29.4.08

ΠΡΟΣ ΝΕΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ


ΠΡΟΣ ΝΕΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ
(Εξ’αλληλογραφίας 1876-1879)

Αν δεν επλάσθης όμοιος προς τον βαθύν ωκεανόν.
όστις συνθραύει τα δεσμά τ’ωσεί αράχνης νήματα,
κι’αλέθει μετά βρυχηθμών ηπείρους είς συντρίμματα,
Πάν όριον βροτόθετον αγέρωχος περιφρονών·

Αν ως ο Γάγγης δεν αντλής την δωρεάν σ’εξ ουρανών,
αποκαθαίρων τας ψυχάς εις τα γλαυκά σου κύματα·
Αν δεν κυλάς ως ο Πακτωλός χρυσού κ’ηλέκτρου θρύμματα,
Πηγάζων μυστηριωδώς από κευθμώνων σκοτεινών-

Κάν έσο ρύαξ διαυγής την δίψαν μας δροσίζων·
πάν νέφος επί τ’ουρανού,πάν της ακτής σ’ανθήλιον
είς τα υγρά σου κρύσταλλα πιστώς εγκατοπτρίζων.

Και δός ημίν της Φύσεως εν προσιτόν ειδύλλιον,
αριστοτέχνης ένθεος,με τόνους εικονίζων
του πένθους τας ψυχράς σκιάς και της χαράς τον ήλιον.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
ΑΤΘΙΔΕΣ ΑΥΡΑΙ /ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ

26.4.08

«ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΒΑΤΟ...

...ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ!!......ΚΑΙ ΤΑ ΣΕΒΑΣΜΑΤΑ ΜΟΥ...

«Το ηλεκτρικό μου πρόβατο
κοιμάται
τον ύπνο του δικαίου του
σφαχτού...

(...)

στο αίμα του κι εσείς
κατρακυλάτε
σαν ένορκοι εγκλήματος
φρικτού...»

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ

Ένθάδε κείνται ο Τερέντιος κι ο Πλαύτος,
Άλλά, παρ'όλ'αυτά, κείται ο Μολιέρος μόνο.
Τα τρία ταλέντα τους μαζί,ένα μονάχα πνεύμα,
Που η τέχνη του διασκέδασε ολόκληρη Γαλλία.
Φύγαν!Κι ελπίδες να τους ξαναδώ
Δεν έχω παρά ελάχιστες.
Έμείς, ό,τι κι άν κάνουμε,
Πάρα πολύν καιρό
Οι τρείς αυτοί θα μείνουν πεθαμένοι.


LA FONTAINE 1621-1695
«ΣΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ...»
ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΤΦΡ.ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ / ΚΕΔΡΟΣ

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ


ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ

Ενθάδε κείται ιππότης που γεννήθηκε έν κινήσει
Κι έζησε πλάνης στους μεγάλους δρόμους ώς να ξεψυχήσει
Γιά ν'αποδείξει πως δεν είναι άλλο τίποτε η ζωή
Παρά, όπως είπε ένας σοφός, του ταξιδίου η βουή.

STANISLAS DE BOUFFLERS 1738-1815
«ΣΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ...»
ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΤΦΡ.ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ / ΚΕΔΡΟΣ

25.4.08

Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ


...Της Αναστασίας αυτή η ανάρτηση!

Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ

Τρία μεγάλα κρίνα Τρία μεγάλα κρίνα στο μνήμα
μου χωρίς σταυρό
Τρία μεγάλα κρίνα πασπαλισμένα με χρυσάφι που ο
άνεμος σκορπίζει
Ποτίζονται μονάχα όταν βρέχει ο μαύρος ουρανός
Μεγαλόπρεπα και ωραία σαν σκήπτρα βασιλικά

Το ένα φυτρώνει απ'την πληγή μου κι όταν πέφτει
πάνω του η αχτίδα
Ματωμένο υψώνεται των τρόμων γίνεται το κρίνο
Τρία μεγάλα κρίνα τρία μεγάλα κρίνα στο μνήμα
μου χωρίς σταυρό
Τρία μεγάλα κρίνα πασπαλισμένα με χρυσάφι που ο
άνεμος σκορπίζει

Το άλλο φυτρώνει απ' την καρδιά μου που βασανί-
ται στο χώμα
Και την τρώνε τα σκουλήκια Το άλλο φυτρώνει απ'
το στόμα μου
Στο έρημο μνήμα μου και τα τρία υψώνονται μαζί
Κατάμονα κατάμονα και καταραμένα ίδια θαρρώ
μ'έμενα

Τρία μεγάλα κρίνα Τρία μεγάλα κρίνα στο μνήμα
μου χωρίς σταυρό

GUILLAUME APOLLINAIRE
ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΤΦΡ.ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ ΕΚΔ.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

23.4.08

ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ


ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ
Στον Γιάννη Γκούμα

Από πατέρα Έλληνα
κι Ελληνίδα μητέρα
ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο σαν Έλληνας
που του έχουν διδάξει
πως δεν αξίζει τόσο να ζεις
όσο να ταξιδεύεις,
και προπαντός σαν Έλληνας
να βγάζεις χρήματα
με την ευκολία
του αέρα που αναπνέεις.
Όταν οι θάλασσες
και οι στεριές ήταν δικές μας,
σε όποια χώρα κι αν άνοιγα
τα μάτια μου, με ένα κλείσιμο
του ματιού σφράγιζα
χρυσοφόρα ντηλς
απ’ όπου κι αν περνούσα,
Λίμα, Μαρ ντε Πλάτα,
Μπουένος Άϊρες, Βαλπαραϊζο,
εσκόρπιζα πίσω μου
μιαν ευωδία πλούτου,
γυναικείας καταπατημένης σάρκας,
κουτσούβελα που μυξοκλαίν
και κατουριούνται, αλλά δεν ήθελα
σαν τον πατέρα μου κι εγώ
να αφήσω πίσω μου
μόνον τη βαριά μυρουδιά
απ’ το πούρο μου.


Ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο της Χιλής
με την αίσθηση πως έχασα
τη μέρα μου. Χάνονται
οι μέρες όμοια στο Ρεσίφε,
στο Βανκούβερ, στο Τόκυο,
όπως και στην Αδελαΐδα.
Αποφάσισα λοιπόν, από ’δω
κι ύστερα να χάνω
τις μέρες μου στην Αθήνα,
κι απ’ τους αντίποδες φώναξα
«προσεχώς Ελλάδα».

Επέστρεψα λοιπόν,
εδώ εις τους αντίποδες
που είναι για μένα το Χαλάνδρι,
και χάνω τις μέρες μου
αγαπώντας τόσο και περισσότερο
την Ελλάδα όσο λιγότερο
τους συμπατριώτες.

Σωτήρης Πάστακας

http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1182846111&archive=&start_from=&ucat=121&show_cat=121

21.4.08

THE LORELEI / ΛΟΡΕΛΑΗ


Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Λορελάη ανοίξτε τον σύνδεσμο κάνοντας κλίκ πάνω στον τίτλο.



LORELEI / ΛΟΡΕΛΑΗ

Ich weiß nicht, was soll es bedeuten,
Daß ich so traurig bin;
Ein Μärchen aus alten Zeiten,
Das kommt mir nicht aus dem Sinn.

Die Luft ist kühl und es dunkelt,
Und ruhig fließt der Rhein;
Der Gipfel des Berges funkelt
Im Abendsonnenschein.


Die schönste Jungfrau sitzet
Dort oben wunderbar,
Ihr goldnes Geschmeide blitzet,
Sie kämmt ihr goldenes Haar.
Sie kämmt es mit goldenem Kamme,
Und singt ein Lied dabei;
Das hat eine wundersame,
Gewaltige Melodei.

Den Schiffer im kleinen Schiffe
Ergreift es mit wildem Weh;
Er schaut nicht die Felsenriffe,
Er schaut nur hinauf in die Höh'.

Ich glaube, die Wellen verschlingen
Am Ende Schiffer und Kahn;
Und das hat mit ihrem Singen
Die Lorelei getan.

HEINRICH HEINE

ΛΟΡΕΛΑΗ

Δεν ξέρω ποιά να είναι η αιτία,
κι είναι το στήθος μου τόσο βαρύ.
Μια παλαιά αρχαία ιστορία
από το νου μου νά 'βγει δεν μπορεί.

Κρύα βράδια και σκοτεινοί οι κάμποι
και το ποτάμι ήσυχο περνά,
και του βουνού ψηλά η ράχη λάμπει
απ' τα φιλιά του ήλιου τα στερνά.

Στην κορυφή απάνω καθισμένη
λαμπει πεντάμορφη μια κοπελιά.
Αστράφτει όλη χρυσοστολισμένη,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.

Ολόχρυσο κρατεί στα χέρια χτένι
κι ένα τραγούδι αγάλια τραγουδεί...
τραγούδι που τ' ακούς και σε τρελαίνει
και λησμονάς και μάνα και παιδί.

Ο ναύτης με τη βάρκα του περνάει
τ' ακούει, μαγεύεται, χάνει το νου,
τους βράχους πού 'ναι εμπρός του δεν κοιτάει
και στην κορφή κοιτάει του βουνού.

Ψηλά κοιτάει... τον τραβά το κύμα
και τάφο του ανοίγει παρακεί,
και φταίει η πεντάμορφη -τί κρίμα!-
και η φωνή της η μαγευτική.

Άγγελος Βλάχος

THE LORELEI / Η ΛΟΡΕΛΑΗ

I don't know what it may signify
That I am so sad;
There's a tale from ancient times
That I can't get out of my mind.

The air is cool in the twilight is falling,
And the Rhine is flowing quietly by;
The top of the mountain is glittering
In the evening sun.

The loveliest maiden is sitting,
up there wondrous to tell.
Her golden jewelry sparkles,
as she combs her golden hair.

She combs it with a golden comb
and sings a song as she does;
A song with a peculiar,
powerful melody.

It seizes upon the boatman in his small boat
With unrestrained woe;
He does not look below the rocky shoals;
He only looks up at the heights.

If I'm not mistaken the waters,
Finally swallowed up fisher and boat.
And with her singing
the Lorelei did this.

Heinrich Heine, translated by Clint Andrews

Η ΛΟΡΕΛΑΗ / LA LORELAH


Πορτραίτο του Guillaume Apollinaire από τον PICASSO

Η Λορελάη/La Loreley

στον Ζαν Σεβ

Στο Μπαχαράχ ήταν μια μάγισσα ξανθιά
Που ο έρωτάς της σκότωνε τους άντρες στη σειρά

Την εγκαλεί ο επίσκοπος στο δικαστήριό του
Από τα πριν τη συγχωρεί χάρη στην ομορφιά της

Ομορφη Λορελάη με τα μάτια σαν πετράδια
Ποιος μάγος σου 'μάθε τα μάγια

Κουράστηκα να ζω κι είναι τα μάτια μου καταραμένα
Οσοι μ' αντίκρισαν επίσκοπε χάθηκαν

Φλόγες είναι τα μάτια μου δε μοιάζουν με πετράδια
Στην πυρά στην πυρά η μάγισσα αυτή

Σ' αυτές τις φλόγες φλέγομαι όμορφη Λορελάη
Άλλος ας έρθει δικαστής γιατί μ' έχεις μαγέψει

Επίσκοπε γελάτε Προσευχηθείτε μάλλον για μένα
Δικάστε με σε θάνατο και ο Θεός να σας σκέπει

Ο αγαπημένος μου έφυγε σε χώρα μακρινή
Δικάστε με σε θάνατο τίποτα πια δεν αγαπώ

Μεγάλο πόνο νιώθω στην καρδιά το θάνατο ποθώ
Το προσωπό μου αν έβλεπα θα 'πρεπε να πεθάνω

Αυτός δεν είναι πια εδώ σπαράζει η καρδιά μου
Από τη μέρα που έφυγε σπαράζει η καρδιά μου

Τρείς καβαλάρηδες με τα σπαθιά ο επίσκοπος καλεί
Στο μοναστήρι να την πάτε την τρελή

Φύγε Λώρα τρελή Λώρα με τα σκιαγμένα μάτια
Καλόγρια θα γίνεις στα μαύρα και λευκά ντυμένη

Κι ύστερα δρόμο πήρανε κι οι τέσσερις αντάμα
Η Λορελάη παρακαλεί και λάμπουνε τα μάτια της
σαν άστρα

Αφήστε με ιππότες μου ψηλά στο βράχο ν'ανεβώ
Ακόμη μια φορά τον όμορφο μου πύργο ν'αντικρύσω

Ακόμη μια φορά μες στο ποτάμι να καθρεφτιστώ
πριν μπω στο μοναστήρι με χήρες και παρθένες

Εκεί ψηλά ο άνεμος τα ξέπλεκά της μπέρδευε μαλλιά
Λορελάη Λορελάη της φώναζαν οι ιππότες

Στο βάθος απ'το Ρήνο μια βάρκα ξεπροβάλλει
Εκεί 'ναι ο αγαπημένος μου με βλέπει με καλεί

Μια γλύκα νιώθω μέσα μου ο αγαπημένος φτάνει
Και τότε εκείνη σκύβει και πέφτει μες στο Ρήνο

Γιατί είδε μέσα στο νερό η ωραία Λορελάη
Τα μάτια του χρώμα του Ρήνου και τα μαλλιά του
χρώμα του ήλιου

Guillaume Apollinaire
ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(μτφρ.: Χριστόφορος Λιοντάκης)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

18.4.08

ΑΝΑΤΟΛΗ


François Boucher, Blonde Odalisque


ΑΝΑΤΟΛΗ

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ' είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ' η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ―διαβάτης
μ' εσάς κ' εγώ.

Στο γιαλό που τού φυγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ' όνειρο του πελάου και τ' ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κ' έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,

όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σάς τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Kαι μια φυλή ζη μέσα σας και λυώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

17.4.08

ΑΣΚΡΑΙΟΣ


ΑΣΚΡΑΙΟΣ

…Hos tibi dant calamos, en accipe, Musae,
Ascraeoquos ante seni, quibus ille solebat
Cantando rigidas deducere montibus ornos.

Virgilii Ecloga VI (69-71)

(ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΡΑΜΑΤΑ)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
.......
σάρκα είν’ο λόγος μου και ζή και σαν εσέ τον πλέκω.
.......
*
Εμέ δε με βυζάξανε στον Ελικώνα οι Μούσες,
εμέ με πικρανάθρεψαν οι φτώχιες και οι καημοί.

*
Κ’ύστερα φύτρωσα στη χαλκόβλαστη τραχιά πλάση·
Να, των πολέμων και των ολέθρων οι λειτουργοί!
Ρουφάν αιμάτων κρασί σε χάλκινο μέγα τάσι
η βία κ’η Έχτρα με την Οργή.
Χάλκινη γνώμη, χάλκινα σπίτια, χάλκινα κάστρα,
χάλκινα όπλα, χάλκινα στήθια, και μιάν ορμή,
που πάντα ορμάει, και πάντα φόνισσα και χαλάστρα,
σπρώχνει το χέρι προς το κορμί.
Κ’εμέ η ψυχή μου, του χαιδεμένου ρυθμού δουλεύτρα,
κ’εμέ η ψυχή μου κόρη της αύρας και του βοριά,
πρός τον αιθέρα λυγεροκάμωτη ταξιδεύτρα,
κ’εμέ η ψυχή μου μέσ’στα βαριά,
στα σκληρά μέσα, στ’άκαρδα μέσα, μέσα στα γαύρα,
(στ’αμόνι κόσμος πελεκημένος με το σφυρί),
πιάστηκε, δάρθηκε στης χαλκόφλογας την ανάβρα,
σαν πεταλούδα μαυρειδερή.

.......

*

Α!να μην είχα γεννηθή, για να μην είχα φτάσει
στη σιδερένια πλάση!
Μισεί ο πατέρας το παιδί,και το παιδί γιορτάζει
για του πατέρα το χαμό,
αναγαλλιάζει κι ο αδερφός τ’αδέρφι να σπαράζη,
λύκου μονιά το σπιτικό.
Σκιάχτρο του ήλιου ο άνθρωπος γεννιέται και κυλιέται
στα σάπια βάλτα της ζωής,
κ’η νύχτα ,που τη μόλεψε, κι αυτή τον καταριέται,
λάγνος περνάει κι αδικητής.
Ό άντρας φονιάς, η Βία κυρά, κ’είν’η γυναίκα σκύλα,
γύρω στ’αγνό σου το κορμί
τ’άσπρο μαζεύεις φόρεμα, Ντροπή, με ανατριχίλα,
και φεύγεις, φεύγεις φτερωτή.
Α!να μην είχα γεννηθή,για να μην είχα φτάσει
στη σιδερένια πλάση!
Τρομάζω ακόμα να τον πώ στον ίδιο εαυτό μου
το στοχασμό του τρόμου.
Από τις νύχτες που έζησα στη σιδερένια πλάση
θαρρώ πως έχω μάσει
αγιάτρευτο ένα μόλεμα, που με τρυπάει,με σκάβει,
κι ό,τι άνομο, τ’ανάβει.

.......

Και παραδόθηκα σ’αυτή·και μέσ’ στην αγκαλιά της
την είδα στην αλήθεια της βασίλισσα γυμνή·
νύχια αγριμιού στα χέρια της·και νύχτα η ομορφιά της,
και χάρος κάθε της φιλί.
κι ό,τι ψυχή, αλαργεύει αχνό, κι ό,τι κορμί, θεριεύει,
και το τραγούδι μου παιγνίδι ανήμπορου παιδιού,
και την καθάρια νιότη μου τη μόλεψε και ρεύει
από τη φάγοσσα του θηλυκού.
Το πάθος ακαπίστρωτο με σέρνει καβαλλάρη
στο μονοπάτι το στενό,στο γλιστερό λογγάρι,
κ’έπεσα και πατήθηκ’από κάτου
από τα σιδερένια πεταλά του.
Και το μαχαίρι μ’έσφαξε του Έρωτα του γίγα,
κι από τον πόθο έλυωσα κι από τον πόνο πήγα,
και πέθανα και πέρασα στον παγωμένο Άδη
να πιώ νερό της αρνησιάς στης Άρνας το λαγκάδι.

*
.......
Η λύρα σα λαμπρομιλή στο φώς,το μιλημά της
ξυπνάει την πέτρα,και φυσάει την ήρεμη ψυχή,
κι ο τίγρης κλαίει κι ο λύκος πάει και γονατάει μπροστά της·
κι όταν η Λύρα στα βαθιά της νύχτας κελαϊδή,
σα να σηκώνη φτερωτή τους ίσκιους φωτοσάρκα
για να τους φέρη αγνότερους πρός τη ζωή ξανά,
κύκνου σαλεύει σάλεμα του Χάρου και τη βάρκα,
των Ερινύων οι όχεντρες είν’άνθια φουντωτά.
και η Λύρα σα λαμπομιλή στον ήλιο ή στο σκοτάδι,
γέρνουν καημοί τ’αέρινα δαιμόνια προς τη γή,
κ’οι Αθάνατοι απ’τον Όλυμπο κ’ οι βασιλιάδες του Άδη
στέκουν, ξεχνιούνται, αυτιάζονται, σαν άνθρωποι κι αυτοί.

*

.......

Όλα τα κλαίω και τα ρωτώ, κι όχι στον άμμο απάνω,
στη γή του Λόγου τόχτισα το κάστρο της καρδιάς·
κ’έπρεπε, για ν’ αναστηθώ, κ’ έπρεπε να πεθάνω·
μ’ανάστησες, και μ’ άφησες να στέκω όπου πατάς.

*

.......
Κ’ήρθα σ’ έσενα ακάλεστος, και τη βαριά τη Λύρα
σ’ εσέ την εμπιστεύομαι, των όλων θησαυρό,
κι από των άσοφων σοφών τα καταφρόνια πήρα
και μέστωσα τη γλώσσα σου κα τη μιλώ κ’ εγώ.

.......

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, ΕΠΙΛΟΓΗ:Κ.Γ.ΚΑΣΙΝΗΣ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

15.4.08

ΣΠΟΝΔΕΣ


PICASSO...



ΣΠΟΝΔΕΣ

Σπονδές στα ιερά σας

ο έρωτάς μου

Γυναίκες
με μανδύα την άβυσσο
με ακαριαία την ταύτιση
με μάτια κλειστά ηδονής υπέρτατης
με σώματα τόξα σε έγερση
με ανάσες βυθισμένες στο άπειρο
με άγνοια τόπου και χρόνου

δεν έφθειρε η επανάληψη τα ιερά σας

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ

13.4.08

Ο ΣΑΤΥΡΟΣ


Ο ΣΑΤΥΡΟΣ

Ολα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβατα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.

Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργατιτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ’ η Αφοδίτη
και χύνεται παντού.

- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δος να πιω.

Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.

Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρη
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.

Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Ερωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!

Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’αλαβάστρινα,
του απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. – Ω να πιω,

Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.

Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ’ η αλήθεια,
και γύμνια κ’ η ομορφιά.

- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίϊσσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξη σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι, -
μη φύγης είμ’ εγώ,

Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχιά.
....

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

12.4.08

ΣΤΑ 200 Π.Χ.


ΣΤΑ 200 Π.Χ.

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

11.4.08

ΧΕΡΙΑ




ΧΕΡΙΑ

Τα χέρια σου, τα χέρια σου, τα ευγενικά σου χέρια,
πιο άσπρα κι απ’ τα νερόκρινα κι από τα περιστέρια.

Λευκά σαν τα κατάλευκα του Αυγούστου μεσημέρια
τα ευγενικά τα χέρια σου,τα ηδονικά τα χέρια.

Κρίνα που δεν τα μάρανε χειμερινό δρολάπι
τα χέρια σου τ’ αμάραντα, παρθενική μου Αγάπη,

Και στην πυράλικη αντηλιά της νιότης μου υψωμένα,
-λευκά πανιά στο πέλαγο θαρρείς ταξιδεμένα

τα δυο σου χέρια ,-ώ!ποιά καλή μου τάχει στείλει Μοίρα
νευρί από τόξο στη ζωή, χορδή από φώς στη Λύρα!

Πάνος Δ.Ταγκόπουλος

10.4.08

SONETO CXXXIV (PETRARCA)


SONETO CXXXIV (PETRARCA)

Ειρήνη δε βρίσκω κι ούτε πόλεμο έχω να κάνω,
ελπίζω, φοβάμαι, καίγομαι και παγωμένος είμαι,
το πνεύμα στον ουρανό πετά αλλά και στη γη κείται,
τίποτα στα μπράτσα δε σφίγγω αλλά και τον κόσμο αγκαλιάζω.

Στη φυλακή Εκείνη μ’έχει, με ελευθερώνει αλλά μέσα
βραδιάζω.
Ούτε δικό της με κρατεί,ούτε τα δεσμά της λύνει,
ο έρωτας της με σκοτώνει αλλά και ζωντανό μ’ αφήνει,
μήτε ζωντανό με θέλει, αλλά και τη ζωή δε χάνω.

Χωρίς μάτια ο εαυτός μου θωρεί και χωρίς φωνή κραυγάζει,
θέλει να χαθεί αλλά βοήθεια ζητάει,
κάποιον αγαπά και τον ίδιο πάλι μισεί.

Με πόνο τρέφεται και κλαίγοντας γέλιο χαράζει,
το ίδιο όπως το θάνατο, τη ζωή αγαπάει...
κι είμαι Κυρά μου για σε στην κατάσταση αυτή.

FRANCESCO PETRARCA

ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΣΟΝΕΤΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΜΤΦΡ.ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

8.4.08

ΤΙ ΠΛΗΞΗ....


ΤΙ ΠΛΗΞΗ....

Τι πλήξη αβάσταχτη
Φέρνουν οι κάμποι!
Το χιόνι, αμφίβολο,
Σαν ήλιος λάμπει.

Στερέωμα χάλκινο
Που φώς δε χύνει,
Θαρρείς πως πέθανε
Κι αυτή η σελήνη.

Σαν γκρίζα σύγνεφα
Στούς πλάι δρυμούς
Τα δέντρα σείνονται
Μες στούς ατμούς.

Στερέωμα χάλκινο
Που φώς δε χύνει,
Θαρρείς πως πέθανε
Κι αυτή η σελήνη.

Κουρούνα ανήμπορη
Και λύκοι αχνοί,
Μες στον αψύ βοριά
Τι σας πονεί;

Τι πλήξη αβάσταχτη
Φέρνουν οι κάμποι!
Το χιόνι, αμφίβολο,
Σαν άμμος λάμπει.

PAUL VERLAINE (1844-1896)
ΠΕΤΡΟΣ ΔΗΜΑΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ

5.4.08

ΠΡΩΤΕΑΣ


ΠΡΩΤΕΑΣ

Προτού οι κωπηλάτες του Οδυσσέα
να εξαντλήσουν το κρασόχρωμο πέλαγο
μαντεύω τις απροσδιόριστες μορφές
εκείνου του θεού,του Πρωτέα.
Βοσκός των κοπαδιών της θάλλασσας
και προικισμένος με το δώρο του προφήτη,
προτιμούσε τη γνώση του να κρύβει,
να περιπλέκει διάφορους χρησμούς.
Όταν τον υποχρεώνουν να μιλήσει,
μεταμορφώνεται σε φλόγα η λιοντάρι,
σε δέντρο που ρίχνει τον ίσκιο του στην όχθη,
νερό που χύνεται μες στο νερό.
Μην τον φοβάσαι τον Αιγύπτιο Πρωτέα
εσύ,που είσαι ένας και μαζί πολλοί ανθρώποι.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες,ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΤΦΡ.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ

THE CHAMBERED NAUTILUS


''Chambered Nautilus''Andrew Wyeth


Oliver Wendell Holmes


“THE CHAMBERED NAUTILUS”

This is the ship of pearl, which, poets feign,
Sails the unshadowed main,--
The venturous bark that flings
On the sweet summer wind its purpled wings
In gulfs enchanted, where the Siren sings,
And coral reefs lie bare,
Where the cold sea-maids rise to sun their streaming hair.

Its webs of living gauze no more unfurl;
Wrecked is the ship of pearl!
And every chambered cell,
Where its dim dreaming life was wont to dwell,
As the frail tenant shaped his growing shell,
Before thee lies revealed,--
Its irised ceiling rent, its sunless crypt unsealed!

Year after year beheld the silent toil
That spread his lustrous coil;
Still, as the spiral grew,
He left the past year's dwelling for the new,
Stole with soft step its shining archway through,
Built up its idle door,
Stretched in his last-found home, and knew the old no more.

Thanks for the heavenly message brought by thee,
Child of the wandering sea,
Cast from her lap, forlorn!
From thy dead lips a clearer note is born
Than ever Triton blew from wreathed horn;
While on mine ear it rings,
Through the deep caves of thought I hear a voice that sings:--

Build thee more stately mansions, O my soul,
As the swift seasons roll!
Leave thy low-vaulted past!
Let each new temple, nobler than the last,
Shut thee from heaven with a dome more vast,
Till thou at length art free,
Leaving thine outgrown shell by life's unresting sea!

Oliver Wendell Holmes (1809-94).
_______________________________

4.4.08

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


...ΚΡΑΚΑΤΟΑ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: “ποτέ πια”!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΠΟΥ ΣΑΚΑΤΕΨΕ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ

Είχες το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενες το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δεν σε γνώριζα μα πάντα σ’ αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα.

ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιων κοραλλιών συλλέκτες
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει
Σ’ αυτή την έρημη ακτή κοιμάται η Πασιφάη
Μες στα ναυάγια του βυθού, η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χέρια της κρατάει
καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της
“Η ομορφιά” κάποιος ψιθύρισε “είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης”
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ’ αποσυρθώ και θ’ αγαπήσω το σκοτάδι.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΝΑΥΑΓΗΣΑΝ ΣΤΙΣ ΞΕΡΕΣ ΣΟΥ

Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός.
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός.
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
εξουθενομένος από τα έργα και τις μέρες σου
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ’ άθλιο κορμί μου τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι.
Θέ μου, πώς ξεραθήκαν έτσι οι πληγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί και λεγεωνάριοι.
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
για την αγάπη που με βύθισε στον πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας.
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρά μας!

Παντελής Ροδοστόγλου, ποιητής, μέλος του συγκροτήματος «Διάφανα Κρίνα».
Αντιγραφή:http://www.poiein.gr/archives/244/index.html

3.4.08

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Τ’ ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο

Κώστας Ουράνης

ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


PICASSO...

ΑΓΝΩΣΤΟΥ...

ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ
(Απόσπασμα)

Τριγυρνώ το κορμί σου όπως τον κόσμο,
είν’η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία,
τα στήθια σου εκκλησιές όπου το αίμα
τ’αντικρινά του λειτουργάει μυστήρια,
σαν τον κισσό σε σκέπουν οι ματιές μου,
είσαι πόλη απ’το πέλαγο ζωσμένη,
κάστρο που το λυκόφως το χωρίζει
σε δυό μισά ροδακινένιου χρώματος,
ερμοτόπι αλατιού,πουλιών και βράχων
κάτω απ’του χαύνου μεσημεριού το νόμο,

ντυμένη με των πόθων μου το χρώμα
πάς ολόγυμνη σαν το στοχασμό μου,
τα μάτια σου όπως το νερό τα σεργιανίζω,
πίνει όνειρο σ’αυτά τα μάτια ο τίγρης,
το κολιμπρί σ’αυτές τις φλόγες πυρπολιέται,
το μετωπό σου τριγυρνώ όπως το φεγγάρι,
το στοχασμό σου σύννεφο σαν να ’μαι
και την κοιλιά σου τριγυρνώ όπως τα όνειρά σου,
κυματίζει η καλαμποκίσια φούστα σου,
η κρουσταλλένια φούστα σου, η νερένια ,
τα χείλια, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
βρέχεις όλη τη νύχτα, όλη τη μέρα
το στέρνο ανοίγεις μου με τα νερένια δάχτυλα
τα μάτια κλείνεις μου με το νερένιο στόμα,
βρέχεις στα κόκαλά μου,και στο στέρνο μου
το υγρό δεντρί νερένιες ρίζες μπήγει,

τριγυρνώ τη μορφή σου όπως ποτάμι,
τριγυρνώ το κορμί σου όπως το δάσος,
όπως ενός βουνού το μονοπάτι
που σε βάραθρο βγάζει δίχως πάτο,
στους κοφτερούς οδεύω στοχασμούς σου
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
γκρεμοτζακίζετ’ ο ίσκιος μου αφού πέσει,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
κι ασώματος πλανιέμαι,αβέβαιος ψάχνω,

Οκτάβιο Πάζ
ΠΟΙΗΣΗ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ

1.4.08

THE PIANO HAS BEEN DRINKING (NOT ME)ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ (ΟΧΙ ΕΓΩ)


THE PIANO HAS BEEN DRINKING (NOT ME)
ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ (ΟΧΙ ΕΓΩ)

Το πιάνο είναι μεθυσμένο,το παπιγιόν μου κοιμάται
Το συγκρότημα γύρισε στη Νέα Υόρκη και το τζούκ μπόξ
κατουριέται
Η μοκέτα θέλει κουρέμα και ο προβολέας θυμίζει απόδραση
από τη φυλακή
Γιατί το τηλέφωνο ξέμεινε από τσιγάρα
και ο εξώστης προσπαθεί να βρεί ταίρι
Και το πιάνο είναι μεθυσμένο
Το πιάνο είνα μεθυσμένο και τα μενού ξεπαγιάζουν από το
κρύο
Ο φωτιστής είναι τυφλός απο το ένα μάτι και δε βλέπει από
το άλλο
Ο χορδιστής του πιάνου φοράει ακουστικό βαρηκοίας και
ήρθε μαζί με τη μητέρα του
Και το πιάνο είναι μεθυσμένο
Το πιάνο είναι μεθυσμένο
Ο πορτιέρης είναι παλαιστής του σούμο,ανθρωπάκι,φλώρος
Και ο ιδιοκτήτης είναι διανοητικά νάνος,με δείκτη ευφυίας
ενός κούτσουρου
Επειδή το πιάνο είναι μεθυσμένο
Το πιάνο είναι μεθυσμένο
Και δε βρίσκεις σερβιτόρα ούτε με μετρητή Γκάιγκερ
Κι εκείνη σε σιχαίνεται εσένα και τους φίλους σου,
αλλά δεν μπορείς να παραγγείλεις χωρίς αυτή
Το ταμείο σαλιαρίζει και τα σκαμνιά στο μπάρ καίγονται
Οι εφημερίδες σαχλαμαρίζουν και τα τασάκια έχου βγεί
στη σύνταξη
Επειδή το πιάνο είναι μεθυσμένο
Το πιάνο είναι μεθυσμένο
Όχι εγώ
Όχι εγώ

TOM WAITS

Από το βιβλίο ''Αθώος στα ονειρά σου'',Εκδόσεις ΚΟΑΝ

THE PIANO HAS BEEEN DRINKING

The piano has been drinking
my neck tie is asleep
and the combo went back to New York
the juke box has to take a leak
and the carpet needs a haircut
and the spot light looks like a prison break
cause the telephone is out of cigarettes
and the balcony's on the make
and the piano has been drinking
the piano has been drinking

and the menus are all freezing
and the lightman's blind in one eye
and he can't see out of the other
and the piano tuner's got a hearing aide
and showed up with his mother
and the piano has been drinking
the piano has been drinking

cause the bouncer is a Sumo wrestler
cream puff casper milk toast
and the owner is a mental midget
with I.Q. of a fencepost
cause the piano has been drinking
the piano has been drinking

and you can't find your waitress
with a geiger counter
and she hates you and your friends
and you just can't get served
without her

and the box office is drooling
and the bar stools are on fire
and the newspapers were fooling
and the ashtrays have retired
and the piano has been drinking
the piano has been drinking
not me, not me, not me, not me.

TOM WAITS