29.1.10

ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Σάμπως μες σε μια ζάλη από βαριά μύρα,
λύνει σιγά σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνηση της,
ρίχνοντας πάνω του ακέριο το χαμογελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ' αυτό το χαμόγελο ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κι ενώ τον εξαίσιον
ώμον, από τη βραδυνή τουαλέτα βγάζει,
σιωπηλά πίνει απ' την εικόνα της.Και πίνει
ό,τι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος.Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρεί φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.