ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
Θήλυ επίφοβο, μέσα στη δαγκωνιά της βασιλεύει η λύσσα κι ένα
θανάσιμο ψύχος στα λαγόνια της, η γνώση αυτή που ξεκινάει από μιαν
ευγενική φιλοδοξία,βρίσκει το μέτρο της στα δακρυά μας, στην
απογνωσή μας. Μην λαθεύετε, ω εσείς ανάμεσα στους καλύτερους, που
ορέγεται το χέρι σας και παραμονεύει τη λιγοψυχιά σας.
ΡΕΝΕ ΣΑΡ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
3.2.10
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
28.12.09
Η ΑΙΘΟΥΣΑ
Η ΑΙΘΟΥΣΑ
Ολονυχτίς το ζώο άλλαζε θέση μες την αίθουσα,
Ποιός να ' ναι αυτός ο δρόμος που δε θέλει να τελειώσει;
Ολονυχτίς η βάρκα γύρεψε το γιαλό,
Ποιοι να 'ναι αυτοί οι απόντες που φωνάζουν να γυρίσουν;
ΟΛονυχτίς το ξίφος γνώρισε τη λαβωματιά
Ποιά να ' ναι η θλίψη αυτή που δε μπορεί να νιώσει τίποτα;
Ολονυχτίς το ζώο εβόγκηξε μέσα στην αίθουσα,
Κθημαγμένο, αρνήθηκε της αίθουσας το φως,
Ποιός είναι αυτός ο θάνατος που τίποτα δεν ξέρει να γιατρέψει;
ΥΒ ΜΠΟΝΦΟΥΑ
Μετάφραση, Τάκης Σινόπουλος
10.7.07
Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Κοιτάχτε μπήκε στή φώτια !είπε ένας άπ’ τό πλήθος.
Γυρίσαμε τά μάτια γρήγορα.Ήταν
στ’αλήθεια αυτός πού απόστρεψε το πρόσωπο όταν τού
μιλήσαμε.Καί τώρα καίγεται.Μά δέ φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω.Λέω νά πάω εκεί.Νά τόν αγγίξω μέ τό χέρι μου.
Είμαι από φύση μου φτιαγμένος νά παραξενεύομαι.
Ποιός είναι τούτος πού αναλίσκεται περήφανος;
Τό σώμα του τό ανθρώπινο δέν τόν πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή.Καί δύσκολη.Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μήν τήν αακατεύεις μού είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος.Καταμόναχος.
Κί όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόνταν ήλιος.
Στήν εποχή μας όπως καί σέ περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στή φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
ο Ποιήτης μοιράζεται στά δυό.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951-1964
<<ΕΡΜΗΣ>>ΑΘΗΝΑ 1990