30.12.09

ΕΛΕΝΗ


ΕΛΕΝΗ

Τι ωραία που είσαι τώρα που δεν υπάρχεις πια
Η τέφρα του θανάτου σ' έγδυσε κι απ' την ψυχή σου ακόμη
Τι ποθητή που είσαι απ' τον καιρό που αφανιστήκαμε
Κύματα κύματα γεμίζουν την καρδιά της ερήμου
Την πιο πελιδνή από τις γυναίκες
Ωραία που είναι στις υδάτινες κορφές της γης αυτής
Του νεκρού απ'την ασιτία τοπίου
Που ζώνει ολόγυρα την πολιτεία την πρωτινή
Ωραία που είναι μες στα χλοερά κι απρόσμενα πλατώματα
Μεταμορφωμένα σε ναούς ωραία που είναι
Στο γυμνό κι ανάστροφο κι ολέθριον οροπέδιο
Που είσαι τόσο πεθαμένη
Σκορπώντας ήλιους απ' τ' αχνάρια των ματιών σου
Και τους ίσκιους των μεγάλων ριζωμένων δέντρων
Στη φοβερή σου κόμη αυτήν που μ' έριχνε σε παραμιλητό.

ΠΙΕΡ ΖΑΝ ΖΟΥΒ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

28.12.09

Η ΑΙΘΟΥΣΑ


Η ΑΙΘΟΥΣΑ

Ολονυχτίς το ζώο άλλαζε θέση μες την αίθουσα,
Ποιός να ' ναι αυτός ο δρόμος που δε θέλει να τελειώσει;
Ολονυχτίς η βάρκα γύρεψε το γιαλό,
Ποιοι να 'ναι αυτοί οι απόντες που φωνάζουν να γυρίσουν;
ΟΛονυχτίς το ξίφος γνώρισε τη λαβωματιά
Ποιά να ' ναι η θλίψη αυτή που δε μπορεί να νιώσει τίποτα;
Ολονυχτίς το ζώο εβόγκηξε μέσα στην αίθουσα,
Κθημαγμένο, αρνήθηκε της αίθουσας το φως,
Ποιός είναι αυτός ο θάνατος που τίποτα δεν ξέρει να γιατρέψει;

ΥΒ ΜΠΟΝΦΟΥΑ
Μετάφραση, Τάκης Σινόπουλος

25.12.09

[ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ]



[ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ...]

Του καιρού των αναμνήσεων ήταν η χρονιά,
ο μήνας ήταν της σελήνης των ρόδων, οι καρδιές
απ' τις καρδιές που μ' ένα τίποτα παρηγοριούνται.

Γλυκά ως το θάνατο τραγούδια, πλάι στη θάλασσα,
μέσα στο σούρουπο με τα κλειστά ματόφυλλα
κι ύστερα, μη και ξέρω; Ταμπουρίνα, λόγια.

Κραυγές χορού που δεν ήταν να τελειώσουν,
έφηβος πόθος συγκινητικός που δεν τολμά
και πεθαίνει στης βαρκαρόλας το φινάλε.

-Το θυμάσαι, Ανάμνηση, θυμάσαι;
Στον αόριστο μήνατης σελήνης των ρόδων.
Μα τίποτα, απ' ότι παρηγορεί, δεν έχει μείνει.

Για να κοιμηθεί τάχα ή μη για να πεθάνει
αναπαύεται το κεφάλι σου στα γόνατα μου
με των παράφορων ρόδων τη ραθυμιά;

Ο ίσκιος πέφτει, η σελήνη ωριμάζει.
Από γλυκύτητα πράγματα η ζωή 'ναι πλούσια:
για τα μάτια δάκρυα, για τ' ανθοπέταλα δροσιά.

Ναι, το ίδιο σχεδόν γλυκιά με το θάνατο η ζωή 'ναι...
Χλιαρά φαρμάκια σε μικρές δόσεις παρμένα
και ποιήματα από θελκτικά σύμβολα γιομάτα.

Ω παρελθόν! Γιατί χρειάστηκε τάχα να πεθένει;
Ω παρών! Γιατί αυτές οι κατηφείς ώρες,
γελωτοποιέ, που το ρόλο σου στα σοβαρά παίρνεις!

-Του καιρού των αναμνήσεων ήταν η χρονιά,
ο μήνας ήταν της σελήνης των ρόδων, οι καρδιές
απ' τις καρδιές που μ' ένα τίποτα παρηγοριούνται.

Μα γρήγορα είτε αργά έπρεπε αυτό να τελειώσει
με το πολύ γέρικο τέλος όλων των πραγμάτων
-πράγμα όχι, αλήθεια, θλιβερό μηδέ κι αστείο.

Οστά θα κιτρινίσουν πρώτα και στο μουχλιασμένο
κρύο των κλειστών σκοταδιών θα πρασινίσουν
μετά - των πράξεων τέλος, των παραβολών τέλος.

Κι ούτ' έναν οβολό αξίζουν όλα τ' άλλα.

Μετάφραση: Άρης Δικταίος

Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα
Ελληνικά Γράμματα

Ο ΚΥΚΝΟΣ


Ο ΚΥΚΝΟΣ

Ο μόχθος, μέσα απ' ό,τι δεν έγινε ακόμα,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με του κύκνου τ' άπλαστο βήμα.
Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμηλωμά του μοιάζει
στα νερά πάνω του το δέχονται γαλήνια
και που, σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται,
ενώ αυτός, άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.

ΡAΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Μεταφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα
Ελληνικά Γράμματα




15.12.09

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Εδώ βουβή με παραδίδει
Ό, τι υπήρξε τίποτα δικό μου
Να ονομάσω
Τυφλή τη νύχτα το στερέωμα όταν σκιάζει
Σάβανα με τυλίγει με καθοδηγεί στο υπερώο
Λευκό ένα άτι βλέπω αφηνιασμένο
Οι αγωγιάτες σαστισμένοι το κοιτάζουν
Πάνθηρας γένηκε με κομμάτιαζει

Απαράμιλλο όνειρο
Αμμώδες στρώμα
Πίσω της μ’ άφησε να χάσκω
Μες του ροδιού της τον καιρό
Άνυδρο ξόανο ξεγυμνωμένο

Γεωργία Πουλοπούλου

Οδός Πανός Εκδόσεις

12.12.09

ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ


ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ

Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυό μας βαθιά τον πανικό του
χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες
πλάνες μας στ’ όνειρο

Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που
πληγώσαν τα χρόνια μας

Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει
το χρέος μας ολάκερο

Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους
όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια
από τ’ άνναμα της σάρκας

Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που
σπαταλούσαν το γέλιο τους

Ξέρεις πως θα’ ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε
αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας

Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξα-
γρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας
να’ ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας

Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί
ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια
φερσίματα.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Εκδόσεις Νεφέλη
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971

9.11.09

27ος ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

27ος ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

...Οπως πέρυσι έτσι και φέτος αφιερώνουμε αυτή την ανάρτηση (από τις λιγοστές αυτή την περίοδο, εύχομαι να λήξει γρήγορα...)στο Κλασσικό Μαραθώνιο...

O Γιόσεφατ Κιπκουρούι ήταν ο νικητής του 27ου Κλασικού Μαραθωνίου Αθήνας που διοργάνωσε ο ΣΕΓΑΣ στη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο Κενυάτης δρομέας τερμάτισε σε 2 ώρες 13:44, μπροστά από τους συμπατριώτες του, Εντουιν Κίπτσομ (2:14:18) και Πίους Μουτούκου Μουάσα (2:14:39).

29.10.09

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσατλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα,
Ελληνικά Γράμματα
ΜΤΦΡ.Δημήτρης Καλοκύρης

20.10.09

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ



Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρα μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
─ ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό ─
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ, ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

18.9.09

ΤΟ ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ


Το ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ

Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,
τα χάλκινα —με τρεις οπές— σουράβλια είχαν στα χείλη,
όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες
— ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το 'να το άλλο εφίλει.
Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η — σαΐτα —ρίγα
(των χρυσοκεντημένων της — αράδα — παπαγάλων)
στις γάμπες σου ανελίχτηκε — γοργό ερπετό — που ερίγα
στο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων.
Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών — στο σέρπιο μονοπάτι —
τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου)
έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι
και τ' αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

21.8.09

ΕΝΑΤΗ ΝΥΧΤΑ

ΕΝΑΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ξανάρθε με κεφάλι λύκου
Ίδρωνε θειάφι, τον ήξερα καιρό
«Καληνύχτα», είπα, «το δέρμα μου είναι επώδυνο».
Με δυσκολεύει μια παλιά χειρονομί εγκαρτέρησης.
Πολύ είχα λυπήσει
Εκείνο με τα ραγίσματα, κι έπρεπε νάρθεις.
Ένα σταχτί φίδι παλλόταν πάντα απ’ την οροφή.

«Το ξέρω», είπε. «Δεν έχει άλλο τίποτα να δείς
Απ’ αυτή τη μεριά.
Όμως, κι η έχθρα για το τίποτα
Δεν είναι πια επίκαιρη». Με χάιδεψε
Ήμερα. Είδα ένα όνειρο με συχνούς
Αποκεφαλισμούς. Και μια χοάνη
Μεγάφωνα πουλιά αδειάζοντας στην πλατφόρμα
Να τρελλαίνονται.

«Ζήτησε μια αναστολή ακόμα», είπε―

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

24.7.09

ΔΕΥΤΕΡΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

Από τα Κρυμμένα Ποιήματα Ίκαρος 1993

3.7.09

ULISSES IN THE SEA


(ULISSES THINKING)

...TO LADY WHO VISIT THE BLOG FROM THE SOUTH...

THE SEA

ULISSES IN THE SEA

A great wave drove at him with toppling crest
spinning him round, in one tremendous blow,
and he went plunging overboard, the oar-haft
wrenched from his grip. A gust that came on howling
at the same instant broke his mast in two,
hurling his yard and sail far out to leeward.
Now the big wave a long time kept him under,
helpless to surface, held by tons of water,
tangled, too, by the seacloak of Kalypso.
Long, long, until he came up spouting brine,
with streamlets gushing from his head and beard;
but still bethought him, half-drowned as he was,
to flounder for the boat and get a handhold
into the bilge ―to crouch there, foiling death.
Across the foaming water, to and fro,
the boat careered like a ball of tumbleweed
blown on the autumn plains, but intact still.
So the winds drove this wreck over the deep,
East Wind and North Wind, then South Wind and West,
coursing each in turn to the brutal harry.

From THE ODYSSEY, book V lines 330-350
HOMER
Translated by Robert Fitzgerald

25.6.09

Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η λάμψη του χιονιού. Οι κέδροι σα γαλάζιες φλόγες.
Το φεγγάρι είν’ ασημένιο μάτι.

Το τρίξιμο απ’ τα κόκαλα των οδοιπόρων. Η μακρινή ηλιαχτίδα.

Σα μια συνομιλία σβησμένη. Ο άνεμος στο δροσερό σεντόνι.

Η στιγμιαία βροχή. Το σιτεμένο ταμπούρλο. Η σακούλα.

Τα μάτια από χρυσή βροχή.
Το σύννεφο και το φεγγάρι. Η ασημένια του όψη μιας στιγμής.

Το πέτρινο δρομάκι. Ο άνεμος στο υγρό σεντόνι.
Η απόμακρη βροντή. Τ’ ανάλαφρο σου βήμα.

Το σύννεφο θολώνει τον καθρέφτη. Η ματωμένη του όψη.
Το δάσος είναι γαλανό. Η βροντή στο τέλος του δρόμου. Το ταμπούρλο.

Το καλύβι. Ο νοτερός καπνός. Το φώς μέσ’ απ’ τα κουρτινάκια.
Ο άνεμος είν’ ο χτύπος. Οι κραυγές. Το ύψωμα.

Ο λύκος τη νύχτα. Ο λύκος στην πόρτα. Η σύντομη αστραπή.
Το δάχτυλο δείχνει. Το μάτι με πέρλες βροχής.

Η ματωμένη μούρη του στην πόρτα. Η μυρουδιά του καμένου ξύλου.
Η βροχή διαλύει το πέπλο της. Λιώνει τη γάζα στην όψη της.

Το αίμα. Η βροχή στο λαιμό.

Η καταδίωξη μέσ’ απ’ τους γαλάζιους κέδρους. Τ’ ανεμοπανταλόνι.
Το μαχαίρι στην τσάντα. Η νερένια πληγή.

Το φεγγάρι είναι μάτι ματωμένο. Οι κέδροι είναι φλόγες γαλάζιες.
Ο λύκος στο δάσος. Η απόμακρη βροντή.

Ο νοτερός καπνός στο σπίτι. Το αίμα στο χιόνι.
Το σπίτι τ’ άδειο.

Το μάτι με πέρλες βροχής. Ο άνεμος στο παγερό σεντόνι.
Το μαχαίρι στο χιόνι.

FELIX DE AZUA
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

19.6.09

ΥΠΑΡΧΕΙΣ


(PICASSO, ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ)

ΥΠΑΡΧΕΙΣ

ΥΠΑΡΧΕΙΣ
Στο σύννεφο το κόκκινο της δύσης
Στις βαθιές κρυφές μου παραισθήσεις
Στην ερωτική ορμή μου
Στο ρίγος που περνάει το κορμί μου
Στο τρελλό νεανικό μου πάθος
Στο καυτό του πόθου μου το βάθος
ΥΠΑΡΧΕΙΣ
Στο αντιφέγγισμα του φεγγαριού, στο δάκρυ
Στου δικού μου του παράδεισου την άκρη
Στου ερωτιασμού μου την ανείπωτη μαγεία
Στων αχτίδων του ήλιου τη θωπεία
Στα σκισμένα πέπλα της ντροπής μου
Στις ασύδοτες κραυγές της ηδονής μου
Υπάρχεις
Στην τρέλλα του χθές, του σήμερα, του τώρα
Σ’ αυτήν την τραγική του τέλους μας την ώρα...
ΥΠΑΡΧΕΙΣ

1978
Στο Ντίνο

Καίτη Κανδηλώρου
Πολύπους ίππος
Ποιήματα
Αθήνα 2009

18.6.09

GABRIELLE DIDOT


GABRIELLE DIDOT


Το βράδυ ετούτο κάρφωσε μ’ επιμονή το νου μου
κάποια γυναίκα που άλλοτες εγνώρισα, κοινή,
που ωστόσο αυτή ξεχώριζεν από τις αδελφές της,
γιατί ήταν πάντοτε σοβαρή, θλιμμένη και στυγνή.

Θυμάμαι που την πείραζαν συχνά τ’ άλλα κορίτσια,
γελώντας την για το ύφος της το τόσο σοβαρό,
και μεταξύ τους έλεγαν, αισχρό κάνοντας σχήμα,
πως θα συνήθιζε και αυτή με τον καιρό.

Κι αυτή, ψυχρή και σιωπηλή, καθόταν στη γωνιά της,
ενώ μια γάτα χάιδευε με αυτάκια μυτερά
κι ένα σκυλί που δίπλα της στεκόταν λυπημένο –
ένα σκυλί όπου ποτέ δεν κούναε την ουρά.

Κι έμοιαζ’ η γάτα, που αυστηρή την κοίταζε στα μάτια,
η πλήξη ως να ’ταν, που με μάτια κοίταε ζοφερά,
και το σκυλί που εδάγκωνε το κάτασπρό της χέρι,
η τύψη ως να ’ταν έμοιαζε, που εδάγκωνε σκληρά.

Πολλές φορές περίεργες την εκύκλωναν σκέψεις
και προσπαθούσε – μου ’λεγε- συχνά να θυμηθεί,
το νου της βασανίζοντας τις ώρες της ανίας,
όσους μαζί της είχανε μια νύχτα κοιμηθεί.

Ώρες πολλές εκοίταζα τα σκοτεινά της μάτια
κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σ’ αυτά
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους
και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά.

Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κι ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στύλ μπωντλαιρικό,
που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε αναγνώστη,
γελάς γι’ αυτόν που το ’γραψε, με γέλιο ειρωνικό.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

6.6.09

PRELUDIO



PRELUDIO
Odio l’ usata poesia...


Μισώ την ποίηση την κοινή· το αφήνει
το κορμί της, χωρίς να λαχταρίζη,
του πρόστυχου· και πέφτει στα φιλιά του
κι αποκοιμιέται.

Δική μου είν’ η στροφή που πάει, χορεύτρα,
ρυθμικά και σκιρτά, σαν την παινεύουν,
ολάγρυπνη. Πετά, τη φτεραδράχνω,
γυρνά, δε θέλει.

Στο σφιχταγκάλιασμα όμοια του Σιλβάνου
του αντιστέκεται η βάκχη· στριμωμένα
μια στιγμή, της ορθώνονται πιο ωραία
τα ολόανθα στήθια.

Ανάκατα, φιλιά, σκούσματ’ , απάνου
στο πυρό στόμα· αστράφτει μαρμαρένιο
το μέτωπο· λυμένα τα μαλλιά της
αεροσαλεύουν.

GIOSUE CARDUCCI

ΜΤΦΡ. ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

2.6.09

ΜΙΚΡΑ


1. Όταν φτάσεις στη σιωπή θα ξέρεις.
2.Tραγούδα το χειμώνα, που σε έκανε να νιώσεις την 'Ανοιξη.
3. Nα στοχάζεσαι μόνο είναι εγωϊσμός. Nα στοχάζεσαι και να δίνεις, είναι καθήκον.
4. Ένας σκοπός, δεν είναι δα και μικρή υπόθεση.
5. Eίδωλα. Λιβάνι τους η ανθρώπινη ματαιοδοξία.
6 Aυταπάτη ανόδου. Tρέχει ανάποδα σε κυλιόμενη σκάλα.
7. H μνήμη βοηθάει να πας βαθειά στο μέλλον.
8. Προσποιητή μετριοφροσύνη. Xυδαιότερη από την έλλειψή της.
9. H προοπτική γεννάει όνειρα. Kι είναι από τις ωραιότερες η μοιρασιά τους.
10. Yπάρχω. Eίπαν ότι με αγαπάνε.
11. Kάπου εδώ. Σε τούτο τον μικρόκοσμο κρύβεται η ευτυχία.
12. 'Αρχισε τα όνειρα πριν το χάραμα και ξέχασε το παράθυρο κλειστό.
13. Kαλοντυμένος. H φόδρα στο σακκάκι του με τρύπα, στη θέση της καρδιάς.
14. Όσο κι αν σε βαραίνει η θλίψη, πλύνε το πρόσωπο βάλε τα καλά σου και βγες στο φώς. Mέσα από τη λάσπη τους, θα αναδυθείς πεντακάθαρος. Bγες στους ανθρώπους και κυρίως στο φως.
15. Γραφειοκράτες, που δικαιολογούν την ύπαρξή τους με μιάν υπογραφή σχεδιάζουν τρύπες στο αντίσκηνο του ποιητή.
16. Tο πρώτο βήμα ελευθερίας, όταν δεν ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του τίποτα. Δεύτερο, όταν δεν ήθελε να αποδείξει τίποτα στους άλλους.
17. Eρωτευμένος με τη ζωή και χορτάτος τόσο, που ο θάνατος δεν θα του στερούσε τίποτα.
18. Yπάρχουν ταίρια που το ένα μισό εξαφανίζει το άλλο, αγνοώντας ότι εξαφανίζεται αυτό το ίδιο το ταίρι.
19. Tο μοναδικό ρούχο που μας ζεσταίνει τους χειμώνες, είναι οι στιγμές, που δεν αποτελούν είδηση για κανέναν.
20. Φτιάχνουμε βάθρα ειδώλων και δεν ξέρουμε τι να στήσουμε πάνω τους. Kάποιοι τα τυλίγουν με πλαστικές σημαίες συγκεντρώσεων.
21. Mα, τι φταίει εκείνη που την φόρτωσες με όσα ήθελες να ’χει;
22. Nα φοβάσαι τις αποστάσεις. Ωραιοποιούν το παρελθόν και τους ήρωές του.
23. Στην ανωνυμία, πλουσιότερος.
24. Έγδαρε το πρόσωπο, αλλάζοντας μάσκες αυτοσυντήρησης.
25. Oι ναυτικοί χαμογελούν, γιατί έζησαν τη μοναξιά ανάμεσα σε ανθρώπους και αγάπησαν ότι φοβόνταν περισσότερο. Tη θάλασσα.

...Μικρές ποιητικές συνθέσεις του Γιώργου Δουατζή που αντέγραψα από το http://www.radioart.gr/Gr/perasma.php
από εκεί παίρνω και τον τίτλο που δίνω στην σημερινή ανάρτηση, η φωτογραφία είναι επίσης του Γιώργου Δουατζή!

31.5.09

ΚΥΜΟΘΟΗ


ΚΥΜΟΘΟΗ

Μα εσύ, σα να λουλούδιασες το χάσμα
π’ άνοιξε τ’ άγριο χέρι του σεισμού!
Ψυχή, τι θέλεις από εμέ; Είσαι πλάσμα,
η το φάντασμα τάλυωτου καημού;

Στους βαθιούς ουρανούς τανάβλεμμα σου
καρφώνεται, και κείνοι ξεκινούν
για νάρθουν πιο σιμά, της ζωγραφιάς σου
πολεμώντας κορνίζες να γενούν.

Στο προσωπό σου δυό στοιχιά κονεύουν,
δυό αζωγράφιστα μάτια λατρευτά·
μάχονται μέσα εκεί και βασιλεύουν
η νύχτα και η αυγή ζευγαρωτά.

Και τα χέρια σου τα λαχταρισμένα,
και τα χέρια σου τα λειτουργικά,
σηκώνονται η ανοίγονται, γραμμένα
να μοιράσουν καινούρια ριζικά.

Κορώνα του βραδιού, να! το φεγγάρι,
και κορώνα είσ’ εσύ του φεγγαριού,
απάνου απ’ όλα, της ψυχής η χάρη
με την άχνα του μαργαριταριού.

Στη δουλεψή σου και καρδιές και μοίρες,
ανθεί και η πέτρα από τ’ ακκούμπισμά σου·
από του Κολωνού τ’ αηδόνια πήρες
το μιλημά σου.

Κωστής Παλαμάς

29.5.09

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Lorsque j’ai donne mes vers a la foule…

Όταν τους στίχους μου έδωκα στον κόσμο, την καρδιά μου
την κρέμασα σ’ ενός χασάπη τα τσεγγέλια,
τη σπαρασμένη μου καρδιά, με το αίμα της που τρέχει
στο μαύρο το πεζούλι και το γλύφει ο σκύλος.

Τυλίγεται στο σίδερο σαν κρεμεζί ξεσκλίδι,
τα χέρια τα πιο πρόστυχα μπορούν και την αγγίζουν,
κοπάδι κάποτε μεθούν απάνου της οι μύγες,
που ένα, θαρρείς, μαυριδερό κουρέλι τη σκεπάζει.

Όσοι πορεύονται με φήμη ξεφτυσμένη, σάπια,
όσοι και συνροφιά κανένας δεν τους κάνει,
όσοι κακούργοι και αργοί ζούν, του κόσμου αποδιωγμένοι,
άπό μπροστά της δεν περνούνε δίχως να τη φτύσουν

την ανοιγμένη αυτή καρδιά με το αίμα της που τρέχει
στο μαύρο το πεζούλι και το γλύφει ο σκύλος.
Όταν τους στίχους έδωκα στον κόσμο, την καρδιά μου
Την κρέμασα σ’ ενός χασάπη τα τσεγγέλια.

ANGELLIER

ΜΤΦΡ.ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

16.5.09

ΗΔΟΝΙΣΜΟΣ


(Hands Picasso)

Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόι
σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιγνίδια, εγώ θα σε λιγώσω
και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα
μ' όλο μου το κορμί να σε ποτίσω.

Και στα πόδια σου τ' ασπροσκαλισμένα
δυό βάζα που μού παίρνουνε τα φρένα
στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

14.5.09

ΠΟΘΟΙ



ΠΟΘΟΙ

Πόθοι νεανικοί,
σαν πολύ ωραίοι, νεανικοί εραστές,
με άψογη την αγνότητα της ορμής,
μ' απαράμιλλη περηφάνεια κι ευγένεια.

Έσβησαν.
Όπως για κάποιους νέους λεν,
πως ο θεός τους αγάπησε
και νέοι πεθάναν.
Ίσως να εξαφανίστηκαν δίχως επιστροφή,
κάποιαν ωραία βραδιά,
με πλήρες φως, μελιχρό, της σελήνης.
H εκδοχή, πως ανίερα χέρια
τους έπνιξαν σε άνομα πάνω κρεβάτια,
σε δωμάτια για φτηνή ηδονή,
– ας την αποτρέψουμε,
τούτη την αποτρόπαια σκέψη.

Tα φαντάσματα που ξανάρχονται
ανήσυχα των πόθων,
πανέμορφα, τραγικά πρόσωπα,
ομολογούν κάποιο έγκλημα,
εν τούτοις.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

9.5.09

ΛΑΟΥΡΑ


ΛΑΟΥΡΑ

Έρωτα, ιδές τη νιά που μας δοξάζει
κι’ είν’ όλη περηφάνεια και καμάρι,
κύττα τι γλύκα και τη χάρη
κ’ είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κύτταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πως σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πως στρέφει και κυττάζει.

Κάτω απ’ τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι’ άνθη και τη γη στολίζουν
ναν τα πατήσει την παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα
γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι’ ομορφιά χαρίζουν.

PETRARCA
Μ.ΣΙΓΟΥΡΟΣ

1.5.09

...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ


...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ

Η απόκρυφη εποχή προμαντευόνταν
απ’ των νυχτερινών βροχών την αγωνία,
από την ποικιλία που έπαιρναν τα σύγνεφα
στους ουρανούς, κούνιες ανάλαφρες, σαν κύμα·
κι’ ήμουν νεκρός.

Μια πολιτεία ανάερα κρεμασμένη
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με φωνάζαν ένα γύρω
άλλων καιρών γλυκύτατες γυναίκες,
κι’ η μάνα, πούχε ξανανιώσει απο τα χρόνια,
με χέρι αβρό διαλέγοντας τα ρόδα,
μου έστεφε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.

Όξω ήταν νύχτα
και τ’ αστέρια ακολουθούσαν ωρισμένους
άγνωστους δρόμους, σε χρυσές καμπύλες,
και τα πράγματα φευγαλέα,
σε γωνιές κρύφιες με τραβούσαν,
για να μου διηγηθούν γι’ ανοιχτούς κήπους
και της ζωής το νόημα.

Μα εμένα με λυπούσε το ύστατο χαμόγελο
αβρής γυναίκας ξαπλωμένης μέσα στ’ άνθη.

«Νέα Εστία» 15 -3 -1960
SALVATORE QUASIMODO
ΜΤΦΡ. ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ

14.4.09

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙ ΑΙΩΝΕΣ


ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

Ίδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.

Μετεφέρθης άρον άρον στην εντατική
εγκαταλειψή σου.
Θεράποντες ήχοι σημάντρων
μετράνε κάθε τόσο το σφυγμό σου
ο θεΐκός αδύναμος και ο απτός σκιαγμένος
ντααααααν α ν α ν νταντόν οόν οόν

Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν τ’ ακανθώδη
έθιμα
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
η νηστεία ο Μπάχ τα βαρελότα και η μέθοδος
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.

Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο

σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.

Δε μ’ άκουσες.
Άφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο αρωμά σου
για να κάνεις τέστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι
όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
όπως περιγράφηκαν από στόμα σε στόμα
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.

Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Εν συντιβή περιστέρφω τη σούβλα
αδημονώντας σε αμνέ μας.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ

9.4.09

ΟΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ



ΟΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ

Βρίσκω στις επαρχίες που τριγυρίζω
κάποιες κυρίες θλιμμένες και χλωμές,
που ζούνε πάντα σ’ ένα χάος γκρίζο
γεμάτο ανία, πλήξη και τιμές.

Στα σκοτεινά σαλόνια τους κινούνται
σαν τις ψυχές στον Άδη, έτσι θαρρώ.
Έρχονται οι ξένοι, μάταια συγκινούνται
και προσφέρουν το χέρι τους το αβρό.

Πόσα χεράκια τέτοια έχω φιλήσει!
Ήταν κρύα, παγωμένα, νεκρικά,
σάμπως να τάχε ο θάνατος αγγίσει
μάταια κι αυτός και δοκιμαστικά.

Στίς πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες
Του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί,
ζωντανεύουν σα φίδια οι χρυσές βέρες
και πνίγουν της καρδιάς την όποια ορμή!

Οι σύζυγοι αυστηρή εθιμοτυπία
κρατούν μαζί τους και τις απατούν.
Κάπου-κάπου ξεσπά η ζηλοτυπία,
μα σγγνώμη αυτές πρώτες τους ζητούν.

Παιδιά δεν έχουν. Στείρες, ή είχαν ένα
που πέθανε μικρό από ιλαρά.
Φυλάν λίγα μαλλάκια του κρυμμένα―
τα βλέπουνε και κλαίν κάθε φορά.

Στη μουσική ζητούν παραμυθία
και στ’ αυθόρμητα δάκρυα πού και πού.
Ά, ναί! Πολλές ιδρύουν και σωματεία
θρησκευτικού ή κοινωνικού σκοπού.

Παράξενα που με κυττούν τον πλάνο
οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών!
Μόλις φύγω καθίζουνε στο πιάνο
να γεμίσουν το χάος των καρδιών.

Μα τίποτε ποτέ δε θα γεμίσει
της ζωής τους το απέραντο κενό...
Πόσες τέτοιες κυρίες έχω γνωρίσει!
Με θυμούνται; Καμμιά δε λησμονώ.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ

2.4.09

EDWARD VI

EDWARD VI

Στου Γουετμίνστερ το βουβό και σκυθρωπό αββάτο
στα πόδια των μεγάλων του προγόνων ξαπλωμένος
τον μαρμαρένιον ύπνο του ο Έδουάρδος ο Έκτος
δεκάξη χρόνων Βασιλιάς – κοιμάται αγνοημένος.

Ένα παιδί ήταν σοβαρό, ευγενικό, θλιμμένο·
Έζησε μες στο κρύο του παλάτι με βιβλία
κι είχε επισκόπους κι αυστηρούς σοφούς για συντροφιά του:
ο θανατός του ήτανε η μόνη του ιστορία.

Ούτε έρωτες είχε ποτές, ούτ’ έκανε πολέμους,
γι’ αυτό, στο μαρμαρένιο του τον τάφο δεν σκαλίσαν
τα θριαμβικά οικόσημα που οι προγονοί του αφήσαν,

μα χάραξαν βασιλικό οικόσημό του άνθη:
τα κρίνα τα γαλατικά και του Τυδόρ τα ρόδα.
Κι ως να’ ταν τ’ άνθη αληθινά, ο τάφος του εύωδα!

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

18.3.09

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ


...Σήμερα 13 χρόνια από το θανατό του

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πηρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σείς στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πέλαγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου
μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά
για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το 'λεγε πώς θέ νά μού
τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ’ τα βουνά
κι άλλος απ’ τα πλεούμενα
Με το πουκάμισο χακί
κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φώς το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ώρ’ τ’ είναι τούτ’ η αποκοτιά
βρε συ βοριά βρε συ νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ
Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά
που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.


ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές
γύρισε ο κόσμος τρείς φορές

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα
κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ’ αλώνια και στις εμπατές
ξυπνούν οι αλαφροίσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί
στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ
ατάν και παίζουν άμ στράμ ντάμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ’ άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά
του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά
πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά
Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ν’ ήμερος να ν’άκακος

Λίγο φαί λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα ’ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρός
του τρώνε και το λίγο βιός

κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που’ ναι οι Δυνατοί


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.

Ο ΗΛΙΟΣ

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πώ
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ’ αφουγκράστηκε
γύρισε τ’ άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ’ η ομορφιά

Το φώς οπού σηκώνω και τον έρωτα
έννοια σας μήτ’ εγώ δεν τα ’χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ’ άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ’ τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα τάρταρα

Τυράγνιες ζηλοφθόνιες φόνου παιδεμούς
τ’ αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ’ αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γή
που ’δωσε το σκοτάδι φως για να το πιεί

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
οπού ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανέβει ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νούς κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νταί»
όλα του κόσμου τ’ άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

17.3.09

ΣΕΦΕΡΗΣ


Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ενα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του ίωνα φιλοσόφου. Οσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «... θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε...». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' έναν λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης και ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτήν δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Εχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστάω την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Αρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϊ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ' αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Οταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Εχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

Βραβείο Νομπέλ 1963

12.3.09

ΘΡΥΛΟΣ


ΘΡΥΛΟΣ

Τούτο το θρύλο παρακάτου που θα πώ
μου τον διηγήθηκε μια μέρα ο Σύλβιο Γκάλλι
παλιός λοστρόμος σε καράβια φορτηγά:
«Είναι σε χώρα εξωτική κάποιο κανάλι,

που τα νερά του ακινητούν παντοτινά
κι ούτε ποτέ βάρκες απάνω του δεν πλένε
από τα δάκρυα εγίνη-λέν- των γυναικών
που το χαμένον έρωτα τους πάντα κλαίνε.

Τις μαύρες νύχτες κάποιος ναυτικός
που μέσα επνίγη, τριγυρνά, κι όλο καπνίζει
κι όσοι μεσάνυχτα περάσαν από κεί,
είπαν πως το ’δαν σιγανά να πλημμυρίζει.

Κι άλλοι έχουν δεί κάποιο καράβι σκοτεινό
που στα χοντρά του τα ψηλά σχοινένια ξάρτια
είδαν γυναίκες με πανώριαν ομορφιά
μα πάλι λεν μην τους εγέλαγαν τα μάτια».

Τούτο το θρύλο που σας είπα σε σκοπόν
απλό, μου τον διηγήθη ο Σύλβιο Γκάλλι
Κι άν δεν πιστεύεις-μού’ πε- ότ’ είναι αληθινός,
σου βάνω στοίχημα το ανάξιο μου κεφάλι.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

ΤΟ ΗΜΕΡΙΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ
ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ GUY (MICHEL) SAUNIER
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

6.3.09

ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ


ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

Στο πράσινο περπατούσαν δάσος, άγρια χιόνια, μαλακά, δίχως ρίγη
Πέφταν στα μαλλιά τους, αγγίζαν τα χείλη τους
Στ’ αθάνατα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Άπρίλη χώρα.
«Δές, ο Αλντεμπαράν κ’ η αγριωπή Κασσιόπη
Κι’ ο Σείριος ζηλεύουν το λευκό σου χέρι,
Ο Ώρίωνας μ’ ήλιους εξαπλούς και με γιγάντια νεφελώματα
Ό Προκύων, ο Βέγας κι’ ο Αλταïρ, τα χνάρια
Της οπτικής γωνίας των καρφωμένων άστρων πέφτουν να σάπαντήσουν
Μα τα πλανητικά συστήματα και των κλαριών τα χτένια
Τραντάζονται από γέλια καθώς κοιτάζουν τις παλιές
Του κόσμου ανοησίες, τ’ όνειρο εκείνο που η καρδιά θα κρυώσει.
Κ’ οι δροσοστάλες που έπεσαν απ’ τα κλαριά κι’ απ’ τα λευκά λουλούδια
Είν’ οι καινούριοι κόσμοι που τρέχουν για να σμίξουν, τα είναι τους
Είναι ένα, στα πράσινα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Απρίλη χώρα.

EDITH SITWEL
Μτφρ.ΚΛ. ΚΥΡΟΥ

27.2.09

H ΘΑΛΑΣΣΑ


H ΘΑΛΑΣΣΑ

Χρείαν έχω θαλάσσης― να ’ναι δασκάλα μου:
αγνοώ άν μου μαθαίνει μουσική ή συνείδηση:
αγνοώ άν είναι κύμα μόνο ή μύχια ουσία
ή απλώς βραχνή μια φωνή εκεί ή απαστραπτούσα
εικασία ιχθύων καιπλεουμένων.
Το γεγονός είναι ότι εγώ, και στον ύπνο μου ακόμα,
με κάποιον τρόπο κυκλοφορώ μαγνητικόν
στο σύμπαν ελεύθερος μέσα των κυμάτων.
Δεν είμαι μόνο τ’ αλλοιωμένα όστρακα
λες και κάποιος πλανήτης τρεμάμενος
αναγγέλλει ενθάδε θάνατον αργό,
όχι,
Μέσ’ απ’ τ’ αποσπάσματα
ανασυνθέτω το όλον της ημέρας,
με μιά ριπή άλατος τον σταλακτίτη
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.

Φυλάττω ό,τι ήδη μ’ εδίδαξε: τον αέρα,
τον αδιάκοπον άνεμο, το νερό και την άμμο.

Μοιάζει λειψή στο νέο παιδί
που ’ρθε ’δώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
κι όμως ο παλμός που αδυνάτιζε τη δόνησή του
πέφτοντας τυφλά στην άβυσσό της,
το ψύχος του γαλάζιου που εκροτάλιζε,
η στείρωση των αστέρων,
η τρυφερή κάθαρση του κύματος
που σπαταλάει χιόνια στούς αφρούς του,
η ήρεμη ισχύς, εδώ, που ορίστηκε
λίθινος θρόνος στων βυθών τα βάθη,
αντικατέστησε τον περίβολο όπου αβγάταιναν
η πείσμων θλίψη και η αύξουσα λήθη
κι άλλαξε άξαφνα εντελώς την υπαρξή μου:
προσχώρησα στο καθαρό, στο άμειχτο κίνημα.

PABLO NERUDA
Η στείρωση των αστέρων
Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

19.2.09

ΕΓΩ


ΕΓΩ

Το κρανίο, η κρυφή καρδιά,
οι δρόμοι του αίματος που δε βλέπω,
οι σήραγγες του ονείρου, αυτός ο Πρωτέας,
τα έντερα, ο σκελετός, ο αυχένας.
Είμαι όλ’ αυτά. Απίστευτο,
αλλά είμ’ ακόμα η μνήμη ενός σπαθιού
κι ενός μοναχικού ήλιου που δύει
και γίνεται χρυσάφι, ίσκιος, τίποτα.
Είμαι αυτός που βλέπει τις πλώρες από το λιμάνι·
είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες, καταπομημένες απ’ το χρόνο·
είμαι αυτός που ζηλεύει όσους έχουν κιόλας πεθάνει.
Ακόμα πιο παράξενο είναι να ’σαι
ο άνθρωπος που πλέκει λέξεις μέσα σε μιά κάμαρα.

Jorge Luis Borges
Μτφρ.Αργύρης Χιόνης

12.2.09

CANTO XX


CANTO XX
(απόσπασμα)

Και τι κερδίσανε λοιπόν με τον Οδυσσέα
αυτοί που βρήκανε το θάνατο στη δίνη των κυμάτων
κι ύστερα από τόσους, τόσους μάταιους κόπους
ζώντας με κρέατα κλεμμένα και αλυσοδεμένοι να τραβάνε το κουπί
για να πάρει αυτός τη μεγάλη δόξα και τη νύχτα να πλαγιάζει
μαζί με τη θεά;
Τα ονόματα τους δεν τα ’γραψε κανείς στον μπρούτζο
μήτε μείναν τα κουπιά τους μαζί με τα κουπιά του Ελπήνορα.
Αυτοί δεν είδανε ποτέ τα λιόδεντρα της Σπάρτης
με τα φύλλα πράσινα με τα φύλλα μαραμένα
με το φώς να τρεμοπαίζει στα κλαδιά.
Δεν είδανε ποτέ τους τα μεγάλα δώματα το τζάκι
μήτε τους περίμεναν οι παρακόρες της βασίλισσας να πλαγιάσουνε μαζί
μήτε πήρανε στο ανάκλιντρο την Κίρκη παρακοιμωμένη,
την Κίρκη την Τιτάνια
μήτε γευτήκανε ποτέ τα σουβλιστά της Καλυψώ
και το μετάξι της χλαμίδας της δεν άγγιξε ποτέ τα γόνατά τους.
Δώσε! Τι τους δόθηκε αυτονώνε. Μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά.
Φαρμάκι, μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά
κι ένα μνήμα αλατισμένο δίπλα στο χωράφι των βοδιών
νήσον αμίμονα ― τα κεφάλια τους σαν θαλασσινά κοράκια
μέσα στους αφρούς
Μαύρες κηλίδες, φύκια κάτω από το φώς της αστραπής.
Κονσερβαρισμένα τα βόδια του Απόλλωνα, δέκα κονσέρβες
για κάθε βάρκα.

Ezra Loomis Pound 1885-1972
Μτφρ.Άρης Αλεξάνδρου

5.2.09

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Λένε πως, κάποτε, σε χρόνια περασμένα
τότε που έγιναν τόσα και τόσα,
πραγματικά, φανταστικά η ξεχασμένα,
κάποιος καταπιάστηκε με το γιγάντιο

έργο να καταγράψει ολόκληρο το σύμπαν
σ’ ένα βιβλίο· και με ζήλο παράφορο,
σκυμμένος έμεινε στο απέραντο γραφτό του
μέχρι που χάραξε και τον τελευταίο στίχο.

Την τύχη ήταν έτοιμος να ευχαριστήσει
όταν, σηκώνοντας τα μάτια, είδε πέρα
ένα ασημένιο δίσκο στον αέρα
κι έτσι κατάλαβε πως είχε λησμονήσει

το φεγγάρι. Πρόκειται για επινοημένη ιστορία,
όμως μας δείχνει αρκετά καλά ποιά είν’ η πορεία
κι η μοίρα όσων για επάγγελμα έχουμε διαλέξει
να μεταγράφουμε τη ζωή λέξε προς λέξη.

Πάντοτε χάνεται το πιο σπουδαίο όμως.
Για κάθε τι υπερφυσικό θεωρείται νόμος
που βέβαια εξαιρεσή του δε θ’ αποτελέσει
αυτή η περίληψη της εμπλοκής μου στη σχέση

με το φεγγάρι. Που το πρωτοείδα; Δε θυμάμαι πιά
αν ήταν σ’ εκείνο τον προηγούμενο ουρανό
των ελλήνων η σε κάποιο βράδυ μακρινό,
καθώς σκοτείνιαζε στην αυλή μας το πηγάδι και η σκιά.

Λένε πως η αλλοπρόσαλλη ζωή μας
γίνεται που και που πολύ ωραία
κι έτσι ωραία ήταν και το βράδυ που μ’ εκείνη
σε μοιραζόμασταν και σε κοιτούσαμε, σελήνη.

Μα πιο πολύ απ’ των νυχτερινών βλεμμάτων
θυμάμαι εκείνα τα φεγγάρια των ποιημάτων:
το Dragon moon σκορπίζοντας τον τρόμο μαγεμένο
και του Κεβέδο το φεγγάρι ματωμένο.

Κι ο Ιωάννης, στο βιβλίο εκείνο με τα σημεία
τα φοβερά, τις τρομερές φωνές, έκανε μνεία
σε κατακόκκινα φεγάρια πυρωμένα.
Υπάρχουν όμως και λαμπρότερα φεγγάρια, ασημένια.

Ο πυθαγόρας (αφηγείται μια παράδοση)
σ’ έναν καθρέφτη έγραψε με το αίμα του χεριού
κι ο κόσμος διάβαζε την αντανάκλαση
μέσα στο κάτοπτρο του ουράνιου φεγγάριου.

Σε σιδερένιο δάσος ζει ένας λύκος αιμοσταγής
που η παράξενη μοίρα του είναι να γκρεμίσει
το φεγγάρι και με τα δόντια του να το τσακίσει
όταν ροδίσει η θάλασσα της τελευταίας αυγής.

( Αυτό το ξέρουν στο βορρά απ’ των προφητών
τα οράματα κι ακόμα ξέρουν πως κείνο το βράδυ
θα ξεχυθεί στα πέλαγα του κόσμου το καράβι
που είναι φτιαγμένο από τα νύχια των νεκρών.)

Κάποτε, στη Γενεύη η στη Ζυρίχη,
όταν να γίνω θέλησε κι εγώ ποιητής η τύχη
χρεώθηκα το μυστικό, τη φοβερή ευθύνη
να περιγράψω, όπως όλοι, τη σελήνη.

Με κέφι, ομοιοκαταληξίες και κανόνες
πολλών ειδών συνδυασμούς έχω σκιτσάρει
μα, με το φόβο συνεχώς ότι ο Λουγκόνες
θα είχε ήδη εκμεταλλευτεί το κεχριμπάρι

ή την άμμο. Μέσ’ από στίχους που κανείς τους
δε θ’ αξιωθεί να φτάσει στο τυπογραφείο
εξωτικά αναδύθηκαν φεγγάρια από μαόνι
από καπνό, από φίλντισι η παγωμένο χιόνι.

Σκέφτηκα πως του ποιητή είναι δικαιωμά του
να δίνει, όπως ο Αδάμ του Παραδείσου,
στο καθετί το απόλυτο κι αληθινό εξίσου
άγνωστο μέχρι τώρα όνομά του.

Το ’πε Αριόστο: ο χρόνος και τα όνειρα
συγκατοικούν στο ακαθόριστο φεγγάρι
μαζί με ό, τι χάνεται στα σύνορα
του νοητού: στης πιθανότητας το ζάρι.

Ο Απολλόδωρος από την τρίμορφη Άρτεμη,
με άφησε μια μαγική να διακρίνω σκιά·
απ’ τον Ουγκό ένα χρυσό δρεπάνι έχει απομείνει
και κάποια μαύρη, τραγική, ιρλανδέζικη σελήνη.

Κι όπως ξετύλιγα όλο τούτο το κουβάρι
με την αλλόκοτη σεληνιακή μυθομανία,
άστραψε ξαφνικά από τη γωνία,
εξαίσιο, όπως κάθε νύχτα, το φεγγάρι.

Ξέρω πως απ’ τις λέξεις όλες μόνο μία
το φέρνει κατευθείαν στο νού και το ορίζει.
Το μυστικό είναι να την πεις με χάρη
και ταπεινότητα. Η λέξη είναι φεγγάρι.

Δε θα τολμούσα την ακηλίδωτη να σπιλώσω
όψη του με μια μάταιη παρομοίωση δικιά μου.
Το βλέπω ανερμήνευτο, οικείο, κι ωστόσο
τόσο απόμακρο μαζί απ’ τα γραφτά μου.

Ξέρω πως το φεγγάρι ή, μάλλον, η λέξη φεγγάρι
Είναι μονάχα μια εκδοχή που επινοούμε
για το περίπλοκο κι απλό μαζί γλωσσάρι
του πολλαπλού παράδοξου που αποτελούμε.

Είναι ένα από τα σύμβολα που η λογοτεχνία
ή όχι η τύχη μάς χαρίζει ώστε μια μέρα
μέσα σε έκσταση υπερούσια και αγωνία
να γράψουμε το αληθινό όνομα του στον αέρα.

Jorge Luis Borges
Μτφρ.Δημήτρης Καλοκύρης

31.1.09

Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ


Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ

Τα στήθη τα λιγόψυχα συχνά του αγνώστου η φρίκη
παγώνει, ω άφθαστε ουρανέ, στο νυχτοαντίκρυσμά σου.
Κόσμοι τ’ αστέρια η τέρατα; Μα τα χρυσά μαλλιά σου
ερωτικά ημερέψανε το χάος, Βερενίκη.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ / ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

29.1.09

ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΝΑΥΑΓΟΣ


ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΝΑΥΑΓΟΣ

Γέννιεμαι στο φώς σου ναυαγός,
βράδυ με ξάστερα νερά.

Με γαλήνια φύλλα
καίει τ’ αέρι παρηγορημένο.

Από τους ζωντανούς ξεριζωμένος,
καρδιά προσωρινή,
είμαι σύνορο μάταιο.

το τρομερό σου δώρο
από λόγια, Κύριε,
κανονικά πληρώνω.

Ξύπνα με απ’ τους νεκρούς:
καθένας έχει πάρει τη γη του
και τη γυναίκα του.

Εσύ έχεις κοιτάξει μέσα μου
στη σκοτεινιά των σπλάχνων μου:
κανείς δεν έχει την απελπισιά μου
μέσα στην καρδιά του.

Είμ’ ένας άνθρωπος μόνος,
μια κόλαση μονάχη.

SALVATORE QUASIMODO (1901-1968)

Μτφρ.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΠΑΤΑΛΑΣ

26.1.09

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την
όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομα της είναι ένα θαυμα-
στικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο
θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές
λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του
φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα
με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος
γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο προσωπό μου και στα χαλίκια.
Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα
λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Άλλά η θάλασσα, επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το
τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και
παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες
επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές.
Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά,
ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι
σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά
τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια
ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον
ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των
μεγάλων, αργών κυμάτων. Έσάλευαν σαν απο κάποια
μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας,
για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα―
ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος-
ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.

Κώστας Καρυωτάκης

22.1.09

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Συχνά, άγιο πλάσμα, τη χρυσή σου, θεία γαλήνη
Τάραξα και πολλούς απ’ της ζωής τους πόνους
Τους πιό κρυφούς, μα και τους πιό μεγάλους
Στάθηκα εγώ αφορμή για να τους μάθεις.

Μα ξέχασε, συχώρεσε! Καθώς το νέφι
Μπροστά στο ειρηνικό φεγγάρι ταξιδεύω,
Και συ ησυχάζεις και φωτάς σε λίγο
Μ’ όλη την ομορφιά σου, ιλαρό φώς μου!

Friedrich Hoelderlin 1770-1843
Μτφρ.ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

15.1.09

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ


ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Elle passé, tranquille, en un reve divin…

Διαβαίνει, ονειροφάνταστη, γαληνεμένη θεία,
στης πιο δροσάτης λίμνης σου την όχθη Νορβηγία.
Τον κοντυλένιο της λαιμό αίμα ρόδινο χρυσώνει,
σαν την αχτίδα γλυκερό την ορθρινή στο χιόνι.

Ένα κρυφομουρμούρισμα μέσ’ απ’ το φράξο βγαίνει
κι απ’ τη σημύδα· ώρα μαγεύτρα φεγγοβολημένη!
Διαβαίνει κ’ η αχνογάλαζη λίμνη που την αγγίζει
της πεταλούδας το βουβό φτερό, την καθρεφτίζει.

Όταν κλεφτάτα πνέει μια πνοή μέσ’ στα ξανθά μαλλιά της,
άφραστη τέφρα αποσκεπάζει τη θωριά της πλάτης.
Τα μάτια της που, διάφανα, λες πως ασήμι στάζουν
στα μακρυά ματόκλαδα, του Πόλου νύχτες μοιάζουν.

Αθόλωτα, ανερώτευτα, τίποτε δεν τα δένει
με το φθαρτό τον κόσμο πού ό,τι φτερωτό δε μένει,
ποτέ δεν είναι γελαστά, ποτέ ούτε δακρυσμένα,
τα μάτια αυτά πανήσυχα στον ουρανό υψωμένα.

Και ο Φύλακας της μυστικής χρυσομηλιάς, εκεί
στο δώμα της ανέσπερης Αυγής ρεμβός που μένει,
γέρνει να ιδή το φάντασμα το ανάλαφρο• διαβαίνει
με τη λευκή του φορεσιά που πάντα είναι λευκή.

C.M. Leconte de Lisle (1818-1894)
Μτφρ.Κωστής Παλαμάς

9.1.09

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Είμαι λοιπόν εκείνο το καράβι
Σαν φάντασμα που τριγυρνά νυχθημερόν
Στη λίμνη.

Τη θάλασσα την αγαπούσα
Κι αυτή δεμένο μ’ είχε με την τρικυμία
Και με την άθραυστη επιφάνεια του νερού
Σαν του νεκρού το μέτωπο
Αλήθεια λέω την αγαπούσα.

Μα τι τα θές οι ναυπηγοί
Κι ακόμη παραπάνω
Αυτοί που προνοητικά ξέρουν τα μυστικά μας
Για το δικό μας το καλό και για να βγαίνει χρήμα
Με ρίξανε στη λίμνη.

Είμαι λοιπόν εκείνο το καράβι
Που χρόνια περιμένει να διαγωνισθεί
Στα τίμια έργα της θαλάσσης
Αντί αυτού
Νούφαρα με συντροφεύουν και φυλλώματα
Καμιά φορά και το φεγγάρι
Και που να φανταστείς
Πώς στον βυθό της λίμνης παραμόνευε
Η λάμια της αγάπης.

Έτσι προσπέρασε ο καιρός
Και το καράβι εγώ το ξεχασμένο
Νυχθημερόν πλανιέμαι περιμένοντας
Να τύχουν οι μεγάλες ναυμαχίες
―Το Trafalgar άς πούμε ή το Άκτιον―
Που θα μου δώσουν θάνατον έν δόξη.

Γιατί καλή και άγια
Είν’ η ζωή μου μές τη λίμνη
Όμως χωρίς συμμετοχή σε αγώνες
Κι εκείνα τα φυλλώματα σας λέω «Τα βαριέμαι»
Βραχνάς και του τοπίου η ομορφιά
Όσο για την αγάπη
Είναι μια λάμια όπως σας είπα.

24 Φεβρουαρίου 1975

Τάσος Δενέγρης
ΜΙΛΑΕΙ Ο ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΣ
Ποιήματα 1952-2008
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ

3.1.09

ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ’ΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ




ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ’ΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ

Από παλιά κι ακάθαρτη βροχήν όλοι οι νεκροί ’ναι μεθυσμένοι
στο παράξενο κοιμητήρι του Λοφότεν.
Το ρολόι, που την τήξη των πάγων σημαίνει, μακρυνό σημαίνει
στην καρδιά των φτωχικών φερέτρων του Λοφότεν.

Και χάρη στις τρύπες, που η μαύρη έσκαψεν άνοιξη,
πάχυναν τα κοράκια από σάρκα ανθρώπινη·
και χάρη στον ισχνό άνεμο με την παιδιάτικη φωνή,
κοιμούνται γλυκά οι πεθαμένοι του Λοφότεν.

Άχ, χωρίς άλλο, δε θα δω ποτέ
ούτε τη θάλασσα ούτε τους τάφους του Λοφότεν
κι ωστόσο μέσα μου είναι, σάμπως ν’ αγαπούσα
αυτή τη μακρυνή γωνιά της γής κι όλη της τη θλίψη.

Ώ εσείς χαμένοι, εσείς αυτόχειρες, εσείς μακρυνοί μου,
στο ξένο κοιμητήρι του Λοφότεν
―παράξενο και γλυκό τ’ όνομα ηχεί στ’ αυτί μου,
κοιμάστε, αλήθεια, πείτε μου, κοιμάστε;

―Θα μπορούσες κάτι πιο αλλόκοτο να μου ιστορήσεις,
ωραίο πιοτό, την ασημένια μου κούπα που γιομίζεις,
κάτι γοητευτικότερο ή λιγότερο τρλλό·
με το Λοφότεν σου ήσυχο άφησέ με!

Κάνει καλόν καιρό. Ανάλαφρα σέρνεται μέσα στο σπίτι
η φωνή του πιο μελαγχολικού μήνα από τους μήνες.
―Άχ ! οι νεκροί, κ’ οι νεκροί ακόμα του Λοφότεν―
οι νεκροί, οι νεκροί ’ναι, στο βάθος, λιγότερο νεκροί από μένα.

«O.V. de L. Milosz Ποιήματα»
Μτφρ.Άρης Δικταίος

2.1.09

ΑΡΙΘΜΟΙ

ΑΡΙΘΜΟΙ

Βρήκα μες σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέτο για κείνη την κυρία,
πούταν τότες κορίτσι, όλο ευτυχία:
τα 18 δεν τάχε κλεισμένα.

Κ’ είν’ από τότες χρόνια 23-
λιγότερα μήτ’ ένα-περασμένα.
Θάχει πατήσει πια τα 41.
Τάχα όμως νάχει νοιώσει δυστυχία;

Τώρα δε θάναι πια μήτε δροσάτη,
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νιά.
θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη,

μα ακόμη θα κρατεί κι όμορφο κάτι.
«Κλείνω, θα λέει με νάζι, τα 29»
Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.

Φώτος Γιοφύλλης