημα».
Ψευτοπαρθένα, δήθεν σεμνή,
ψεύτικο πάθος, προσποιητό,
συνθετικά αγγελάκια,
Αφροδίτη σ’ έναν απατηλό έβδομο ουρανό.
--------
Το μοναδικό κάπως σοβαρό ζήτημα
σ’ αυτή την ιστορία της πλαστογράφου
το οποίο δεν πρέπει να αρνηθώ
είναι η έλξη μου γι’ αυτήν
και το μεγάλο κενό που άφησε στην καρδιά μου
όταν ερωτεύθηκε έναν αληθινό
μαρκήσιο του Καραμπά.
--------
Θάλεγα ότι εμφανιζόμενος ο θεός Ερωτας
θα ήταν κάλπικος.
Ένας πραγματικός ψευδομάρτυρας.
Και η Αφροδίτη επίσης, θα ήταν ψεύτρα
αν παρέλειπε να πει
ότι σ’ αυτούς τους δύο χρωστώ
μια ώρα αυθεντικής κι αληθινής ευτυχίας.
GEORGE BRASSENS
ΜΤΦΡ:ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΥΛΗΣ
HISTOIRE DE FAUSSAIRE
Se dιcoupant sur fond d'azur
La ferme ιtait fausse bien sϋr,
Et le chaume servant de toit
Synthιtique comme il se doit.
Au bout d'une allιe de faux buis,
On apercevait un faux puits
Du fond duquel la vιritι
N'avait jamais dϋ remonter.
Et la maξtresse de cιans
Dans un habit, ma foi, seyant
De fermiθre de comιdie
ΐ ma rencontre descendit,
Et mon petit bouquet, soudain,
Parut terne dans ce jardin
Prθs des massifs de fausses fleurs
Offrant les plus vives couleurs.
Ayant foulι le faux gazon,
Je la suivis dans la maison
Oω brϋlait sans se consumer
Un genre de feu sans fumιe.
Face au faux buffet Henri-deux,
Alignιs sur les rayons de
La bibliothθque en faux bois,
Faux bouquins achetιs au poids.
Faux Aubusson, fausses armures,
Faux tableaux de maξtres au mur,
Fausses perles et faux bijoux,
Faux grains de beautι sur les joues,
Faux ongles au bout des menottes,
Piano jouant des fausses notes
Avec des touches ne devant
Pas leur ivoire aux ιlιphants.
Aux lueurs des fausses chandelles
Enlevant ses fausses dentelles,
Elle a dit, mais ce n'ιtait pas
Vrai, tu es mon premier faux pas.
Fausse vierge, fausse pudeur,
Fausse fiθvre, simulateurs,
Ces anges artificiels
Venus d'un faux septiθme ciel.
La seule chose un peu sincθre
Dans cette histoire de faussaire
Et contre laquelle il ne faut
Peut-κtre pas s'inscrire en faux,
C'est mon penchant pour elle et mon
Gros point du cτtι du poumon
Quand amoureuse elle tomba
D'un vrai marquis de Carabas.
En l'occurence Cupidon
Se conduisit en faux jeton,
En vιritable faux tιmoin,
Et Vιnus aussi, nιanmoins
Ce serait sans doute mentir
Par omission de ne pas dire
Que je leur dois quand mκme une heure
Authentique de vrai bonheur.
GEORGE BRASSENS
2.2.08
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙ ΝΙΚΟΛΑ
Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα
Τον δ' άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ' άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ' ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ' τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ' ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ' Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /ΠΟΙΗΜΑΤΑ /ΙΚΑΡΟΣ