31.5.09

ΚΥΜΟΘΟΗ


ΚΥΜΟΘΟΗ

Μα εσύ, σα να λουλούδιασες το χάσμα
π’ άνοιξε τ’ άγριο χέρι του σεισμού!
Ψυχή, τι θέλεις από εμέ; Είσαι πλάσμα,
η το φάντασμα τάλυωτου καημού;

Στους βαθιούς ουρανούς τανάβλεμμα σου
καρφώνεται, και κείνοι ξεκινούν
για νάρθουν πιο σιμά, της ζωγραφιάς σου
πολεμώντας κορνίζες να γενούν.

Στο προσωπό σου δυό στοιχιά κονεύουν,
δυό αζωγράφιστα μάτια λατρευτά·
μάχονται μέσα εκεί και βασιλεύουν
η νύχτα και η αυγή ζευγαρωτά.

Και τα χέρια σου τα λαχταρισμένα,
και τα χέρια σου τα λειτουργικά,
σηκώνονται η ανοίγονται, γραμμένα
να μοιράσουν καινούρια ριζικά.

Κορώνα του βραδιού, να! το φεγγάρι,
και κορώνα είσ’ εσύ του φεγγαριού,
απάνου απ’ όλα, της ψυχής η χάρη
με την άχνα του μαργαριταριού.

Στη δουλεψή σου και καρδιές και μοίρες,
ανθεί και η πέτρα από τ’ ακκούμπισμά σου·
από του Κολωνού τ’ αηδόνια πήρες
το μιλημά σου.

Κωστής Παλαμάς

29.5.09

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Lorsque j’ai donne mes vers a la foule…

Όταν τους στίχους μου έδωκα στον κόσμο, την καρδιά μου
την κρέμασα σ’ ενός χασάπη τα τσεγγέλια,
τη σπαρασμένη μου καρδιά, με το αίμα της που τρέχει
στο μαύρο το πεζούλι και το γλύφει ο σκύλος.

Τυλίγεται στο σίδερο σαν κρεμεζί ξεσκλίδι,
τα χέρια τα πιο πρόστυχα μπορούν και την αγγίζουν,
κοπάδι κάποτε μεθούν απάνου της οι μύγες,
που ένα, θαρρείς, μαυριδερό κουρέλι τη σκεπάζει.

Όσοι πορεύονται με φήμη ξεφτυσμένη, σάπια,
όσοι και συνροφιά κανένας δεν τους κάνει,
όσοι κακούργοι και αργοί ζούν, του κόσμου αποδιωγμένοι,
άπό μπροστά της δεν περνούνε δίχως να τη φτύσουν

την ανοιγμένη αυτή καρδιά με το αίμα της που τρέχει
στο μαύρο το πεζούλι και το γλύφει ο σκύλος.
Όταν τους στίχους έδωκα στον κόσμο, την καρδιά μου
Την κρέμασα σ’ ενός χασάπη τα τσεγγέλια.

ANGELLIER

ΜΤΦΡ.ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

16.5.09

ΗΔΟΝΙΣΜΟΣ


(Hands Picasso)

Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόι
σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιγνίδια, εγώ θα σε λιγώσω
και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα
μ' όλο μου το κορμί να σε ποτίσω.

Και στα πόδια σου τ' ασπροσκαλισμένα
δυό βάζα που μού παίρνουνε τα φρένα
στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

14.5.09

ΠΟΘΟΙ



ΠΟΘΟΙ

Πόθοι νεανικοί,
σαν πολύ ωραίοι, νεανικοί εραστές,
με άψογη την αγνότητα της ορμής,
μ' απαράμιλλη περηφάνεια κι ευγένεια.

Έσβησαν.
Όπως για κάποιους νέους λεν,
πως ο θεός τους αγάπησε
και νέοι πεθάναν.
Ίσως να εξαφανίστηκαν δίχως επιστροφή,
κάποιαν ωραία βραδιά,
με πλήρες φως, μελιχρό, της σελήνης.
H εκδοχή, πως ανίερα χέρια
τους έπνιξαν σε άνομα πάνω κρεβάτια,
σε δωμάτια για φτηνή ηδονή,
– ας την αποτρέψουμε,
τούτη την αποτρόπαια σκέψη.

Tα φαντάσματα που ξανάρχονται
ανήσυχα των πόθων,
πανέμορφα, τραγικά πρόσωπα,
ομολογούν κάποιο έγκλημα,
εν τούτοις.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

9.5.09

ΛΑΟΥΡΑ


ΛΑΟΥΡΑ

Έρωτα, ιδές τη νιά που μας δοξάζει
κι’ είν’ όλη περηφάνεια και καμάρι,
κύττα τι γλύκα και τη χάρη
κ’ είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κύτταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πως σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πως στρέφει και κυττάζει.

Κάτω απ’ τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι’ άνθη και τη γη στολίζουν
ναν τα πατήσει την παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα
γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι’ ομορφιά χαρίζουν.

PETRARCA
Μ.ΣΙΓΟΥΡΟΣ

1.5.09

...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ


...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ

Η απόκρυφη εποχή προμαντευόνταν
απ’ των νυχτερινών βροχών την αγωνία,
από την ποικιλία που έπαιρναν τα σύγνεφα
στους ουρανούς, κούνιες ανάλαφρες, σαν κύμα·
κι’ ήμουν νεκρός.

Μια πολιτεία ανάερα κρεμασμένη
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με φωνάζαν ένα γύρω
άλλων καιρών γλυκύτατες γυναίκες,
κι’ η μάνα, πούχε ξανανιώσει απο τα χρόνια,
με χέρι αβρό διαλέγοντας τα ρόδα,
μου έστεφε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.

Όξω ήταν νύχτα
και τ’ αστέρια ακολουθούσαν ωρισμένους
άγνωστους δρόμους, σε χρυσές καμπύλες,
και τα πράγματα φευγαλέα,
σε γωνιές κρύφιες με τραβούσαν,
για να μου διηγηθούν γι’ ανοιχτούς κήπους
και της ζωής το νόημα.

Μα εμένα με λυπούσε το ύστατο χαμόγελο
αβρής γυναίκας ξαπλωμένης μέσα στ’ άνθη.

«Νέα Εστία» 15 -3 -1960
SALVATORE QUASIMODO
ΜΤΦΡ. ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ