18.3.09

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ


...Σήμερα 13 χρόνια από το θανατό του

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πηρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σείς στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πέλαγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου
μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά
για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το 'λεγε πώς θέ νά μού
τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ’ τα βουνά
κι άλλος απ’ τα πλεούμενα
Με το πουκάμισο χακί
κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φώς το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ώρ’ τ’ είναι τούτ’ η αποκοτιά
βρε συ βοριά βρε συ νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ
Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά
που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.


ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές
γύρισε ο κόσμος τρείς φορές

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα
κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ’ αλώνια και στις εμπατές
ξυπνούν οι αλαφροίσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί
στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ
ατάν και παίζουν άμ στράμ ντάμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ’ άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά
του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά
πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά
Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ν’ ήμερος να ν’άκακος

Λίγο φαί λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα ’ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρός
του τρώνε και το λίγο βιός

κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που’ ναι οι Δυνατοί


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.

Ο ΗΛΙΟΣ

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πώ
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ’ αφουγκράστηκε
γύρισε τ’ άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ’ η ομορφιά

Το φώς οπού σηκώνω και τον έρωτα
έννοια σας μήτ’ εγώ δεν τα ’χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ’ άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ’ τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα τάρταρα

Τυράγνιες ζηλοφθόνιες φόνου παιδεμούς
τ’ αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ’ αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γή
που ’δωσε το σκοτάδι φως για να το πιεί

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
οπού ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανέβει ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νούς κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νταί»
όλα του κόσμου τ’ άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

17.3.09

ΣΕΦΕΡΗΣ


Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ενα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του ίωνα φιλοσόφου. Οσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «... θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε...». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' έναν λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης και ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτήν δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Εχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστάω την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Αρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϊ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ' αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Οταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Εχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

Βραβείο Νομπέλ 1963

12.3.09

ΘΡΥΛΟΣ


ΘΡΥΛΟΣ

Τούτο το θρύλο παρακάτου που θα πώ
μου τον διηγήθηκε μια μέρα ο Σύλβιο Γκάλλι
παλιός λοστρόμος σε καράβια φορτηγά:
«Είναι σε χώρα εξωτική κάποιο κανάλι,

που τα νερά του ακινητούν παντοτινά
κι ούτε ποτέ βάρκες απάνω του δεν πλένε
από τα δάκρυα εγίνη-λέν- των γυναικών
που το χαμένον έρωτα τους πάντα κλαίνε.

Τις μαύρες νύχτες κάποιος ναυτικός
που μέσα επνίγη, τριγυρνά, κι όλο καπνίζει
κι όσοι μεσάνυχτα περάσαν από κεί,
είπαν πως το ’δαν σιγανά να πλημμυρίζει.

Κι άλλοι έχουν δεί κάποιο καράβι σκοτεινό
που στα χοντρά του τα ψηλά σχοινένια ξάρτια
είδαν γυναίκες με πανώριαν ομορφιά
μα πάλι λεν μην τους εγέλαγαν τα μάτια».

Τούτο το θρύλο που σας είπα σε σκοπόν
απλό, μου τον διηγήθη ο Σύλβιο Γκάλλι
Κι άν δεν πιστεύεις-μού’ πε- ότ’ είναι αληθινός,
σου βάνω στοίχημα το ανάξιο μου κεφάλι.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

ΤΟ ΗΜΕΡΙΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ
ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ GUY (MICHEL) SAUNIER
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

6.3.09

ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ


ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

Στο πράσινο περπατούσαν δάσος, άγρια χιόνια, μαλακά, δίχως ρίγη
Πέφταν στα μαλλιά τους, αγγίζαν τα χείλη τους
Στ’ αθάνατα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Άπρίλη χώρα.
«Δές, ο Αλντεμπαράν κ’ η αγριωπή Κασσιόπη
Κι’ ο Σείριος ζηλεύουν το λευκό σου χέρι,
Ο Ώρίωνας μ’ ήλιους εξαπλούς και με γιγάντια νεφελώματα
Ό Προκύων, ο Βέγας κι’ ο Αλταïρ, τα χνάρια
Της οπτικής γωνίας των καρφωμένων άστρων πέφτουν να σάπαντήσουν
Μα τα πλανητικά συστήματα και των κλαριών τα χτένια
Τραντάζονται από γέλια καθώς κοιτάζουν τις παλιές
Του κόσμου ανοησίες, τ’ όνειρο εκείνο που η καρδιά θα κρυώσει.
Κ’ οι δροσοστάλες που έπεσαν απ’ τα κλαριά κι’ απ’ τα λευκά λουλούδια
Είν’ οι καινούριοι κόσμοι που τρέχουν για να σμίξουν, τα είναι τους
Είναι ένα, στα πράσινα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Απρίλη χώρα.

EDITH SITWEL
Μτφρ.ΚΛ. ΚΥΡΟΥ