22.5.10

Mimesis


Mimesis

Σ’ αυτόν τον τόνο της μαϊμούς
βλέπω και κάνω:
-Πως βέφει τα χειλάκια της η δεσποινίδα;
Και πως χαιδεύει ο γέρος τη γριά του;
Πως έβγαλε τα μάτια του ο φόβος
τον βασιλέα παίζοντας στη Θήβα;
Διόλου ως εκ τούτου δεν με κόφτει το κολάρο
ο γύφτος που φερμάρει την καδένα
όταν, για μια στιγμή, η αθωότητα μ’ αρπάζει
και ξεχνιέμαι, μ’ ανεμελιά που έχουν τα θηρία
απέναντι στην ανεπάρκεια του ανθρώπου
καλά και σώνει να νικήσει το μοντέλο
παίζοντας τη σκηνή μιας εμπειρίας
την ξακουστή μιμητικά αναδιπλασιασμένη πράξη
τις νέκυιες γυρνώντας μέσα-έξω
πένθη φτωχών σε άσυλο ανιάτων
εντάφιο που πάει να ξεκινήσει

Και τότε αργώ χαζεύοντας μιαν ηλιαχτίδα

Τι άχρηστη η ανάμνηση του παρόντος!
Περνάει η μισή ζωή
σε άσκοπες αντιγραφές θαυμάτων
αποτυπώνοντας ξένα μοτίβα, βραχύτατα
με το κενό του ουρανού απάνω
το δίκαιο γάλα εκείνων που θα φύγουν
μες στη βραχνή λιτανεία της ταχείας

Ανεστραμμένα όλα, τόσο κοντά και τόσο ξένα
τίμημα μιας παλινωδίας
σκιές στο κοίλον του θεάτρου
που πάνε να ξεσκάσουν οι πεθαμένοι

Τα πράγματα, αν είναι όπως είναι
Ένα «επειδή» δεν επαρκεί να τα αποδώσει
γι’ άλλη μια φορά στη δυναμή τους, ίδια και απόιδια
ανάσα ενός μωρού που ξεψυχάει

Τώρα βραδυάζει
Ακροπατώ στον βράχο των γιγάντων
Στις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου
οι προτομές των ποιητών που κυβερνήσαν
σκληροί απ’ την ουσία του γρανίτη, ορθοτομούν
Εγώ ανιστορώ τα ξένα λόγια
και κόβω την κλωστούλα των αιώνων

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ