GABRIELLE DIDOT
Το βράδυ ετούτο κάρφωσε μ’ επιμονή το νου μου
κάποια γυναίκα που άλλοτες εγνώρισα, κοινή,
που ωστόσο αυτή ξεχώριζεν από τις αδελφές της,
γιατί ήταν πάντοτε σοβαρή, θλιμμένη και στυγνή.
Θυμάμαι που την πείραζαν συχνά τ’ άλλα κορίτσια,
γελώντας την για το ύφος της το τόσο σοβαρό,
και μεταξύ τους έλεγαν, αισχρό κάνοντας σχήμα,
πως θα συνήθιζε και αυτή με τον καιρό.
Κι αυτή, ψυχρή και σιωπηλή, καθόταν στη γωνιά της,
ενώ μια γάτα χάιδευε με αυτάκια μυτερά
κι ένα σκυλί που δίπλα της στεκόταν λυπημένο –
ένα σκυλί όπου ποτέ δεν κούναε την ουρά.
Κι έμοιαζ’ η γάτα, που αυστηρή την κοίταζε στα μάτια,
η πλήξη ως να ’ταν, που με μάτια κοίταε ζοφερά,
και το σκυλί που εδάγκωνε το κάτασπρό της χέρι,
η τύψη ως να ’ταν έμοιαζε, που εδάγκωνε σκληρά.
Πολλές φορές περίεργες την εκύκλωναν σκέψεις
και προσπαθούσε – μου ’λεγε- συχνά να θυμηθεί,
το νου της βασανίζοντας τις ώρες της ανίας,
όσους μαζί της είχανε μια νύχτα κοιμηθεί.
Ώρες πολλές εκοίταζα τα σκοτεινά της μάτια
κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σ’ αυτά
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους
και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά.
Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κι ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στύλ μπωντλαιρικό,
που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε αναγνώστη,
γελάς γι’ αυτόν που το ’γραψε, με γέλιο ειρωνικό.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
18.6.09
GABRIELLE DIDOT
12.3.09
ΘΡΥΛΟΣ
ΘΡΥΛΟΣ
Τούτο το θρύλο παρακάτου που θα πώ
μου τον διηγήθηκε μια μέρα ο Σύλβιο Γκάλλι
παλιός λοστρόμος σε καράβια φορτηγά:
«Είναι σε χώρα εξωτική κάποιο κανάλι,
που τα νερά του ακινητούν παντοτινά
κι ούτε ποτέ βάρκες απάνω του δεν πλένε
από τα δάκρυα εγίνη-λέν- των γυναικών
που το χαμένον έρωτα τους πάντα κλαίνε.
Τις μαύρες νύχτες κάποιος ναυτικός
που μέσα επνίγη, τριγυρνά, κι όλο καπνίζει
κι όσοι μεσάνυχτα περάσαν από κεί,
είπαν πως το ’δαν σιγανά να πλημμυρίζει.
Κι άλλοι έχουν δεί κάποιο καράβι σκοτεινό
που στα χοντρά του τα ψηλά σχοινένια ξάρτια
είδαν γυναίκες με πανώριαν ομορφιά
μα πάλι λεν μην τους εγέλαγαν τα μάτια».
Τούτο το θρύλο που σας είπα σε σκοπόν
απλό, μου τον διηγήθη ο Σύλβιο Γκάλλι
Κι άν δεν πιστεύεις-μού’ πε- ότ’ είναι αληθινός,
σου βάνω στοίχημα το ανάξιο μου κεφάλι.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΤΟ ΗΜΕΡΙΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ
ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ GUY (MICHEL) SAUNIER
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
5.6.08
ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΙΠΑ
ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΙΠΑ
Στον ποιητή Απ. Μελαχρινό
Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο,
όπου πολύ παράξενα την έχουν σκαλισμένη.
Έχει το σχήμα κεφαλιού Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ένας σ' εμέ ναύτης Δανός την έχει χαρισμένη.
Και μου 'πε αυτός πως μια φορά του την επούλησε ένας,
στην Αλεξάντρεια, έμπορος ναρκωτικών, Αράπης,
και στον Αράπη - λέει - αυτόν, την είχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα της αγάπης.
Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες,
ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω,
κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.
Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ένα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μεσ' στους δρόμους του τους κρύους και βραδιασμένους
να περπατά έναν ύποπτον Αράπη μεθυσμένο.
Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ανοιχτά στο αβέβαιο ν' αρμενίζει
κι απάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ένας ναύτης,
να 'χει μια πίπα - όπως αυτήν εγώ - και να καπνίζει.
Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θα 'ναι μαγική». Μα πάλι λέω: μη φταίει
ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου;
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
13.2.08
ΜΑΡΕΑ
(...Του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat...)
ΜΑΡΕΑ
Στο Γιακουμή Βαλάση
Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat.
Πυξίδα γέρικη ataxie locomotrice
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ' οι τρεις
να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.
Της τραμουντάνας τ'άστρο, τ'άστρο του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη τη κόρη στα χαρτιά.
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.
Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.
Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.
Νίκος Καββαδίας
Αντιγραφή:Από το blog KΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ
28.1.08
WILLIAM GEORGE ALLUM
WILLIAM GEORGE ALLUM
Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ' το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...
Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή•
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου• γνώριζεν αυτός - καθώς το ξέρουμ' όλοι -
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές...
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
12.12.07
TAEDIUM VITAE
Φαίνεται πια πως τίποτα-τίποτα δε μας σώζει.
Του δωματίου σου η χλιδή,η ευωδιαστή ατμόσφαιρα,
το σώμα σου,ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
που ως τρόπαιο,ακόλαστη,όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!
Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
έχω,οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει,στρέψει.
Σ’αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι,μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις:μια κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!
Φαίνεται πια πως τίποτα-τίποτα δε μας σώζει.
Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.
Κάτω απ’αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμόσφαιρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική,νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ 1902-1970 /ΠΟΙΗΜΑΤΑ/ΕΡΜΗΣ
Εισαγωγή και επιλογή ποιημάτων Αγορή Γκρέκου
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
"Φαίνεται πια πως τίποτα -τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή "Mαραμπού" (Άγρα, 2005)
6.12.07
FATA MORGANA
(...οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι...)
...Πίνακας:PICASSO
FATA MORGANA
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.
*
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από την Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.
Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.
Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' την Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.
Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ/ΜΑΡΑΜΠΟΥ/ΑΓΡΑ/
«...Φάτα Μοργκάνα, η:αντικατοπτρισμός που εμφανίζεται στην επιφάνεια
της θάλασσας,όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το νερό είναι πιο ψυχρό
απ’τα ψηλότερα στρώματα.
Ο ίδιος ο Νίκος Καββαδίας λέει: «...συμβαίνει στης Σικελίας το στενό η στη
Νάπολη απ’έξω,νύχτα τρείς η ώρα,και παρουσιάζει τρείς γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα.Βαστάει ένα δυό λεπτά και χάνεται...»
ο αντικατοπτρισμός αυτός εντοπίζεται κυρίως στο στενό της Μεσσήνης,
εμφανίζονται είτε πλοία είτε άνθρωποι να αιωρούνται πάνω από τη θάλασσα
και συχνά ένα από τα δύο αντικείμενα η πρόσωπα ανεστραμμένα.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΑΠΑΛΗΣ/ΑΓΡΑ
Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία
KURO SIWO
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
-no sleep, malaria, difficult watches.
and her words keep ringing still in your ears:
NIKOS KAVVADIAS
This translation reproduced by kind permission of the translator Simon Darragh, from "Wireless Operator, Selected Poems of Nikos Kavvadias", published by London Magazine Editions, 1998.
10.11.07
ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας"
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.
Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.
Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
- μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες -
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.
Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.
Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.
Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.
Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
...Το θέμα του πίνακα το αφήνω σε ελεύθερους
συνειρμούς με βάση το:''μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες''
2.11.07
MAL DU DEPART
MAL DU DEPART
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα' χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Νίκος Καββαδίας/Μαραμπού/Εκδόσεις Άγρα
23.9.07
GUEVARA
Στον Θανάση Καραβία
Hτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου".
Oμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Oμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Νίκος Καββαδίας
GUEVARA
GUEVARA
To Thanassis Karavias
It was high noon but it seemed midnight.
The child’s mother said, “Sleep, my treasure”,
but everyone’s eyes stayed open wide
when the hour balanced your body with steel.
A swarm of white ants, a cloud of locusts.
The Chileans lament like the women of Mani.
He left-the fried, the brother. Did we know one another?
The Cretan guards the threshing floor, Arriba the corriba.
Who said it? Who hoped for it?Who’ll bear it?
The birds fly off and their songs is lost.
Nereids shear the black silk from your face
and weave from it ribbons to tie up their hair.
A panther listens, peers and pauses?
licks your wound’s roses, gets drunk and strong.
The earth spewed her guts, and demons leapt out.
The hammer beats strongly, the anvil stays mute.
Fireflies play in the open eyes.
In your lovely mouth a cricket has slept.
From your still warm lips the burnt out end
of a small cigarillo drops to ground.
The dream drifts up with the smoke to the sky;
It’s merging now with the ship of cloud.
Light is born all around but it’s still very faint;
the darkness unravels it and beckons to you.
Jose Marti (the condor flies by,
dives and hovers, remembers, is proud;
with its wings it could darken a threshing-floor).
Tonight you’ll drink mate together.
Bolivar arrives, astride the fast colt.
A pregnant snake is standing in wait.
The Peruvian woman pounds herbs in a mortar
while chewing a poisonous kind of mushroom
Lorca’s red mare is neighing but he
is tangled still in silken bonds.
With his adze of stone the friend makes a coffin
measuring it precisely to fit your frame.
An aging sailor with a tar-stained face
loads a ship with worthless cargo.
A long time ago his arms were cut short.
And he wanted so badly to close your eyes.
Nikos Kavvadias
10.8.07
A BORD DE L' «ASPASIA»
A BORD DE L' «ASPASIA»
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
«Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!»
Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ/ΜΑΡΑΜΠΟΥ/ΕΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
8.8.07
KASBAH
(Πίνακας:Ενα από τα καταραμένα κορίτσια του MODIGLIANI)
KASBAH
Στο Γιώργο Ζαρίμπα
το φίλο της καρδιάς
Τραβούσαμε με βήμ’αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στοίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δός μου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.
Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συρφετός.
Μαύρες γυναίκες στολισμένες με λευκά
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί απο ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχαα τροπικά.
Σπίτια παλιά δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.
Μες σε κοιτώνες χωρισμένους σκοτεινούς
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεβάτια
Άσπρες και Μαύρες με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.
Μέσα στο νούμερο «Ταλαάτ» ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει παλαιικό.
Με χαιρετά με μιάν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της έμάθαν μες στα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.
Όμως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Άν μείνεις-μού’πε-τ΄όνομα μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των ανδρών τα λόγια τα ζεστά.
Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα κι εκίνησα να φύγω
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
Καί μου ’πε :Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία
στους χάρτες σκύβοντας τους μερκατορικούς.
Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών
ποιός από σας,τυφλοί,ποτέ το βλέπει;
ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.
Εβγήκα.Απ’έξω απο την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι,Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι
κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.
Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμ’αργό
ώσπου έφθασα με τη βοήθεια του Κυρίου
απ’την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.
s/s Antzouletta
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ /Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη
ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ GUY(MICHEL)SAUNIER/ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
16.7.07
ΜΟΥΣΩΝΑΣ
Τρελός μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
12.7.07
ΠΙΚΡΙΑ
(TIZIANO) ...ΟΧΙ ΣΤΟ ΑΣΧΕΤΟ ΒΕΒΑΙΑ!
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ο,τι αγαπούσα αρνήθηκα γιά το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και ''Σε πονάει με τη νοτιά;'' - Οχι, απ' αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθησε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνεια,
γιά σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυό μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ' αντίκρυσε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
7 - 2 - 1975
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ / ΤΡΑΒΕΡΣΟ /ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
1.7.07
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ...
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ...
Γνωρίζω κάποιον κύριο πού ηλίθιο τόν νομίζουν,
γιατί παράξενα μιλεί κι ένα μονόκλ φοράει
γιατί συχνάζει μ’ασέμνες καί θλιβέρες γυναίκες
καί γιατί πάντα ό,τι τού πείς αύτος χαμογέλαει.
Πού στέκει ώρες αμίλητος καί σάν αφηρημένος,
καί πού όταν,τί έχει τόν ρωτούν οί φίλοι μ’απορία
αυτός κοιτάζοντας αλλού αρχίζει νά διηγιέται
ή μιάν αισχρήν ή μιά πολύ παράξενη ιστορία.
Γιά μιάν εταίρα υστερική πού ζεί κι όλο πεθαίνει,
Γιά έναν τρελόν όπου ζητάει γιά νά ’βρει τ’όνειρό του,
Γιά κάποιο γέρο πού αγαπάει μ’ανάστροφην αγάπη,
Γιά μιά γκριμάτσα τραγική κάποιου χλώμου Πιερόττου.
...Ξέρω ένα νέο πού οί φίλοι του ηλίθιο τόν νομίζουν,
Γιατί πράγματα πολύ περίεργα μιλάει
Κι όσες φορές πασχίζουνε νά τόνε συμβουλεύσουν
Κοιτά μέ περιφρόνηση καί θλιβερά γελαει...
Π.ΒΑΛΧΑΛΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη
Εκδόσεις Άγρα
29.6.07
(...Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά...)
FEDERICO GARCIA LORCA
Στο Θανάση Καραβία
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι..
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταύροφοροι.
Παντιέρες πάγαιναιν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο- πορεία προς το βορια.
Τράβα μπροστά- ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’έφεραν, κατσίβελε,στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι ’Αφέντη μου, με τι να στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το παρφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν απο πίσω
κ’ισα εν’ αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σώρο.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
Μέσ’απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη,φτενή δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή Πούσι Άγρα 2005
18.6.07
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή "Mαραμπού" (Άγρα, 2005)