Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΗΛΙΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΗΛΙΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14.2.10

ΣΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΝΥΔΟΥ


(Άφιερωμένο εξαιρετικά στην φίλη του blog
που μας παρότρυνε να ανεβάσουμε κάτι!!!...)

ΣΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΝΥΔΟΥ 1

Άν η φτωχιά μου λύρα
μπορούσε με τον ήχο της μονάχα
το θυμό ν' απαλύνει
του δυνατού ανέμου
και την ορμή του ασύχαστου πελάγου•

αν στ΄άγρια ρουμάνια
με τ' απαλό τραγούδι της μπορούσε
τ' αγρίμια να ημερέψει,
τα δέντρα να σαλέψει
και στο ρυθμό της να τα παρασύρει•

μη θαρρείς πως θα υμνούσα
λούλούδι εσύ πεντάμορφο της Κνύδου
τον αγριοθώρητο Άρη,
σε χάρο ξαλλαγμένο,
με ιδρώτα, σκόνη κι αίμα λερωμένο•

μήτε τους στρατηλάτες,
που σε θριάμβου αμάξια αναβασμένοι,
σέρνουν τους αιχμαλώτους,
Φραντζέζους κι Αλεμάνους,
δεμένους απ' το σβέρκο μ' αλυσίδες.

Παρά θα υμνούσα εκείνη
τη δύναμη της σπάνιας ομορφιάς σου
και που και που μαζί της
θα 'βαζα μες τους ύμνους
την αγριάδα που οπλίζει τη θωριά σου•

και πως για σέ μονάχα
για την τρανή σου αξία κι ωραιότη
σα βιόλα 2 ξαλλαγμένος
θρηνεί τη δυστυχιά του
ο δόλιος εραστής στο συμβολό της.3

Μιλώ για το δεσμώτη,
που πιότερη έγνοια του' πρεπε στ' αλήθεια,
που ζωντανός πεθαίνει,
στα κάτεργα ριγμένος
και στο κοχύλι της θεάς 4 δεμένος•

που απ' αφορμή δική του
τ' άγριου τ' αλόγου πια δεν τιθασεύει
το νεύρο και τη φούρια,
δεν το χαλιναρώνει
κι ουδέ με τα σπιρούνια το κεντρίζει.

Κι απ' αφορμή σου πάλι
δεν κουμαντάρει πια τη γοργή σπάθα
και στον αβέβαιο κάμπο
φεύγει απ' το σκονισμένο
στίβο σαν το φαρμακερό το φίδι.

Για σε η καλή του μούσα,
αντίς κιθάρας συγχορδίες, του εμπνέει
παράπονα θλιμμένα,
που απ' το πολύ το κλάμα
την όψη του εραστή στο δάκρυ λούζουν.

Για σε ο πιο εγκάρδιος φίλος
αδιάφορος και βαρετός του εγίνη•
σ' αυτό μάρτυρας είμαι,
που στο ναυάγιο του
του στάθηκα λιμάνι αναπαυτήριο.

Και τώρα τόσο ο πόνος
το θολό λογικό του εξουσιάζει,
που καταχθόνιο τέρας
ποτέ δεν το μισήσαν
καθώς εγώ μισήθηκα από κείνον.

Δεν είσ' εσύ πλάσμένη
απ' το σκληρό το χώμα• δε σου πάει
του αγνώμονα το λάθος,
αφού τα λάθη όλα
τα 'χεις εσύ από μέσα σου εξορίσει.

Δείλιασε και πτοήσου
απ' το πάθημα της Άναξαρέτης, 5
που ψηλομύτα όντας
αργά έχει μετανιώσει
και φλέγονται ψυχή και πέτρα αντάμα.

Χαιρότανε στων άλλων
τα βάσανα το πετρινό της στήθος,
ώσπου κοιτώντας χάμω
να κοίτεται θωράει
του δύστυχου εραστή τ' άψυχο σώμα.

Και στο λαιμό δεμένο
το βρόχο που μ' αυτόν την πονεμένη
καρδιά του είχε λυτρώσει,
που με στιγμής τον πόνο
την αιώνια ποινή ενός άλλου είχε αγοράσει.

Να λιώνει ένιωσε τότε
σ' αγάπης γλύκα η άπονη αγριάδα,
ώ άχρηστη μετάνοια,
όψιμη τρυφεράδα,
πως σ' ήβρε μεγαλύτερη σκληράδα;

Τα μάτια καρφωθήκαν
στο τεντωμένο σώμα που θωρούσαν
τα κόκαλα γινήκαν
πιο σκληρά κι απλωθήκαν
κοκαλώνοντας όλο της το κρέας,

τα παγωμένα σπλάχνα
σκληρή σιγά-σιγά γινήκαν πέτρα,
στις άθλιες της φλέβες
έπαψε πια το αίμα
τη μορφή και τη φύση του να ξέρει,

ώσπου στα τελευταία,
μαρμαρωμένη απ' την κορφή ώς τα νύχια,
στον κόσμο δε γεννούσε
το δέος, παρά τη γνώση,
του πως η αγνωμοσύνη τιμωριέται.

Μη θές κι εσύ, κυρά μου,
της θυμωμένης Νέμεσης τα βέλη
να δοκιμάσεις τώρα.
Άσ' τις καλές σου πράξεις
και τη λαμπρή πμορφιά σου θείο θέμα

στους ποιητές να δίνουν,
χωρίς ποτέ τους σε θρηνώδεις στίχους
να χρειαστεί να ψάλλουν
μιαν άλλη τραγωδία,
που εσύ θα της γινόσουν αιτία.

ΓΚΑΡΘΙΛΑΣΟ ΝΤΕ ΛΑ ΒΕΓΑ
(GARCILASO DE LA VEGA)1503-1536
Μετάφραση Ηλίας Ματθαίου
Εκδόσεις Γνώση

Οι παραπομπές είναι του μεταφραστή (διαφέρει μόνο η αρίθμηση).

(1)Το ποίημα είναι εμπνευσμένο απ' τη δόνια Βιολάντε Σανσεβερίνο,
που την ερωτεύτηκε χωρίς ανταπόκριση ο φίλος του ποιήτη, Μάριο Γαλεότα.

(2)Ό εραστής, εξαιτίας του ερωτικού του μαρτυρίου, έχει γίνει χλωμός σαν τη βιόλα.

(3)Άπ' την άλλη μεριά η βιόλα, χάρη στη χλωμάδα της, γίνεται εδώ σύμβολο του χωρίς ανταπόκριση έρωτα.Δεν είναι άσχετη κι η ομοιότητα της λέξης «βιόλα» με το μικρό όνομα (Βιολάντε) της σκληρής αγαπημένης.

(4)Πρόκειται για τη θεά Αφροδίτη (αναφέρεται ρητά στο πρωτότυπο)που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας και βγήκε στη στεριά μέσα σ' ένα κοχύλι. Σ' αυτό το κοχύλι (γαλέρα του έρωτα) ήταν δεσμώτης-κωπηλάτης ο άτυχος εραστής, ποιητική μεταφορά που ο Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγα θα την εμπνεύστηκε απ' το γεγονός ότι «Γαλεότα» (το επίθετο του εραστή) στα ισπανικά σημαίνει: γαλέρα.

(5) Άρχοντοπούλα της Κύπρου που την αγάπησε ο Ίφις. Επειδή όμως εκείνος ήταν από παρακατιανό σόι, η Αναξαρέτη δεν ανταποκρίθηκε στον ερωτά του κι ο Ίφις, απελπισμένος, κρεμάστηκε μπροστά στην πόρτα της. Τελικά η Άναξαρέτη μεταμορφώθηκε απ’ τη θεά Άφροδίτη σε πέτρα για να τιμωρηθεί για τη σκληρότητά της. (Όβίδιου Μεταμορφώσεις).

25.6.09

Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η λάμψη του χιονιού. Οι κέδροι σα γαλάζιες φλόγες.
Το φεγγάρι είν’ ασημένιο μάτι.

Το τρίξιμο απ’ τα κόκαλα των οδοιπόρων. Η μακρινή ηλιαχτίδα.

Σα μια συνομιλία σβησμένη. Ο άνεμος στο δροσερό σεντόνι.

Η στιγμιαία βροχή. Το σιτεμένο ταμπούρλο. Η σακούλα.

Τα μάτια από χρυσή βροχή.
Το σύννεφο και το φεγγάρι. Η ασημένια του όψη μιας στιγμής.

Το πέτρινο δρομάκι. Ο άνεμος στο υγρό σεντόνι.
Η απόμακρη βροντή. Τ’ ανάλαφρο σου βήμα.

Το σύννεφο θολώνει τον καθρέφτη. Η ματωμένη του όψη.
Το δάσος είναι γαλανό. Η βροντή στο τέλος του δρόμου. Το ταμπούρλο.

Το καλύβι. Ο νοτερός καπνός. Το φώς μέσ’ απ’ τα κουρτινάκια.
Ο άνεμος είν’ ο χτύπος. Οι κραυγές. Το ύψωμα.

Ο λύκος τη νύχτα. Ο λύκος στην πόρτα. Η σύντομη αστραπή.
Το δάχτυλο δείχνει. Το μάτι με πέρλες βροχής.

Η ματωμένη μούρη του στην πόρτα. Η μυρουδιά του καμένου ξύλου.
Η βροχή διαλύει το πέπλο της. Λιώνει τη γάζα στην όψη της.

Το αίμα. Η βροχή στο λαιμό.

Η καταδίωξη μέσ’ απ’ τους γαλάζιους κέδρους. Τ’ ανεμοπανταλόνι.
Το μαχαίρι στην τσάντα. Η νερένια πληγή.

Το φεγγάρι είναι μάτι ματωμένο. Οι κέδροι είναι φλόγες γαλάζιες.
Ο λύκος στο δάσος. Η απόμακρη βροντή.

Ο νοτερός καπνός στο σπίτι. Το αίμα στο χιόνι.
Το σπίτι τ’ άδειο.

Το μάτι με πέρλες βροχής. Ο άνεμος στο παγερό σεντόνι.
Το μαχαίρι στο χιόνι.

FELIX DE AZUA
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

1.7.08

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ


...ΠΙΝΑΚΑΣ PICASSO

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ

Από το φεγγαρόκηπο της σάρκας
δριμιά κι άγρια, μαύρα μαλλιά περάσαν.

Νύχτα θανάσιμη. Έπαλλε βαθιά μου
το γιομοφέγγαρο έξοχο και λαύρο.

Τα μυστικά όλα στέκονταν απ’ έξω,
φέγγαν του θεού τους στης νυχτιάς το φρέσκο.

Τι χαλασμός απο φιλιά κι απ’ άνθια!
Τι πανικός απ’ των μαλλιών το διάβα!

Και το φεγγάρι τόξευε απ’ τα ουράνια
βέλη ασημένια στα μαλλιά τα μαύρα!

*

Τον κήπο μου κουρσέψαν. Το μαχαίρι
των κλωστών τους, μου θέρισε τις σκέψεις.

Μίσχος δεν έμεινε, όνειρο κανένα,
στα πόστα που ’χε η έκσταση πιασμένα.

Καί στης δύσης το κοίλωμα εκεί κάτου
κάθισαν τα μαλλιά να ξαποστάσουν.

Την άλλη μέρα με ρώταγαν όλοι
πώς ρήμαξε τον κήπο τ’ αγριοβόρι.

Κι η καρδιά μου γοργοχτυπούσε ακόμα
απ’ των μαλλιών των μαύρων τον τυφώνα.

Juan Ramon Jimenez
ΜΤΦΡ.ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

3.4.08

ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


PICASSO...

ΑΓΝΩΣΤΟΥ...

ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ
(Απόσπασμα)

Τριγυρνώ το κορμί σου όπως τον κόσμο,
είν’η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία,
τα στήθια σου εκκλησιές όπου το αίμα
τ’αντικρινά του λειτουργάει μυστήρια,
σαν τον κισσό σε σκέπουν οι ματιές μου,
είσαι πόλη απ’το πέλαγο ζωσμένη,
κάστρο που το λυκόφως το χωρίζει
σε δυό μισά ροδακινένιου χρώματος,
ερμοτόπι αλατιού,πουλιών και βράχων
κάτω απ’του χαύνου μεσημεριού το νόμο,

ντυμένη με των πόθων μου το χρώμα
πάς ολόγυμνη σαν το στοχασμό μου,
τα μάτια σου όπως το νερό τα σεργιανίζω,
πίνει όνειρο σ’αυτά τα μάτια ο τίγρης,
το κολιμπρί σ’αυτές τις φλόγες πυρπολιέται,
το μετωπό σου τριγυρνώ όπως το φεγγάρι,
το στοχασμό σου σύννεφο σαν να ’μαι
και την κοιλιά σου τριγυρνώ όπως τα όνειρά σου,
κυματίζει η καλαμποκίσια φούστα σου,
η κρουσταλλένια φούστα σου, η νερένια ,
τα χείλια, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
βρέχεις όλη τη νύχτα, όλη τη μέρα
το στέρνο ανοίγεις μου με τα νερένια δάχτυλα
τα μάτια κλείνεις μου με το νερένιο στόμα,
βρέχεις στα κόκαλά μου,και στο στέρνο μου
το υγρό δεντρί νερένιες ρίζες μπήγει,

τριγυρνώ τη μορφή σου όπως ποτάμι,
τριγυρνώ το κορμί σου όπως το δάσος,
όπως ενός βουνού το μονοπάτι
που σε βάραθρο βγάζει δίχως πάτο,
στους κοφτερούς οδεύω στοχασμούς σου
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
γκρεμοτζακίζετ’ ο ίσκιος μου αφού πέσει,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
κι ασώματος πλανιέμαι,αβέβαιος ψάχνω,

Οκτάβιο Πάζ
ΠΟΙΗΣΗ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

22.2.08

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μου μοιάζει:τόνε νιώθω με το άγχος και το αίμα μου.
Στη θλίψη του όμορφος,να σμίξει πάει τη θάλασσα,
την αγωνία ν’απλώσει στον Ήλιο και στον Άνεμο.
Στο μέτωπό του ειρήνη, μα ερείπια στην καρδιά του.
Θέλει να ζήσει ακόμα για να πεθάνει πιο πολύν καιρό.

Μου μοιάζει:τόνε βλέπω με τα χαμένα μάτια μου
ψάχνει κι αυτός για τ’άσυλο της πελαγίσιας νύχτας
κι αυτός την παραβολική τροχιά μιας πτήσης έχει
πάνω απ’τη γέρικη καρδιά του.

Πάει κι εκείνος ντυμένος νυχτιάτικη μοναξιά.
Με χέρια τεντωμένα προς τη βουή του ωκεανού
ζητάει απ’το θαλασσινό καιρό να τον λυτρώσει
απ’τα αδιάκοπα κύματα που χτυπάν και τραντάζουν
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.

Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου,
τη μορφή την πλασμένη απ’την αιώνια οργή
τα μέσα του πελάγου.

Ωραίος στη θλίψη του,
Πασχίζει –μάταια-να μην κάψει την άμμο
Με των δακρύων του την πικρήν αψάδα.

Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.

(Από το Μυστικός Ανθρώπος)

HERIB CAMPOS CERVERA 1908-1953 Παραγουάη

ΜΤΦΡ.ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

24.1.08

MUERTO DE AMOR




MUERTO DE AMOR


A Margarita Manso


¿Qué es aquello que reluce
por los altos corredores?
Cierra la puerta, hijo mío,
acaban de dar las once.
En mis ojos, sin querer,
relumbran cuatro faroles.
Será que la gente aquella
estará fregando el cobre.

Ajo de agónica plata
la luna menguante, pone
cabelleras amarillas
a las amarillas torres.
La noche llama temblando
al cristal de los balcones,
perseguida por los mil
perros que no la conocen,
y un olor de vino y ámbar
viene de los corredores.

Brisas de caña mojada
y rumor de viejas voces,
resonaban por el arco
roto de la media noche.
Bueyes y rosas dormían.
Sólo por los corredores
las cuatro luces clamaban
con el furor de San Jorge.
Tristes mujeres del valle
bajaban su sangre de hombre,
tranquila de flor cortada
y amarga de muslo joven.
Viejas mujeres del río
lloraban al pie del monte,
un minuto intransitable
de cabelleras y nombres.
Fachadas de cal, ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos
tocaban acordeones.
Madre, cuando yo me muera,
que se enteren los señores.
Pon telegramas azules
que vayan del Sur al Norte.
Siete gritos, siete sangres,
siete adormideras dobles,
quebraron opacas lunas
en los oscuros salones.
Lleno de manos cortadas
y coronitas de flores,
el mar de los juramentos
resonaba, no sé donde.
Y el cielo daba portazos
al brusco rumor del bosque,
mientras clamaban las luces
en los altos corredores.



ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ


Στη Μαργαρίτα Μάνσο


Τα’ είναι κείνο που φεγγρίζει
στους απάνω διαδρόμους;
Σφάλισε την πόρτα, γιέ μου,
κι οι έντεκα σημάναν μόλις.
Άθελα, στα δυό μου μάτια
λάμπουνε τέσσερις λύχνοι.
Σίγουρα κείνοι οι ανθρώποι
θα τρίβουνε το μπακίρι.

Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας,
το δισταχτικό φεγγάρι,
κατακίτρινα μαλλιά
στους κίτρινους πύργους βάζει.
Των μπαλκονιών το κρουστάλλι
έκρουε τρέμοντας η νύχτα,
κυνηγημένη από χίλιους
σκύλους που δεν την γνωρίζαν
κι ερχόταν απ’ τους διαδρόμους
μυρουδιά άμπρας και κρασίλας.

Αύρες από υγρό καλάμι
και παλιών φωνών βαβούρα
στου μεσονυχτιού το τόξο
το σπασμένο αντιλαλούσαν.
Βόδια και ρόδα κοιμούνταν.
Μόνον απ’ τους διαδρόμους
τα τέσσερα φώτα σκούζαν
με το μανητό τ’ Άι-Γιώργη.
Θλιμμένες νιές της κοιλάδας
καλμάραν τ’ αντρίκιο τους αίμα,
πικρό από μούσκουλα νιάτων
κι ήσυχο απ’ άνθη κομμένα.
Του ποταμού γριές γυναίκες
κλαίγαν στου βουνού τα πόδια
μιαν αδιάβατη στιγμή
από μαλλιά κι από ονόματα.
Προσόψεις ασβεστωμένες
άσπρο κάνανε το βράδυ.
Τ’ ακορντεόνια τους παίζαν
τα χερουβείμ κι οι τσιγγάνοι.
Μάνα, όταν εγώ πεθάνω,
μήνα το στ’ αφεντικά μας.
Τηλεγραφήματα στείλε
βορρά και νότο γαλάζια.
Εφτά κραυγές, εφτά αίματα,
εφτά του ύπνου παπαρούνες,
λοξά φεγγάρια τσακίσαν
σε σάλες άδειες και σκούρες.
Γεμάτο χέρια κομμένα
και στεφανάκια από χόρτο,
δεν ξέρω πού, αντιλαλούσε
τ’ αρχιπέλαγο των όρκων.
Στο τραχύ βουητό του δάσους
βρόνταγε ο ουρανός την πόρτα,
και στους απάνω διαδρόμους
σκούζανε γοερά τα φώτα.

FEDERICO GARCÍA LORCA

Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Διάττων Αθήνα 1989

ΠΙΝΑΚΑΣ: Picador-et-danseuse PICASSO