Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ
Τα στήθη τα λιγόψυχα συχνά του αγνώστου η φρίκη
παγώνει, ω άφθαστε ουρανέ, στο νυχτοαντίκρυσμά σου.
Κόσμοι τ’ αστέρια η τέρατα; Μα τα χρυσά μαλλιά σου
ερωτικά ημερέψανε το χάος, Βερενίκη.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ / ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
31.1.09
Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ
29.1.09
ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΝΑΥΑΓΟΣ
ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΝΑΥΑΓΟΣ
Γέννιεμαι στο φώς σου ναυαγός,
βράδυ με ξάστερα νερά.
Με γαλήνια φύλλα
καίει τ’ αέρι παρηγορημένο.
Από τους ζωντανούς ξεριζωμένος,
καρδιά προσωρινή,
είμαι σύνορο μάταιο.
το τρομερό σου δώρο
από λόγια, Κύριε,
κανονικά πληρώνω.
Ξύπνα με απ’ τους νεκρούς:
καθένας έχει πάρει τη γη του
και τη γυναίκα του.
Εσύ έχεις κοιτάξει μέσα μου
στη σκοτεινιά των σπλάχνων μου:
κανείς δεν έχει την απελπισιά μου
μέσα στην καρδιά του.
Είμ’ ένας άνθρωπος μόνος,
μια κόλαση μονάχη.
SALVATORE QUASIMODO (1901-1968)
Μτφρ.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΠΑΤΑΛΑΣ
26.1.09
ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την
όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομα της είναι ένα θαυμα-
στικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο
θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές
λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του
φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα
με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος
γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο προσωπό μου και στα χαλίκια.
Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα
λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Άλλά η θάλασσα, επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το
τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και
παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες
επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές.
Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά,
ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι
σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά
τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια
ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον
ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των
μεγάλων, αργών κυμάτων. Έσάλευαν σαν απο κάποια
μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας,
για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα―
ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος-
ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
Κώστας Καρυωτάκης
22.1.09
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Συχνά, άγιο πλάσμα, τη χρυσή σου, θεία γαλήνη
Τάραξα και πολλούς απ’ της ζωής τους πόνους
Τους πιό κρυφούς, μα και τους πιό μεγάλους
Στάθηκα εγώ αφορμή για να τους μάθεις.
Μα ξέχασε, συχώρεσε! Καθώς το νέφι
Μπροστά στο ειρηνικό φεγγάρι ταξιδεύω,
Και συ ησυχάζεις και φωτάς σε λίγο
Μ’ όλη την ομορφιά σου, ιλαρό φώς μου!
Friedrich Hoelderlin 1770-1843
Μτφρ.ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
15.1.09
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Elle passé, tranquille, en un reve divin…
Διαβαίνει, ονειροφάνταστη, γαληνεμένη θεία,
στης πιο δροσάτης λίμνης σου την όχθη Νορβηγία.
Τον κοντυλένιο της λαιμό αίμα ρόδινο χρυσώνει,
σαν την αχτίδα γλυκερό την ορθρινή στο χιόνι.
Ένα κρυφομουρμούρισμα μέσ’ απ’ το φράξο βγαίνει
κι απ’ τη σημύδα· ώρα μαγεύτρα φεγγοβολημένη!
Διαβαίνει κ’ η αχνογάλαζη λίμνη που την αγγίζει
της πεταλούδας το βουβό φτερό, την καθρεφτίζει.
Όταν κλεφτάτα πνέει μια πνοή μέσ’ στα ξανθά μαλλιά της,
άφραστη τέφρα αποσκεπάζει τη θωριά της πλάτης.
Τα μάτια της που, διάφανα, λες πως ασήμι στάζουν
στα μακρυά ματόκλαδα, του Πόλου νύχτες μοιάζουν.
Αθόλωτα, ανερώτευτα, τίποτε δεν τα δένει
με το φθαρτό τον κόσμο πού ό,τι φτερωτό δε μένει,
ποτέ δεν είναι γελαστά, ποτέ ούτε δακρυσμένα,
τα μάτια αυτά πανήσυχα στον ουρανό υψωμένα.
Και ο Φύλακας της μυστικής χρυσομηλιάς, εκεί
στο δώμα της ανέσπερης Αυγής ρεμβός που μένει,
γέρνει να ιδή το φάντασμα το ανάλαφρο• διαβαίνει
με τη λευκή του φορεσιά που πάντα είναι λευκή.
C.M. Leconte de Lisle (1818-1894)
Μτφρ.Κωστής Παλαμάς
9.1.09
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Είμαι λοιπόν εκείνο το καράβι
Σαν φάντασμα που τριγυρνά νυχθημερόν
Στη λίμνη.
Τη θάλασσα την αγαπούσα
Κι αυτή δεμένο μ’ είχε με την τρικυμία
Και με την άθραυστη επιφάνεια του νερού
Σαν του νεκρού το μέτωπο
Αλήθεια λέω την αγαπούσα.
Μα τι τα θές οι ναυπηγοί
Κι ακόμη παραπάνω
Αυτοί που προνοητικά ξέρουν τα μυστικά μας
Για το δικό μας το καλό και για να βγαίνει χρήμα
Με ρίξανε στη λίμνη.
Είμαι λοιπόν εκείνο το καράβι
Που χρόνια περιμένει να διαγωνισθεί
Στα τίμια έργα της θαλάσσης
Αντί αυτού
Νούφαρα με συντροφεύουν και φυλλώματα
Καμιά φορά και το φεγγάρι
Και που να φανταστείς
Πώς στον βυθό της λίμνης παραμόνευε
Η λάμια της αγάπης.
Έτσι προσπέρασε ο καιρός
Και το καράβι εγώ το ξεχασμένο
Νυχθημερόν πλανιέμαι περιμένοντας
Να τύχουν οι μεγάλες ναυμαχίες
―Το Trafalgar άς πούμε ή το Άκτιον―
Που θα μου δώσουν θάνατον έν δόξη.
Γιατί καλή και άγια
Είν’ η ζωή μου μές τη λίμνη
Όμως χωρίς συμμετοχή σε αγώνες
Κι εκείνα τα φυλλώματα σας λέω «Τα βαριέμαι»
Βραχνάς και του τοπίου η ομορφιά
Όσο για την αγάπη
Είναι μια λάμια όπως σας είπα.
24 Φεβρουαρίου 1975
Τάσος Δενέγρης
ΜΙΛΑΕΙ Ο ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΣ
Ποιήματα 1952-2008
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ
3.1.09
ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ’ΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ
ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ’ΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ
Από παλιά κι ακάθαρτη βροχήν όλοι οι νεκροί ’ναι μεθυσμένοι
στο παράξενο κοιμητήρι του Λοφότεν.
Το ρολόι, που την τήξη των πάγων σημαίνει, μακρυνό σημαίνει
στην καρδιά των φτωχικών φερέτρων του Λοφότεν.
Και χάρη στις τρύπες, που η μαύρη έσκαψεν άνοιξη,
πάχυναν τα κοράκια από σάρκα ανθρώπινη·
και χάρη στον ισχνό άνεμο με την παιδιάτικη φωνή,
κοιμούνται γλυκά οι πεθαμένοι του Λοφότεν.
Άχ, χωρίς άλλο, δε θα δω ποτέ
ούτε τη θάλασσα ούτε τους τάφους του Λοφότεν
κι ωστόσο μέσα μου είναι, σάμπως ν’ αγαπούσα
αυτή τη μακρυνή γωνιά της γής κι όλη της τη θλίψη.
Ώ εσείς χαμένοι, εσείς αυτόχειρες, εσείς μακρυνοί μου,
στο ξένο κοιμητήρι του Λοφότεν
―παράξενο και γλυκό τ’ όνομα ηχεί στ’ αυτί μου,
κοιμάστε, αλήθεια, πείτε μου, κοιμάστε;
―Θα μπορούσες κάτι πιο αλλόκοτο να μου ιστορήσεις,
ωραίο πιοτό, την ασημένια μου κούπα που γιομίζεις,
κάτι γοητευτικότερο ή λιγότερο τρλλό·
με το Λοφότεν σου ήσυχο άφησέ με!
Κάνει καλόν καιρό. Ανάλαφρα σέρνεται μέσα στο σπίτι
η φωνή του πιο μελαγχολικού μήνα από τους μήνες.
―Άχ ! οι νεκροί, κ’ οι νεκροί ακόμα του Λοφότεν―
οι νεκροί, οι νεκροί ’ναι, στο βάθος, λιγότερο νεκροί από μένα.
«O.V. de L. Milosz Ποιήματα»
Μτφρ.Άρης Δικταίος
2.1.09
ΑΡΙΘΜΟΙ
ΑΡΙΘΜΟΙ
Βρήκα μες σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέτο για κείνη την κυρία,
πούταν τότες κορίτσι, όλο ευτυχία:
τα 18 δεν τάχε κλεισμένα.
Κ’ είν’ από τότες χρόνια 23-
λιγότερα μήτ’ ένα-περασμένα.
Θάχει πατήσει πια τα 41.
Τάχα όμως νάχει νοιώσει δυστυχία;
Τώρα δε θάναι πια μήτε δροσάτη,
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νιά.
θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη,
μα ακόμη θα κρατεί κι όμορφο κάτι.
«Κλείνω, θα λέει με νάζι, τα 29»
Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.
Φώτος Γιοφύλλης