ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ
Είσαι φτιαγμένη κυρίως από νερό, σάλιο, δάκρυα
Καί αίμα που βάφει τα μαγουλά σου, κόκκινο νερό.
Ακόμη και τ’ αυτιά σου είναι κυματισμός, οι αρθρώσεις,
τα γόνατα
Νωπές πέτρες που φορούν τις καμπύλες τους σαν δέρμα.
Τα στήθη σου υγροποιούνται και στέκουν όρθια, σταγόνες
νερού.
Κι εκεί, που το κορμί σου καμπυλώνεται σαν γούρνα,
πρόσωπα
Καθρεφτίζονται, κι ύστερα διαλύονται στο λίκνισμα του
Νερού.
MICHAEL LONGLEY
ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΙ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΤΦΡ.ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
30.5.08
ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ
28.5.08
ΤΑΜΑΡΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ:ZINAIDA SEREBRIAKOVA 1884-1967
ΤΑΜΑΡΑ
Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.
Και μπόραε όπως πάγαινε παχειά κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε γυμνοίσαν το φεγγάρι.
Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες κει να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί εμβατήριο τέλειο
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα βαμμένα με κινά
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.
Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...
Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι ʼγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού αυτηνής
κολώνες που γκρεμίστηκαν τα μπούτια της φωτάγαν...
Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
μ' αυλούς οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
27.5.08
[RILKE] ΑΠΟ ΤΑ ((ΠΟΙΗΜΑΤΑ )) 1913-1926
ΑΠΟ ΤΑ ((ΠΟΙΗΜΑΤΑ )) 1913-1926
Ώ εσύ, από πρίν
χαμένη, αγαπημένη, που ποτέ δεν ήρθες,
δεν ξέρω ποιοί ήχοι σου είναι αγαπητοί.
Δεν ζητώ πια, όταν το Ερχόμενο κυματίζει,
να σε γνωρίσω. Όλες οι μεγάλες
εικόνες μέσα μου, τοπία που γνώρισα μακρυά,
πολιτείες και πύργοι και γιοφύρια
κι’ απροσδόκητη στροφή των δρόμων
κ’ η επιβλητικότητα των χωρών εκείνων
που άλλοτε τους οικήσανε οι Θεοί:
μέσα μου αυξαίνουν
από το νόημα, ώ φευγαλέα, το δικό σου.
Άχ, οι κήποι είσαι εσύ,
αχ, τούς είδα με τόση
ελπίδα. Ένα ανοιγμένο παράθυρο
σ’ εξοχικό σπίτι- και σχεδόν μου ήρθες
σκεφτική. Βρήκα σοκκάκια
που μόλις τα είχες περάσει,
κ’ οι καθρέφτες κάποτε-κάποτε των εμπορικών
καταστημάτων ήσαν ακόμη μεθυσμένοι από σένα
κι’ αντανακλούσαν τρομαγμένοι
την πολύ ξαφνικήν εικόνα μου. Ποιός ξέρει,
άν το ίδιο πουλί δεν τραγούδησε μέσα μας,
χωριστά στον καθένα, χτές βράδυ;
Rainer Maria Rilke
ΜΤΦΡ. ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
24.5.08
CANTIGA PARTINDO-SE
CANTIGA PARTINDO-SE
Από σάς φεύγουνε, κυρία, πολύ θλιμμένα
τα μάτια μου, γιατί είστε ο θησαυρός
μου• ποτέ δεν είδατε μάτια κανενός
άλλου, για γυναίκα, να ’ναι έτσι λυπημένα.
Τόσο νοσταλγικά, έτσι λυπημένα,
τόσο άρρωστα απ’ το χωρισμό,
τόσο κλαμμένα, τόσο κουρασμένα
που να ποθούν το θάνατο εκατό
φορές πιότερο κι απ’ τη ζωή που ζώ.
Φεύγουν, τόσο θλιμμένα, τα θλιμμένα,
και τόσο απ’ την ελπίδα πάν μακρυά,
που ποτέ σας δεν είδατε έτσι λυπημένα
μάτια, κανενός άλλου, για καμιά.
Joao Roiz de Castelo-Branco
ΜΤΦΡ. ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
23.5.08
((AMERS))
ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ:PICASSO
((AMERS))
…Στενά είναι τα πλοία, στενή η κλίνη μας.
Απέαραντ’ η έκταση των νερών, πιό τεράστια η αυτοκρατορία μας
Στίς κλειστές κάμαρες του πόθου.
Μπαίνει το Θέρος, πούρχεται απο θάλασσα. Στη θάλασσα μόνη
θα πούμε
Τι ξένοι που υπήρξαμε στις γιορτές της Πολιτείας, και τι ανερχόμενον
άστρο από τις υποβρύχιες γιορτές
Ηρθ’ ένα βράδι, πάνου στην κλίνη μας, να οσφρανθεί τη θεία κλίνη.
Μάταια η κοντινή γη μας χαράζει το συνορό της. Ένα ίδιο κύμα στον
κόσμο, ένα ίδιο κύμ’ απ’ τον καιρό της Τροίας
Κυλάει τη λαγόνα του ώς εμάς. Στ’ ανοιχτά τα πολύ μεγάλα
μακριά μας τυπώθηκε κάποτε τούτ’ η πνοή...
Κ’ η χλαλοή ένα βράδι είταν μεγάλη μέσα στίς κάμαρες: ο ίδιος
ο κοχυλόηχος θάνατος, διόλου δε θα μπορούσε ν’ ακουστεί!
Αγαπάτε, ώ ζευγάρια τα πλοία• και τη φουσκωμένη θάλασσα
μέσα στίς κάμαρες!
Η γή ένα βράδι κλαίει τους θεούς της, κι ο άντρας κυνηγά τα ρούσα
ζώα•οι πολιτείες πέφτουν στη φθορά, οι γυναίκες ονειρεύονται...Άς είναι
πάντα στην πόρτα μας
Τούτ’ η απέραντη αυγή που τη λένε θάλασσα-αφρός φτερών και
ξεσήκωμα όπλων• έρωτας και θάλασσ’ από ίδιο κρεβάτι, έρωτας και θάλασσα
στο ίδιο κρεβάτι – και τούτος ακόμα ο διάλογος μέσα στίς κάμαρες:
2
«...Έρωτα, έρωτα, πού έτσι ψηλά κρατάς την κραυγή της γεννησής μου,
τι θάλασσα που είναι σε πορεία πρός την Αγαπημένη! Άμπελος πατημένη
σ’ όλους τους γιαλούς, ευεργεσία από αφρό σε κάθε σάρκα, και τραγούδι από
φυσαλίδες στούς άμμους...Τιμή, τιμή στη θεία Ζωντάνια!
Εσύ, ο άπληστος άντρας που με γδύνεις: κύρης πιο γαλήνιος απ’ τον
Καπετάνιο πάνου στο πλοίο του. Και τόσο πανί ξεγίνεται, δεν υπάρχει πιά
γυναίκα πάρ’ αποδεχτή. Ανοίγεται το θέρος που ζεί από θάλασσα. Κ’ η καρ-
διά μου σ’ ανοίγει γυναίκα πιο δροσάτη απ’ το πράσινο νερό: σπόρος και χυ-
μός από γλύκα, τ’ οξύ με το γάλα αναμιγμένο, το αλάτι με το πύρινο αίμα,
και το χρυσάφι και το ιώδιο, κ’ επίσης η γεύση του χαλκού στην πρώτη αρχή
της πίκρας- όλ’ η θάλασσα μέσα μου σα μέσα στη μητρικήν υδρία...
Και πάνου στο γιαλό του κορμιού μου ο θαλασσογεννημένος άντρας
ξαπλώθηκε. Άς δροσίσει το προσωπό του ώς μέσα στην πηγή κάτου απ’ τους
άμμους· κι άς χαρεί στο αλώνι μου, σαν το θεό τον σημαδεμένο από αρσενική
φτέρη...Διψάς, αγάπη μου; Είμαι η γυναίκα στα χείλη σου πιό καινούρια
απ’ τη δίψα. Και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια σου σα μέσα στα δρο-
σερά χέρια ναυαγίου, ά! Άς σου είναι μέσα στη θερμή νύχτα δροσιά
μύγδαλου και γεύση αυγής, κι αρχική γνώση του καρπού στην ξενικήν αχτή.
Ονειρεύτηκα, ένα βράδι, νησιά πιο πρασ’ απ’ τ’ όνειρο...Κ’ οι
θαλασσοπόροι κατεβαίνουν στην αχτή αναζητώντας κάποιο κυανό νερό• βλέπουν
- είναι η άμπωτη- το ξαναγινωμένο κρεβάτι των περίρρυτων άμμων: η κλα-
ρωτή θάλασσ’ αφήνει εκεί, κατολισθαίνοντας, τα τριχώδη τούτ’ αποτυπώματα,
σα μεγάλες φαινικιές θανατωμένες, μεγάλα εκστατικά κορίτσια που δακρυσμένα
τα πλαγιάζει μέσα στις ποδιές των και μέσα στους λυμένους πλοκάμους των.
Κ’ είναι τούτες εδώ παραστάσεις του ονείρου. Μα εσύ ο άντρας με το
ευθύ μέτωπο, πλαγιασμένος μέσα στην πραγματικότητα του ονείρου, ρουφάς
μ’ ολοστρόγγυλο στόμα, και ξέρεις το καρχηδόνιο επιχρισμά του: σάρκα από
ρόδι και καρδιά απ’ αγριόσυκο, σύκο της Αφρικής και καρπός της Ασίας...
Καρποί της γυναίκας, ώ αγάπη μου, είναι πιό κι από καρπούς της θάλασσας:
από μένα, άβαφη κι αστόλιστη, δέξου τους αρραβώνες του θαλάσσιου Θέρους...»
3
«...Μοναξιά, στην καρδιά του αντρός. Παράδοξος ο άντρας, χωρίς αχτή,
πλάι στην παράχτια γυναίκα: Και θάλασσα ο ίδιος εγώ στην ανατολή σου,
σα στο χρυσόμικτον άμμο σου, άς πάω ακόμ’ αργοπορώντας, πάνου στην
αχτή σου, στο αργότατο ξετύλιγμα των χωματένιων βραχιολιών σου-γυναίκα
που γίνεται και ξεγίνεται με το κύμα που τη γεννά...
Κ’ εσύ αγνότερη ώς είσαι πιο γυμνή, με μόνα τα χέρια σου ντυμένη,
διόλου δεν είσαι Παρθένος των μεγάλων βυθών, ορειχάλκινη ή ασπρομάρμαρη
Νίκη που την ανασέρνουν, μαζί με τον αμφορέα, μέσα στούς μεγάλους• βράχους
φορτωμένους φύκια της μεροκαματιάς της θάλασσας• μα σάρκα γυναίκας
στο προσωπό μου, ζέστα γυναίκας κάτου απ’ την όσφρηση μου, και γυναίκα
που τη φωτίζει τ’ άρωμα της σαν της ρόδινης φωτιάς η φλόγ’ ανάμεσα στα μισοδεμένα δάχτυλα.
Και σαν το αλάτι μέσ’ στο στάρι, η θάλασσα στην πρώτη αρχή της μέσα
σου, η πραγματικότητα μέσα σου που υπήρξε από θάλασσα, σούδωσε τούτη
τη γεύση ευτυχισμένης γυναίκας και που τη ζυγώνουν...Και το προσωπό σου
είναι ανεστραμμένο, το στόμα σου καρπός να φαγωθεί, σε βάθος βάρκας, μέσα
στη νύχτα. Ελεύτερη η ανάσα μου πάνου στο λαιμό σου, και το φούσκωμα
απ’ όλες τις μεριές των άγριων νερών του πόθου, σα στις παλίρροιες κοντινής
σελήνης, όταν η θηλυκιά γής ανοίγεται στη λάγνη κ’ εύστροφη θάλασσα,
Στολισμένη φυσαλίδες, ώς μέσα στα τέλματα της, στις θειαφένιες ερήμους της,
κ’ η φουσκωμένη θάλασσα με τον κρότο μάγγανου, μέσα στα χόρτα, η νύχτα
είναι γεμάτη λουλουδίσματα...
Ώ αγάπη μου πούχεις τη γεύση θάλασσας, άς βόσκουν άλλοι μακριά
από θάλασσα το βουκολικό στο βάθος κλειστών φαραγγιών-δυόσμο,
μελισσόχορτο και μελίλωτο, χλιάδες άλυσσου και ρήγανης- κι ο ένας μιλάει
εκεί για μελισσοτρόφια κι ο άλλος μελετάει εκεί για προβατοτρόφια, κ’ η αθόρυβη
προβατίνα φιλεί τη γής στίς ρίζες των τοίχων από μαύρη γύρη. Τον καιρό που
τα ροδάκινα δένουνται, κ’ έχουν διαλεχτεί τα δεσίματα για την άμπελο, εγώ
έκοψα τον κανάβινο κόμπο που κρατεί το σκάφος στο λίκνο του, στο ξύλινο
λίκνο του. Κι έρωτας μου είναι πάνου στίς θάλασσες! Κι ο καημός μου είναι
πάνου στίς θάλασσες!...
Στενά είναι τα πλοία, στενός ο αρραβώνας• και πιό μέτρο σου, ώ
πιστό κορμί της Αγαπημένης... Και τ’ είναι το ίδιο τούτο κορμί παρ’ είκόνα
και σχήμα καραβιού; βάρκα και ναύς, κι αναθηματικός νάρθηκας ώς
μέσα στο μεσιανό άνοιγμα του• οδηγημένο σε σχήμα καρίνας, κι απάνου στις
καμπύλες της ταιριασμένο, λυγίζοντας το διπλόν αψίδιο από φίλντισι στον
πόθο των γεννημένων από θάλασσα καμπυλών...Οι συναρμοστές σκαφών,
σ’ όλους τους καιρούς, είχαν τούτον τον τρόπο να δένουν την τρόπιδα στο
παιγνίδι που παίζουν οι πόστες κ’ οι κυρτές στρώσες.
Πλοίο, όμορφό μου πλοίο, που ενδίδει στα ζευγάρια του και φέρει το
βάρος μιάς νύχτας, μου είσαι πλοίο φορτωμένο ρόδα. Σπαράζεις πάνου
στο νερό αλυσίδα προσφορές. Κ’ ιδού εμείς, ενάντια στο θάνατο, πάνου
στούς δρόμους από μαύρους άκανθους της ολοπόρφυρης θάλασσας...Απέραντη
η αυγή που τη λένε θάλασσα, απέρντ’ η έκταση των νερών, και πάνου στη
γή καμωμένη όνειρο στα μενεξεδένια σύνορα μας, όλ’ η φουσκοθαλασσιά
μακριά πού υψώνει και στεφανώνεται με υάκινθους σαν ένας λαός από εραστές!
Δεν υπάρχει πιο αψηλός σφετερισμός παρά στο πλοίο του έρωτα.
Saint-John Perse 1887-1975
ΜΤΦΡ. ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ
22.5.08
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σκέπαζ’ ω Δία,
με καταιγίδες σύνεφφα τον ουρανό σου
κι’ αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια-
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γή μου κράτα
κι’ απ’ την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.
Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
κάτω απ’ τον ήλιο από σάς, θεοί!
Με ψίχουλα
σείς τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, άν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.
Σάν είμουνα παιδί,
να πράξω τι, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
κάποια καρδιά, σάν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.
Εμένα ποιός με βοήθησε,
Όταν την περηφάνια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιός απ’ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ’ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν είσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
πού τάφερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νιά τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;
Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
Του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
Του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
Ο παντοδύναμος ο χρόνος
κ’ η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;
Μήπως σου πέρασε απ’ το νού,
πώς θα μού ’ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
καί θάφευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δέν ωριμάσαν όλα;
Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, πού νάναι σάν κ’ εμένα,
νά κλαίει και νάχει βάσανα,
νάχει χαρές κι απολάψες
και να σού δείχνει καταφρόνια,
Καθώς εγώ!
Joh.Wolf.Goethe «Ν. Εστία » 1- 6- 1952
ΜΤΦΡ. ΝΙΚΟΣ Α. ΣΕΡΕΣΛΗΣ
21.5.08
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΟΠΗ
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΟΠΗ
Πώς ανεβαίνεις στα ψηλά, γλυκειά, λαμπρή, ώ σελήνη!
Η άνοιξη πάει, κι έχει το πικρό Φθινόπωρο απομείνει!
Το θέρος το φανταχτερό κ' η άνοιξη η ανθισμένη
πέρνουν και την αγάπη μου μαζί τους, που πεθαίνει!
Το χελιδόνι είναι μακρυά, τα φύλλα σκόρπια χάμου.
Ώ έλα, Ροδόπη, ζύγωσε, σ' αποθυμώ κοντά μου.
Η αύρα, που ερωτικά φυσάει απ' το δικό σου στόμα,
μέρες του θέρους, όμορφες, θα μου θυμίση ακόμα,
και θα πλανέσω τον καιρό και τον πικρό μου πόνο,
τα στήθεια σου, απ' τη νειότη τους μεστά, σαν καμαρώνω.
Jean Μoreas 1856-1910
ΜΤΦΡ.ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
20.5.08
ΤΡΙΖΕΙ ΓΛΥΚΑ
O.V.de L. Milosz
ΤΡΙΖΕΙ ΓΛΥΚΑ
Τρίζει γλυκά και σκουριασμένα κάποιο αμάξι...
Κλαίει το δειλινό παλιά χαρά...Ποιός είν;...
Πρέπει να βγεί κανένας να κοιτάξει.
-«Καλησπέρα τι κάνετε, Μιλόρδε Σπλήν;»
Τάλογα, τάλογα των περασμένων χλιμιντρούν μ’ ανησυχία
Στης λήθης τα παράθυρα, μέσ’ στη βραδιά, μεσ’ στη βραδιά.
-«Τη ντίβα που σας έχει πάρει την καρδιά,
Μιλόρδε, την ξανάειδατε στην Ιταλία;»
Βρέχει, βρέχει γκυκά η παλιά βροχή, θλιμένα
Στις στέγες, στις κόκκινες στέγες του παλιού καιρού.
«-Eυχαριστώ για το θερμό σας γράμμα από τη Σιέννα•
Κι’ ο Νοέλ;-Mε θυμάται που και που;»
Ο πετεινός σου, ο πετεινός σου, ανεμοδείχτη, λέει ποτέ πιά,
Πόναω, πονάω μέσ’ στην ψυχή, ώ γιαγιά βραδυά
«-Γκόνταμ! Αυτοί οι τρισάθλιοι του Φθινοπώρου δρόμοι!
Ά, ναί ...Σάς χαιρετούν ο Γκόντουϊν κι ο Πέρσυ από τη Ρώμη.»
Αλλοτινή βραδιά, γλυκειά σαν κάποιος που, πιωμένος
Παλιό κρασί των είκοσι χρονών, κοιμάται πλάϊ στη φωτιά.
-«K’ έπειτα, ξέρετε, είμαι τόσο αφηρημένος!
Ξέχασα στο Βεζούβιο να κάνω μια βουτιά.»
Ν.Εστία 1-2- 1953
O.V.de L. Milosz 1877-1939
Μ.Τ.Φ.Ρ. ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
19.5.08
ΜΥΡΙΑΣΤΕΡΟΥΣΑ
Αγγελική ως θα ύψωνε το χέρι της να ευλόγα
διάβηκε με τα χείλη της άνθος γυμνό - στο δρόμο
κι είχε στου φραμπαλά άνθια ζωγραφιστά και φλόγα
καρφιτσωμένη - άλικο τριαντάφυλλο στον ώμο.
Μύρια στις γόβες της αστριά χρυσά ’χε κεντημένα
και -σαν που κυνηγιόντουσαν- δυό έρωτες στο μπάτη
κάτω απ' του ποδόγυρού της το κύμα, έπειτα το ένα
μετά το άλλο της -πουλιά- τα πόδια και τα επάτει.
Τι είναι η ζωή μας; Όνειρο! Κι εμείς ψυχές στο χρόνο
κι οσ' αστεράκια έχει ο ουρανός κι η γης οσ' άνθια -τ' όντις-
τόσα οι καημοί μου εγίνηκαν άνθια, και τα μαζώνω
και τόσοι πόνοι μου, τ' άστρια εκειά των γοβακιών της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Αντιγραφή από το blog:Αλωνάκι της Ποίησης
17.5.08
ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω 'γω κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που 'χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
Το πρακτορείο
Θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Άντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στην προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
Κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μείνει πια κανείς
για να γίνουμε πάλι ανθρώποι
στο κήπο της Γεθσημανής.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
16.5.08
IN MEMORIAM
IN MEMORIAM
Πνέει ο βορειοδυτικός άνεμος
Ο πιό αγαπημένος μου απ’ τους ανέμους
Γιατί υπόσχεται στα πλοία
Φλογερή πνοή και καλό ταξίδι.
Φύγε λοιπόν και φέρε τον χαιρετισμό μου
Στον ωραίο Γαρούνα
Στους κήπους του Μπορντώ
Εκεί όπου κυλάει το μονοπάτι
Στην αιχμηρή όχθη και μες στον ποταμό
Βαθύ το ρυάκι χύνεται κι’ απάνω του
Σκύβουν και βλέπουν δυό βελανιδιές ευγενικές
Και ασημένιες λεύκες.
Αναπολώ ακόμα και ξαναβλέπω
Τις πλατιές κορυφές των δέντρων που τις κρεμούσε
Πάνω απ’ το μύλο των φτελιών το δάσος.
Μα στην αυλή ψηλώνει μια συκιά.
Εκεί πάνε τις γιορτές
Οι μελαχροινές γυναίκες.
Πάνω στο χώμα το γλυκό σαν το μετάξι,
Τον καιρό του Μάρτη,
Όταν οι μέρες και οι νύχτες έχουν τις ίδιες ώρες,
Όταν πάνω στα σιγαλινά μονοπάτια,
Περνούν οι λικνιστές αύρες,
Φορτωμένες λαμπρά όνειρα.
Ώ δώστε μου
Του σκοτεινού φωτός γεμάτο
Το ποτήρι με τ’ αρώματα
Για να γευτώ τη γαλήνη, γλυκειά είναι
Η νάρκη ανάμεσα στους ίσκιους
Δεν είναι καλό
Χωρίς μέθη να μένης,
Όταν οι πεθαμένες σκέψεις σε κυκλώνουν κι’ όμως
μια ομιλία είναι ωραία, να λέη
Ό, τι αισθάνεται η καρδιά, ν’ ακούη να μιλή πολύ
για μέρες αγάπης,
και για πράγματα που έγιναν.
Αλλά που είναι οι αγαπημένοι μου; Ό Μπελαρμέν
Με το συντροφό του; Πολλοί άνθρωποι
Φοβούνται να πάνε ώς την πηγή:
Γιατί από τη θάλασσα
Κτατούν τα πλούτη τη γενιά τους.
Αυτοί, σαν τους ζωγράφους, μαζεύουν
Τις ομορφιές της γής και διόλου
Δεν περιφρονούν τη φτερωτή πάλη,
Ούτε και άν ολοχρονίς στη μοναξιά θα μείνουν
Κάτω απ’ τους άφυλλους ιστούς εκεί όπου τη νύχτα
Δεν την πληγώνουν τα γορτινά φώτα των πόλεων
Μακριά από τη μουσική και τους χορούς της χώρας.
Αλλά τώρα πρός τους Ινδούς
Έφυγαν οι άνθρωποι
Έκει πέρα στις αέρινες κορυφές
Στα όρη των αμπελιών, απ’ όπου
Κυλάει ο Δορδόνης
Εκεί που ο ποταμός συγχέεται
Με τον λαμπρό και τον πλατύ, σαν θάλασσα, Γαρούνα.
Η λίμνη πέρνει και δίνει την ανάμνηση,
Και ο έρωτας με το ακούραστο πάντα βλέμμα του
Βλέπει.
Αλλά ό, τι μένει των ποιητών είναι έργο.
Friedrich Hoelderlin, 1770–1843
«Ποιητική Τέχνη Ι» Μάρτης 1947
ΜΤΦΡ. ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
ULTIMA
Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει,
στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως,
μια προτομή μαρμάρινη. Τ' αδέρφι μου τη βλέπει
διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: Αυτός.
Θα'χει πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μώλους και νησιά,
τη θάλασσα περσότερο, τ' αγέρι·
εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά.
Μα θα 'χουμε και οι δύο τόσο υποφέρει!
Emile Despax (1881-1915)
ΜΤΦΡ. Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
15.5.08
ΟΙ ΣΚΙΕΣ
Anna de Noailles (1876 1933)
ΟΙ ΣΚΙΕΣ
Όταν πια θάμαι κουρασμένη
εδώ να ζώ μόνη και ξένη
χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα πούναι
οι ποιητές και καρτερούνε
με το βιβλίο τους.
Francois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά, καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κ’ έκλαιαν οι Μούσες!
Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
δεύτερος Πάν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο, με κρασί,
Pauvre Lelian;
Και τέτιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
Ερρίκε Χάϊνε,
ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μετωπό σου
γύρε και πράϊνε.
Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
έως την εσπέρα.
κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά θεοί μου αγαπημένοι,
νάρθω εκεί πέρα.
Anna de Noailles (1876 1933)
ΜΤΦΡ. Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
13.5.08
ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ
ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σπάσε τις αλυσίδες σου,
πένθιμο καράβι, κοιμισμένο κοντά στις αποβάθρες!
Μην ακούς πια
τη φωνή τη νευριασμένη, τη φωνή την κλαψερή της κιθάρας
στ’ ανήσυχα τα χέρια των ναυτικών, των πιλότων!
σπάσε τις αλυσίδες σου!...Είναι στον αέρα ένα ρίγος
πουλημένου έρωτα στις ταβέρνες, πάνω στον ποταμό,
έρωτα χτηνώδικου, που ξεχνάει μόλις απολάψει,
έρωτα χωρίς πόνο, φιλιών χωρίς παρακάλια,
φιλιών που δαγκάνουν, που πονούν, μα που δεν ξέρουν να σκλαβώνουν...
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες, Καράβι μου!
Κύματα ονείρου, άσπροι αφροί μακρυά, σου κάνουν νεύματα
να πάρεις την απόφαση να ξεκινήσεις.
Ανεβαίνει το φεγγάρι, φωτίζοντας όλη τη θάλασσα!
(Κοίτα τα χάδια των αφρών μέσα στο φεγγαρίσιο φώς...)
Ξεκίνα γρήγορα, φύγε γρήγορα, Καράβι μου,
Το Μέλλον σε καλεί-πήγαινε προς τη θάλασσα!
Γιατί μόνη η θάλασσα, που είναι προδότρα, δεν ψευτίζει:
Ανθίζει σε νησιά για τον ανυπόμονο ναυαγό
και για τ’ όνειρο που ποθεί ν’ αναπαυθεί.
Χίμαιρα;.., Τι σημαίνει;... Άν η χίμαιρα
μας δίνει τον πυρετό της αναχώρησης!
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες, Καράβι μου!
-Ξεσπάει σε λυγμούς αργούς το πένθιμο τραγούδι στις κιθάρες
κ’ είναι φιλιά ζεστά στίς ταβέρνες, πάνω στον ποταμό...
Τράβα για τ’ ανοιχτά, πήγαινε προς τη θάλασσα, σπάσε τις
αλυσίδες σου,
μην ακούς πια τη μαγεία του που ξετρελλαίνει!
Φεύγοντας όμως για να σχίσεις γοργότερα
τη νύχτα και το διάστημα,
ρίξε στη θάλασσα τη σαβούρα της πίκρας,
τη σαβούρα σου της αγωνίας και της κούρασης
-της πεθαμένης, της μολυσμένης ζωής-
και , με την πρώρα βέλος, ανάμεσα από τις κραυγές των γλάρων,
χύμηξε προς τη θάλασσα.
Joao de Barros 1881-1960
ΜΤΦΡ.ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
9.5.08
ΤΑΞΙΔΙ
ΤΑΞΙΔΙ
Μέρες νύχτες τώρα στέκει αρματωμένο
το καράβι. Πρίμο αγέρι καρτερόντας
με πιστούς καθόμουν φίλους, με το γλέντι
υπομονή να κάμω και καρδιά ζητόντας
κάτω στο λιμάνι.
Και διπλά ανυπομονούσανε και κείνοι:
-Το πιο γρήγορο σου ευχόμαστε ταξίδι,
τον καλόν, από καρδιάς, τον πηγαιμό σου.
Σε προσμένουν πλήθια ταγαθά στους κόσμους,
και τιμή κι αγάπη θάβρης σα γυρίσης
μες στην αγκαλιά μας.
Κι από σύναυγα φωνές κακό κι αντάρα
κι οι στριγγιές του ναύτη διώχτουνε τον ύπνο.
Όλα πήγαιν’ έλα, τρέχουν, ζωντανεύουν,
για να κάμομε πανιά στο πρώτο απόγειο.
Και σαν τάνθη ανοίγουν τα πανιά στη αύρα
και μ’ αγάπης λαύρα ξετραβά ο νήλιος.
Φεύγουν τα πανιά, ψηλά τα νέφη φεύγουν,
όλοι απ’ το γιαλό μας προβοδούν οι φίλοι
με τραγούδια ελπίδας και φαντάζουντ’ έτσι,
στης χαράς τη μέθη, μια χαρά πως θάναι
κι όλο το ταξίδι σαν του μισεμού μας
την αυγή και σαν τις πρώτες αστρο-
φωτισμένες νύχτες.
Μ’ άστατοι καιροί από το θεό σταλμένοι
έξω από το δρόμο πούχε βάλη πρώρα
τον λοξεύουν.Φαίνεται πως παρατιέται
στη διαθεσή τους, κ’ ήσυχα πασκίζει
να τους ξεγελάση-στο σκοπό του πάντα
μ’ όλη τη λοξοδρομιά του.
Μ’ από τα κουφόηχα σκότια μάκρη
στέλλ’ η τρικυμιά το μηνυμά της
π’ όλο και σιμώνει. Στα νερά σαρώνει
κάτω τα πουλιά, τις φουσκωμένες
σφίγγει των ανθρώπων τις καρδιές, και να την
ήρθε! μπρός στην άγρια αμερωτή της λύσσα
κάτω τα πανιά με γνώση ο καπετάνιος·
και με το αγωνία γιομάτο τόπι παίζουν
κύματα κι ανέμοι.
Πέρα στ’ ακρογιάλι εκείνο στέκουν
φίλοι κι αγαποί, στη στεριά πάνω τρέμουν,
Άχ, γιατί λοιπόν δεν έμεν’ εδώ πέρα!
Άχ, η τρικυμία! Και μακρυά συρμένος
από τη χαρά! έτσι ο καλός να πάη
χαμένος; α έπρεπε...α να μπόρειε, θέ μου!
Μα άντρας στέκεται εκείνος στο τιμόνι.
Το καράβι παίζουν κύματα κι άνεμοι,
κύματα κι άνεμοι όχι την καρδιά του.
Με περήφανη ματιά μετράει την άγρια
άβυσσ’ ωργισμένη, κα τα θάρρη του έχει,
είτε κι όξω πέση είτε αράξη,
στούς Θεούς του εκείνος.
GOETHE 1749-1832
ΜΤΦΡ. Ι.Ν.ΓΡΥΠΑΡΗΣ
8.5.08
CHAIARE, FRESHE E DOLCI ACQUE
CHAIARE, FRESHE E DOLCI ACQUE
Νερά καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα και κρύα
Που μέσα αναγαλλιάζετο
Η ασύγκριτη ομορφιά·
Χλωρόκλαδα, όπου ακούμπησε
Τ’ ωραίο της πλευρό
( Μ’ ανοίγεται η ενθυμούμενη
Καρδιά με στεναγμό)·
Κι’ εσείς, που από το μόχθο σας,
Δροσόχορτα, δροσάνθη,
Ο κόλπος του φορέματος
Ο αγγελικός ευφράνθη·
Αέρα ιερέ, που μ’ έσφαξαν
Τα μάτια τα λαμπρά·
Ακούστε τα παράπονα
Που κάνω υστερινά.
Αν να κλεισθούν οι μέρες μου
Δακρύζοντας μου μέλλει
Από το πάθος το άπειρο,
Κι’ o Ουρανός το θέλει
Μιάν χάρην η βαριόμοιρη
Ψυχή μου επιθυμεί,
Να λάβη εδώ τον τάφο της
Κι’ ολόγυμνη να βγή.
Πικρός, πικρός ο θάνατος!
Αλλά δεν είναι τόσο,
Αν τέτοια ελπίδα της ψυχής
Εγώ μπορώ να δώσω·
Γιατί που νάβρη η δύστυχη
Περσότερη ησυχιά,
Για να γδυθή τα κόκαλα,
Τα μέλη τ’ αχαμνά;
Ίσως καιροί θε νάλθουνε
Που δε θα με μισήση
Η ωραιότης η άσπλαχνη·
Και θα ξαναγυρίση
Στον τόπο που μ’ απάντησε
Τη μέρα την ιερά,
Και να με δούν τα μάτια της
Θα δείξη επιθυμιά·
Αλλά, στες πέτρες βλέποντας
Το υστερινό μου χώμα,
Θ’ ανοίξη αναστενάζοντας
Έτσι γλυκά το στόμα,
Όπου για κάθε αμάρτημα
Θε να συγχωρεθώ-
Στενεύοντας με δάκρυα
Ωραία τον ουρανό.
Άνθια, θυμούμαι, επέφτανε
Απ’ τα κλωνάρια πλήθος,
Συρμένα από τον Έρωτα
Στο μαλακό το στήθος·
Κι έστεκε με ταπείνωση
Σε τόσην δόξα αυτή,
Ολόλαμπρη,ολοστόλιστη,
Απ’ την ανθοβολή.
Και ποιό από τ’ άνθια ησύχαζε
Απάνου στην ποδιά της,
Ποιό στα μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιά της·
Στην όψη ποιό του ρεύματος
Του λιβαδιού, και ποιό
Λές κι’ έλεε αεροπλέοντας:
Ο έρως είν’ εδώ.
Πόσες φορές το πνεύμα μου
Από τρομάρα επιάσθη,
Και: Τούτη, τούτη, εφώναξα,
Στον ουρανόν επλάσθη!
Γιατί όλα τότε μούκαναν
Τα φρένα εκστατικά,-
Το σώμα, το γλυκόγελο,
Το πρόσωπο, η λαλιά·
Και τόσο αυτά μου κρύβανε
Στα μάτια την αλήθεια,
Πούλεα: Και πότε ανέβηκα,
Ποιός μούδωκε βοήθεια;-
Θαρρώντας οπώς έλαβα
Οικιά στον Ουρανό·
Κι’ εγώ από τότε ανάπαψη
Δε βρίσκω παρά δώ.
Και συ, και συ, τραγούδι μου,
Αν είχε ο νούς μου φθάσει
Να σε στολίση ώς ήθελα,
Τώρ’ άφηνες τα δάση,
Κι’ επρόβανες τα λόγια σου
Στον κόσμο θαρρετά·
Αλλά μην πάς, κι’ απόμεινε
Μ’ εμέ στην ερημιά.
FRANCESCO PETRARCA, ΜΤΦΡ.Δ.ΣΟΛΩΜΟΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΛΕΩΝΟΣ ΠΑΡΑΣΧΟΥ
7.5.08
Η ΓΥΜΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Η ΓΥΜΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ωραία ανθρώπινη πηγή,
Συντριβάνι χαράς ανάμεσα στα πράματα,
τρυφερό, γκυκό, καμπύλο νερό,
γυμνή γυναίκα· μια μέρα
δε θα σε βλέπω πιά·
σου μέλλεται να μείνεις
δίχως τα σκοτεινά τούτα μάτια μου,
που συμπληρώνουν τα πανώρια σου κάλλη,
με την αχόρταγη πλησμονή της ματιάς τους.
(Kαλοκαίρια· πράσινες φυλλουριές,
νερά ανάμεσα στα λουλούδια·
χαρούμενα φεγγάρια απάνου απ’ το κορμί,
ζεστασιά κι’ αγάπη, γυμνή γυναίκα!)
Στέρεο σύνορο της ζωής,
τέλεια ήπειρος,
ξετελεμένη αρμονία, μοναδικέ σκοπέ,
σίγουρε ορισμέ της ομορφιάς,
γυμνή γυναίκα,μια μέρα
θα συντριβεί η γραμμή του κορμιού μου·
μου είναι γραφτό να σκορπίσω
στην απρόσωπη φύση·δεν θάμαι πια τίποτα για σένα,
ώ παγκόσμιο δέντρο με αμάραντα φύλλα,
ώ χειροπιαστή αιωνιότητα,
γυμνή γυναίκα!
JUAN RAMON JIMENEZ (1881-1958)
6.5.08
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΤΡΑΛ
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΤΡΑΛ
1
Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια
λάμπει, και με το φώς τα παντα ξανανιώνουν.
Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι
στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του!
Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου
σταμπέλια μας απάνου τα σαρακωμένα.
Κι άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν’ η δάφνη! Μιά φορά κανείς πεθαίνει.
2
Αγάλια αγάλια αποχρυσώνεται το κύμα,
να η άνοιξη γυρίζει, μα στα κορφοβούνια
του Προμηθέα τα σπλάχνα σκίζοντας ένα όρνιο
μεγάλο, ασάλευτο ξανοίγεται μακριάθε·
για να διώξης το μαύρο γύπα που σε τρώει,
αρματωσέ μας, νέε νησιώτη, το καράβι.
Κι άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
3
Τ’ ανάκρασμα τακούτε της αρχαίας Πυθίας;
« Νίκη στων ημιθέων ταγγόνια!» Από την Ίδη
ως στης Νικαίας τάκρογιάλια ξανανθίζουν
αιώνιες οι ελιές. Με τάρματα στα χέρια
εμπρός! Τα ύψη των βουνών άς τανεβούμε,
τους σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας!
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
4
Κ’ έλα, ετοιμάστε τα λευκά φορεματά σας,
αρραβωνιάστικες, για να στεφανωθήτε
στο γυρισμό τους ακριβούς σας· μέσ’ στο λόγγο
γι’ αυτούς που σας γλυτώσανε κόφτε τη δάφνη.
Άγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη,
άς πιούμε ξέχειλη τη δόξα παλληκάρια.
Κι άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
5
Ό,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνη, αδέρφια!
Στων πυρωμένων τύτων βράχων τη λαμπράδα
με σάρκα θεία μπόρεσ’ ο άνθρωπος να ντύση
το φωτερώτερο κι απ’ όλα τα όνειρα του.
Κ’ η χριστιανή ψυχή βουβή εκεί πέρα θα είναι;
Κ’ εμείς ενός κορμού ξερόκλαδα εκεί πέρα;
Κι άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
6
Το Μαραθώνιο πεζοδρόμιο ακολουθώντας
κι άν πέσουμε, το χρέος μας έχουμε κάμει!
Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα
το αίμα μας, θριάμβων αίμα, ταιριασμένο,
θα πορφυρώση τον καρπό τον κοραλλένιο,
και το σταφύλι το κρεμασμένο στο κλήμα.
Κι άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
7
Της ιστορίας μας φέγγουν τρείς χιλιάδες χρόνια.
Ορθοί! Και πρόβαλε από τόρα το παλάτι
στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά τα μάγια,
Κι ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη.
Στίς αμμουδιές της Μέκκας διώξε το, ήλιε,
το μισοφέγγαρο μακριά απ’ τον ουρανό μας...
Άν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν’ η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
«Η πολιτεία και η Μοναξιά»
FREDERIC MISTRAL (1830-1914)
ΜΤΦΡ.ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
5.5.08
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Αυλακωμένο μέτωπο, βαθύ
μάτι, όψη τολμηρή, μαλλί πυρρό,
χείλι άλικο παχύ, δόντι λαμπρό,
κι άσπρο, όμορφος λαιμός, στήθος φαρδύ,
κυρτό κεφάλι.Η φορεσιά μου απλή,
σκέψη, πράξη, γοργές,βήμα γοργό.
Ανθρώπινος, πιστός, ειλικρινής:
ενάντια μου όλα, ενάντια τους κ’ εγώ!
Κάποτε αντρείος στη γλώσσα, και πολλές
φορές στο χέρι.Μελαγχολικός,
συχνά μόνος.Μα πάντα σκεφτικός.
Παινώ, πλούσιος σε κάκιες κι αρετές,
το σωστό, μα πάω η καρδιά όπου κλίνει:
μόνο ο Άδης θα μου δώσει τη γαλήνη!
UGO FOSCOLO, ΜΤΦΡ.ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
ΑΝΘΟΛ.ΠΑΓΚ.ΠΟΙΗΣΕΩΣ
3.5.08
ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΗΣ ΔΕΣΔΕΜΟΝΑΣ
ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΗΣ ΔΕΣΔΕΜΟΝΑΣ
The poor soul sat…
Η αθλία ψυχή καθήμενη
Σε χόρτο,σε λουλούδι,
Με μία φωνή νεκρώσιμη
Αρχίναε το τραγούδι:
«Ελάτε, τραγουδήσετε
Την πράσινην ετιά.»
Ακίνητο το χέρι της
Είς την καρδιά βαστάει,
Την κεφαλή στα γόνατα
Τ’αδύνατα ακουμπάει,
Κι’ ο ρύαξ εκεί στα πόδια της
Εφλοίσβιζε τερπνά.
«Όλοι, όλοι τραγουδήσετε
Ετιά, ετιά, ετιά.»
Πικρά αντάμα εβγαίνανε
Τα δάκρυα με τα λόγια,
Κι’έτσι έλεγε ακατάπαυτα
Βαριά τα μοιρολόγια,
Όπου την ελυπιόντανε
Λαγκάδια και βουνά.
«Έτιά να τραγουδήσετε,-
«Ετιά και πάντα ετιά.»
«Δε φταίει·-ψεύτη τον Έρωτα
Κανείς άς μην τον κράζη·
Έως που μιλεί τ’ αχείλι μου,
Δε φταίει, θε να φωνάζη·
Γιατί μου το φανέρωσε
Πώς πλέον δε μ’αγαπά,
Κι αμέσως εγώ αρχίνησα
Να τραγουδήσω ετιά.
»Μια μέρα εγώ του κλαύθηκα
Πως πέφτει σ’ άλλα στήθη
Κι’εμένα μ’ απαράτησε,-
Κι’ εκείνος μ’ αποκρίθη:
Μιμήσου κι’ αγάπησε
Άλλη κι’ εσύ αγκαλιά.-
Τι ν’ αγαπήσω η δύστυχη
Πάρεξ θανάτου ετιά!
»Δέν θέλω να μου βάλουνε
Είς το στερνό κλινάρι
Μυρτιές, ούτε τριαντάφυλλα,
Πάρεξ ετιάς κλωνάρι,
Κι’ απάνου από το μνήμα μου
Άλλη δε θέλω ισκιά·
Όλοι, όλοι, τραγουδήσετε
Την πράσινην ετιά.»
WILLIAM SHAKESPEARE (1564-1616)
ΜΤΦΡ. Δ.ΣΟΛΩΜΟΣ
1.5.08
ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 29-4-1863 29-4-1933