28.9.08

Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ


Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ

«Ποιός θα τολμήσει αυτό, ακόλουθος ή ιππότης,
Μέσα στην άβυσσο ετούτη να βουτήξει;
Μια κούπα ολόχρυση πετώ στο στόμιό της,
Το ’χει ώς τα βάθη κάτω ήδη ρουφήξει.
Όποιος μπορεί την κούπα πάλι να μου φέρει αυτήνε
Μπορεί τότε να την κρατήσει αυτός·δικιά του είναι».

Είπε αυτά ο βασιλιάς κι απ’ την κορφή πετάει
Του απότομου γκρεμού, βραχώδους και τραχύ,
Που εκρέμετο πάνω απ’ τ’ ατέλειωτα πελάη,
Την κούπα μες στης Χάρυβδης την άγρια ταραχή.
«Ποιός είναι ο ψυχωμένος, το ξαναρωτώ,
Που θα βουτήξει μέσα στο βάθος αυτό;»

Κ’ οι ιππότες κ’ οι ακόλουθοι όλοι γύραθέ του
Τονε ακούν και παραμένουνε βουβοί.
Κοιτούν τ’ άγρια νερά και λέξη δεν προσθέτουν
Και ουδείς το κύπελλο να αποκτήσει δεν ποθεί.
Και ο βασιλιάς Τρίτη φορά αυτό ξαναρωτά;
«Είναι κανείς που να ριχτεί εκεί μέσα το κοτά;»

Μα όλοι πάλι, όπως και πριν, μένουνε βουβαμένοι,
Κ’ ένα παιδί ευγενικό, ανδρείο, μ’ ηρεμία
απ’ τον χορό των ακολούθων τον σκιαγμένο βγαίνει,
Και πέρα του πετά την ζώνη, πέρα τον μανδύα·
Κι όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες τότε τριγυρνάνε
Και τον εξαίσιο νεανία με απορία κοιτάνε.

Και όπως βαδίζει στου γκρεμού την κατηφόρα
Και κοιτά κάτω προς το στόμιο της αβύσσου,
Τα νερά εκείνα που είχε καταπιεί, τώρα
Ξανά η Χάρυβδη τα εξεμούσε πίσω·
Και μ’ ήχο ίδια όπως κάνει της βροντής ο κρότος
Πετάγονταν μ’ αφρό απ’ του ανοίγματος το σκότος.

Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο,
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγγένα’
Τ’ αγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.

Μα εντέλει η ορμή καταλαγιάζει η λαβρη
Και κάτωθε απ’ τον άσπρο αφρό τώρα προβάλλει
Χαίνουσα ορθάνοιχτη μία σχισμάδα μαύρη,
Απύθμενη, λες κι ήθελε στην Κόλαση να βγάλει.
Τότε το κύμα το αφρισμένο πίσω κάνει
Στης δίνης μέσα τραβηγμένο την χοάνη.

Γοργά τώρα, προτού πάλι η αντάρα βγεί,
Τον εαυτό του ο νέος στου Θεού τα χέρια δίνει,
Και−ολόγυρα ακούεται τρόμου μια κραυγή,-
Ήδη μακριά τον έχει παρασύρει η δίνη·
Και πάνω απ’ τον κολυμβητή τον θαρραλέον
Μυστήρια κλείνει αυτή και δεν φαίνεται πλέον.

Και η γαλήνη τα νερά έχει καταστείλει,
Ξεσπά στα βάθη μόνο η άγρια η μανία,
Και τρέμοντας ακούς από χείλη σε χείλη:
«Τράβα με το καλό, γενναίε νεανία!»
Κι ακούονται μογκρητά, όλο και πιο αγριεμένα,
Και ν’ αναμένουν μ’ αγωνία βλέπεις τον καθένα.

Και το ίδιο το στέμμα εσύ να ’χες μέσα πετάξει,
Και να ’λεες σ’ όποιον σ’ το ’ φερνε ότι θα το ’χει,
Και βασιλιάς ότι θα γίνει να του είχες τάξει
Θα ’λεγα εγώ: την ακριβή αμοιβή δε θέλω, όχι!
Τι κάτω εκεί κρύβουν μες σ’ ούρλιασμα τα βάθη
Ζώσα ψυχή καλότυχη να πει αδύνατον εστάθη.

Τι μες στον στρόβιλο αρπαγμένο, ως τον πάτο
Αν ποντιζότανε στα βάθη κάποιο σκάφος,
Μόνο συντρίμμι, ιστίο η καρίνα θα αποσπάτο,
Που ο παμφάγος θα εξεμούσε ο υγρός τάφος.
Κι όλο και πιο ευκρινώς, ως βουίζει η θύελλα όταν
Εγγίζει, όλο και πιο κοντά άκουες που μαινόταν.

Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο.
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγένα’
T ’ άγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.

Και νά! Μέσα απ’ τα σκοτεινά νερά, κάτι
Προβάλλει πάλλευκο ως του κύκνου το πουλί,
Και ένα μπράτσο, μια στιλπνή γυμνή πλάτη,
Και με δύναμη πλέχει και προσπάθεια πολλή·
Και είνα αυτός, και ψηλά στ’ αριστερό του χέρι
Το κύπελλο κραδαίνει, γνέφει κι όλος χαίρει.

Και ανάσαινε βαθιά, και ανάσαινε ξανά,
Και χαιρετούσε του ουρανού το ηλιοφώς.
Κι ο ένας έκραζε στον άλλον με χαρά:
«Ζει! Νά τος! Δεν τον κράτησε ο βαθύς ο ζόφος.
Από τον τάφο, απ’ την δίνη του νερού την τόση
Έχει ο γενναίος την ζωντανή ψυχή του σώσει».

Και σαν φτάνει, το πλήθος μ’ ιαχές τόνε κυκλώνει,
Και στου βασιλιά τα πόδια πέφτει αυτός με σέβη.
Και την κούπα του δίνει κλίνοντας το γόνυ·
Και ο βασιλιάς τότε στην γλυκιά κόρη νεύει,
Που ώς το χείλος την γεμίζει με κρασί που λαμπυρίζει,
Και ο νεαρός τότε κατά τον βασιλέα γυρίζει:

«Του βασιλιά πολλά τα έτη! Ας χαίρεται ο καθείς
Που αναπνέει εδώ στο φώς που ρόδινο αυγάζει!
Σε δοκιμή ο άνθρωπος τον θεό ας μην βάζει
Κι ας μην επιθυμεί ποτέ να δει, ουδέποτε,
Ό,τι σε νύχτας φρίκη κρύβει να μη βλέπεται.

Σαν αστραπή η βουτιά μου ήταν γοργή·
Απ’ το βραχώδες τότε στόμιο μιας σχισμής
Άγρια μια ροή μ’ αρπά απ’ ορμητική πηγή.
Του διπλού ρεύματος η λυσσασμένη ισχύς
Σαν σβούρα μ’ έστρεφε και της δίνης οι γύροι
Δίχως αντίσταση με είχαν παρασύρει.

Τότε ο Θεός, που στην φριχτή, έσχατη ανάγκη
Επικαλέστηκα, τηνβοήθειά του να πάρω,
Μου δείχνει ύφαλο, που ’βγαινε απ’ το φαράγγι.
Γοργά τον άδραξα και ξέφυγα απ’ το χάρο·
Κι η κούπα εκεί ήταν, σε κοράλλια μυτερά,
Αλλιώς στ’ απύθμενα θα ’ χε χαθεί νερά.

Τι ακόμα χάσκαν από κάτω μου στα σκότη
Τα ολοπόρφυρα βαθιά και άσωστα μήκη·
Κι αν κει το παν για το αυτί αιωνίως υπνώττει,
Το μάτι κοίταε προς τα κάτω όλο φρίκη
Πώς σαλαμάνδρες, δράκαινες κι άλλα φριχτά όντα
Μες στης κολάσεως τα σαγόνια αναδευόνταν.

Γιατί μια μάζα σφαιρική σάλευε μαύρη
Και βδελυρή, όπου έβριθαν σε απαίσια μίξη
Το ακάνθινο σαλάχι, η μουρούνα και η λάβρη
Η άμορφη σφύραινα, έτοιμη να χιμήξει·
Και μου’ δειχνε κεί τους οδόντες τους παμφάγους
Ο καρχαρίας ο τρομερός, η ύαινα του πελάγους.

Και μακριά από κάθε ανθρώπινη βοήθεια
Ήξερα ότι ήμουν, κι όλος φρίκη εκεί κρεμόμουν
Μες στα φαντάσματα, με πάλλοντα τα στήθια,
Μόνος μες στη φριχτή τη μοναξιά του τρόμου,
Βαθιά, μακριά από ήχο ανθρώπινης λαλιάς
Δίπλα στα τέρατα της θλιβερής ερμιάς.

Και αυτό σκεφτόμουν κι έτρεμα, ένα τέρας όταν
Μ’ εκατό αρθρώσεις όρμησε με μια κίνηση μόνο
Να με αδράξει· κι όλος τρόμο εγώ, εκεί που ερχόταν,
Γοργά του κοραλλιού που άδραχνα άφησα τον κλώνο·
Κι ευθύς μ’ άρπαξε ο στρόβιλος με μιαν άγρια λύσσα.
Μα μου ’βγε τούτο σε καλό, μ’ έβγαλε πάνω ολοίσα»

Ο βασιλιάς ένιωσε έκπληξη απ’ το πράμα
Κι είπε: «Το κύπελλο είν’ δικό σου αυτοδικαίως
Και θα ’χεις και το δαχτυλίδιαυτό συνάμα,
Που ο πιο πολύτιμος λίθος κοσμεί κι ωραίος,
Γνώση σε με να φέρεις πάλι άν δοκιμάσεις,
Τι είδες στον πιο βαθύ πυθμένα της θαλάσσης».

Και μ’ αίσθημα στοργής το ακούει η θυγατέρα,
Και με ικετευτικό, όλο καλόπιασμα, ικετεύει στόμα.
«Αφήστε το παιχνίδι το φριχτό, αρκεί, πατέρα,
Στην δοκιμή σας πέτυχε ό,τι άλλος κανείς ακόμα·
Κι αν μέσα σας δεν έχει η επιθυμία κοπάσει,
Κάποιος ιππότης τον ακόλουθο άς ντρόπιασει».

Με βιάση αρπά την κούπα ο βασιλιάς μεγάλη,
Και μες στον στρόβιλο αμέσως την πετά:
«Το κύπελλο αν μου φέρεις συ εδώ και πάλι,
Ο πιο άξιος ιππότης μου θα ’σαι, σ ’το λέω, μετά·
Και θα ’χεις αγκαλιά αυτήν για συζυγό σου,
Που παρακάλια για σε κάνει σπλάχνους τόσου».

Και την ψυχή του την κινεί μια δύναμη ουράνια,
Και τολμηρά τ’ όμμα του αστράφτει και το θώρι.
Κι είδε να κοκκίνιζει η ωραία μορφή η σπάνια,
Και κάτωχρη είδε να σωριάζεται η κόρη.
Και το έπαθλο, αυτήν, για να κάνει δικιά του,
Ρίχνεται κάτω σε αγώνα θανάτου.

Το κύμα ακούν να σπάει, να γυρνά και πάλι,
Το αγγέλλει ο αχός του βροντερά, κεραυνοβόλα,
Σκύβουν, κοιτάνε κάτω και η καρδιά τους πάλλει.
Και φτάνουν, φτάνουν σε αντάρα τα νερά όλα,
Βουίζουν πάνω, βουίζουν κάτω με μανία·
Ξανά κανένα τους δεν φέρνει τον νεανία.

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ
Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα
Μεταφρ.Κυριάκος Σαμέλης
Εκδοσεις Διώνη

19.9.08

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Σ' έχω ψάξει στη γη των αγγέλων
εκεί που τ' όνειρο ζει
απ' το ποτέ ως το μέλλον
στην αιώνια στιγμή

Στο κρυφό σταυροδρόμι του κόσμου
εκεί που τ' όνειρο ζει
ένα φιλί έλα δως μου
ένα μόνο φιλί

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά

Στης σελήνης το αρχαίο πηγάδι
εκεί που τ' όνειρο ζει
μου 'χες χαρίσει ένα χάδι
μου 'χες δώσει μια ευχή

Θα σε ψάχνω στο τέλος του χρόνου
και στην αρχή τ' ουρανού
μ' ένα τραγούδι του δρόμου
Θα σε ψάχνω παντού

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά



Στίχοι: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Μουσική: Γιάννης Σπάθας
Ερμηνευτής: Μανώλης Λιδάκης

17.9.08

SEPTEMBER SONG





SEPTEMBER SONG

When I was a young man courting the girls
I played me the waiting game
If a maid refused me with a tossing curls, oh,
I let the old earth, take a couple of whirls
While I plied her with tears in prays of pearls
And as time came around she came my way
As time came around she came

For its a long, long while, from May to December
And the days grow short, when you reach September

And I have the lost my tears, and the walking in the little rain
Hey honey, I haven't gotta time for gaining Waiting Game

And the days turn to crawl(?grow old?) as they grow few
September, November

And these few colden(?golden?) days I'd like to spend 'em with you
These golden days, I'd like to spend 'em with you

And the days dwindle down to a precious few
September, November

And I'm not quite a quip for the waiting game
I have a little money, and I have a little pain

And these few golden days, as the days grow so few
These golden days, I'd like to spend 'em with you
These precious golden days, I'd like to spend 'em with you
September song, September song
September song, September song

Ποίηση BERTOLT BRECHT Μουσική KURT WEILL, και δύο από τους πάρα πολλούς ερμηνευτές αυτού του τραγουδιού...
LOU REED και FRANK SINATRA

REMEMBER A DAY


REMEMBER A DAY

Remember a day before today
A day when you were young.
Free to play alone with time
Evening never came.
Sing a song that can't be sung
Without the morning's kiss
Queen - you shall be it if you wish
Look for your king
Why can't we play today
Why can't we stay that way
Climb your favorite apple tree
Try to catch the sun
Hide from your little brother's gun
Dream yourself away
Why can't we reach the sun
Why can't we blow the years away
Blow away
Blow away
Remember
Remember

PINK FLOYD

13.9.08

ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ



ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ

Αν (όπως βάζει ο Έλληνας στο στόμα του Κρατύλου)
το όνομα είναι αρχέτυπο για κάθε πράγμα,
τα γράμματα που αποτελούν το ρόδο είναι το ρόδο
και στη λέξη Νείλος ρέει το νερό του Νείλου.

Έτσι, από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο,
κάπου θα υπάρχει ένα φοβερό Όνομα που περιέχει
το νόημα του Θεού και η Παντοδυναμία το έχει
μέσα σε συλλαβές και γράμματα κρυμμένο.

Οι γενεές το έχουν σήμερα λησμονήσει.
Μόνο ο Αδάμ και τ’ άστρα το γνωρίζαν
μέσα στον Κήπο. Η οξείδωση της αμαρτίας
(λένε οι καββαλιστές) το έχει πια σβήσει.

Η αθωότητα και τα τεχνάσματα του νου
είναι άπειρα. Και ξέρουμε πως ήρθαν οι αιτίες
και οι καιροί που ο λαός του Θεού
έψαξε το όνομα στις εβραϊκές ολονυχτίες.

Αντίθετα από άλλες μνήμες, που παρεμβάλλουν
θολές σκιές μέσα στης ιστορίας τη θολάδα,
αξέχαστη και ζωντανή είναι ακόμα η μνήμη
του Ιούδα του Λέοντα, ραβίνου στην Πράγα.

Ζητώντας να μάθει ό,τι ξέρει ο Θεός, δηλαδή,
ο Ιούδας αφιερώθηκε στις μεταθέσεις γραμμάτων
και λεπτές, περίπλοκες παραλλαγές ονομάτων
ώσπου πρόφερε Εκείνο, που αποτελεί το Κλειδί,

την Ηχώ, τον Αφέντη και τη Θύρα του Ανακτόρου,
πάνω σ’ ένα ανδρείκελο που με αδέξια είχε φτιάξει
χέρια σκυμμένος, και πάσχιζε να το διδάξει
τα μυστήρια των Γραμμάτων και του Χωροχρόνου.

Το πλάσμα άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια
και είδε χρώματα, άγνωστε μορφές μες σε μιά δίνη·
δεν καταλάβαινε και, ξάφνου, του τη δίνει
να δοκιμάσει ανοδικές κινήσεις προς τα σκαλοπάτια.

Με τον καιρό κατάλαβε πως ήταν (καλή ώρα
όπως κι εμείς) αιχμάλωτο σε μιαν ηχητική σαγήνη
γεμάτη από Πριν, Ενώ, Κατόπιν, Χτες ή Τώρα,
Δεξιά, Εγώ, Αριστερά, Εσύ, Άλλοι, Εκείνοι.

(Ο ραβίνος νομίζοντας τον εαυτό το πλάσμα Θείο
ονόμασε το πελώριο κατασκεύασμα Γκόλεμ·
γεγονός που αναφέρεται απ’ τον Σόλεμ
σε κάποιο περισπούδαστο χωρίο.)

Του εξήγησε λεπτομερώς το σύμπαν ο ραβίνος:
«Αυτά είναι τα πόδια μας, μ’ αυτά πατάς τη γη»
κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, εκείνο το κτήνος
κουτσά στραβά έμαθε να σκουπίζει τη συναγωγή.

Ίσως κάποιο να έγινε λαθάκι στα ψηφία
ή στου Θείου Ονόματος την προφορά·
γιατί παρόλη την απίστευτη μηχανορραφία
ο μαθητευόμενος άνθρωπος δε μίλησε ούτε μια φορά.

Τα μάτια του –μάλλον σαν σκύλου παρά ανθρώπου
ή, μάλλον, μάτια αντικειμένου, ούτε καν σκύλου–
πιστά ακολουθούσαν τον αφέντη του όπου
κι αν έστριβε στο σύθαμπο του μυστικού του ασύλου.

Κάτι αφύσικο και φρικαλέο είχε το Γκόλεμ
αφού, στο διάβα του, κρυβόταν ώς κι ο γάτος
του ραβίνου. (Τον γάτο δεν τον αναφέρει ο Σόλεμ,
εγώ τον επινόησα προσφάτως.)

Υψώνοντας τα χέρια στο Θεό του, χιλιάδες
μιμήσεις έκανε του Θεού του και χαιρόταν
ή, ηλίθια χαμογελώντας, διπλωνόταν
σε ανατολίτικους εδαφιαίους τεμενάδες.

Τρυφερά, μα και κάπως τρομαγμένος ο ραβίνος
το κοιτούσε και μονολογούσε κρυφά:
«Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω τέτοια παρωδία
και δεν καθόμουν άπρακτος, φερόμενος σοφά;

Γιατί στ’ άπειρα σύμβολα να φτιάξω ένα ακόμα;
Γιατί σ’ αυτό το μάταιο κουβάρι των νοημάτων
που αιώνια ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά
προσθέτω κι άλλον γύρο, άλλη μία συμφορά;»

Την ώρα που η ψυχή του αναχωρούσε,
είχε το βλέμμα του στο Γκόλεμ του στραμμένο.
Τάχα ο Θεός τί νά ’νιωσε καθώς κοιτούσε,
στην Πράγα τον ραβίνο του κατ’ εικόνα πλασμένο;

JORGE LUIS BORGES

ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΤΦΡ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

EL GOLEM

Si (como el griego afirma en el Cratilo)
El nombre es arquetipo de la cosa,
En las letras de rosa está la rosa
Y todo el Nilo en la palabra Nilo.

Y, hecho de consonantes y vocales,
Habrá un terrible Nombre, que la esencia
Cifre de Dios y que la Omnipotencia
Guarde en letras y sílabas cabales.

Adán y las estrellas lo supieron
En el Jardín. La herrumbre del pecado
(Dicen los cabalistas) lo ha borrado
Y las generaciones lo perdieron.

Los artificios y el candor del hombre
No tienen fin. Sabemos que hubo un día
En que el pueblo de Dios buscaba el Nombre
En las vigilias de la judería.

No a la manera de otras que una vaga
Sombra insinúan en la vaga historia,
Aún está verde y viva la memoria
De Judá León, que era rabino en Praga.

Sediento de saber lo que Dios sabe,
Judá León se dio a permutaciones
de letras y a complejas variaciones
Y al fin pronunció el Nombre que es la Clave.

La Puerta, el Eco, el Huésped y el Palacio,
Sobre un muñeco que con torpes manos
labró, para enseñarle los arcanos
De las Letras, del Tiempo y del Espacio.

El simulacro alzó los soñolientos
Párpados y vio formas y colores
Que no entendió, perdidos en rumores
Y ensayó temerosos movimientos.

Gradualmente se vio (como nosotros)
Aprisionado en esta red sonora
de Antes, Después, Ayer, Mientras, Ahora,
Derecha, Izquierda, Yo, Tú, Aquellos, Otros.

(El cabalista que ofició de numen
A la vasta criatura apodó Golem;
Estas verdades las refiere Scholem
En un docto lugar de su volumen.)

El rabí le explicaba el universo
"Esto es mi pie; esto el tuyo; esto la soga."
Y logró, al cabo de años, que el perverso
Barriera bien o mal la sinagoga.

Tal vez hubo un error en la grafía
O en la articulación del Sacro Nombre;
A pesar de tan alta hechicería,
No aprendió a hablar el aprendiz de hombre,

Sus ojos, menos de hombre que de perro
Y harto menos de perro que de cosa,
Seguían al rabí por la dudosa
penumbra de las piezas del encierro.

Algo anormal y tosco hubo en el Golem,
Ya que a su paso el gato del rabino
Se escondía. (Ese gato no está en Scholem
Pero, a través del tiempo, lo adivino.)

Elevando a su Dios manos filiales,
Las devociones de su Dios copiaba
O, estúpido y sonriente, se ahuecaba
En cóncavas zalemas orientales.

El rabí lo miraba con ternura
Y con algún horror. ¿Cómo (se dijo)
Pude engendrar este penoso hijo
Y la inacción dejé, que es la cordura?

¿Por qué di en agregar a la infinita
Serie un símbolo más? ¿Por qué a la vana
Madeja que en lo eterno se devana,
Di otra causa, otro efecto y otra cuita?

En la hora de angustia y de luz vaga,
En su Golem los ojos detenía.
¿Quién nos dirá las cosas que sentía
Dios, al mirar a su rabino en Praga?

JORGE LUIS BORGES

8.9.08

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Α να μεθύσω έως θανάτου ν’ αλλάξω φτερά
όσο ο αλιεύς μαργαριταριών θα βυθίζεται στο
εκτυφλωτικό γαλάζιο του βάθος
όσο κυλάει η καρδιά προς τον πράσινο καταρράκτη της
να νιώσω μια λύπη βαθιά να ξεχάσω
Α να σε πιω έως θανάτου και ν’ αλλάξω φτερά
να ακούσω του Ικάρου το πάφλασμα το σιωπηλό
τραγούδι του βουτηχτή
και το μαύρο κρυστάλλινο γλίστρημα του ψαριού στον
πυθμένα της μέθης
να δω κοιμητήρι ν’ ανθίζει στην απάτητη άκρη του
και να ακούσω κάποιον να έρχεται βγαίνοντας από το
μακρινό του σύμπαν
Α να σε πιώ έως θανάτου με δικά σου φτερά
να γευτώ των μελών σου δρασκέλισμα προς της
Δάφνης τις φυλλωσιές
και της χλόης τη μεταμόρφωση στης φλογέρας σου το
άκουσμα
Α να ξυπνήσω απο σένα με δικά μου φτερά
να νιώσω μια λύπη βαθιά να κρυφτώ
και ν’ ακούσω το υπέρτατο ύψος
και τον καταρράκτη να πλησιάζουν
να νιώσω στα χέρια μου το φώς των μελών σου
το ευώδιασμα των φάρων σου στο μονοπάτι των
φεγγαριών μας
Α να σε πιώ ως να γίνεις ανώνυμη και ν’ αλλάξω
φτερά
Α να μπορούσα να πιώ την κλεισμένη ματιά σου με τα
φτερά μου
να ακούσω τη δική σου ευωδιά του σύμπαντος των
φάρων
και ενάντια στη νύχτα σπαθί και στα χέρια μου φώς
και ενάντια στν αγριεμένη θάλασσα πλεούμενο και
αναμονή κάτω από σύννεφο βαρύ
και ενάντια στο υπέρτατο ύψος το βέλος και ενάντια
στο βάθος σπαθί
και του ήλιου αστραπή
Α και να σε είχα πιει δίχως όνομα με τα φτερά σου
Α και να με είχαν πιει δίχως όνομα με τα φτερά μου
Α βέλος που πάντα στοχεύεις την κορυφή της τροχιάς
σου
Α γέφυρα της καταιγίδας ανάμεσα σε Ανατολή και
Δύση
Εσύ η πρώτη και η στερνή του κόσμου ακτίνα πάνω
απ’ τη θάλασσα
Θυμήσου μας εσύ
και λίκνισέ μας
και τύφλωσέ μας
και πιές μας
Α με τα φτερά μας να μας πιείς!


ERIK LINDEGREN
...από τη συλλογή Άντρας χωρίς δρόμο, 1942
Μ.Τ.Φ.Ρ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΕΛΜΠΕΡΓΚ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΟΥΗΔΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

6.9.08

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ


ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
PHOTO:HELMUT NEWTON