28.11.08

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΥΜΝΟ ΤΩΝ «ΧΑΡΙΤΩΝ»



ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΥΜΝΟ ΤΩΝ «ΧΑΡΙΤΩΝ»

...Άλαφροφύσητη αύρα στο νιό φέρνει
τον πέπλο της παρθένας, που τον είδε
την ολόξανθη κόμη της να κρύβει...
Πρός την πνοή του ανέμου τρέχει, βρίσκει
το φορεμά της πάνω σ’ ένα θάμνο,
κ’ η κόρη βυθισμένη μες στης λίμνης
το κρύο νερό χαιρόταν τη δροσιά του
κάτου απ’ της καλοκαιρινής σελήνης
τη λάμψη, και βαθειά μες στην καρδιά της
ο μυστικός έρωτας τραγούδουσε.
Κι’ ο απότολμος ερωτιάρης τα κάλλη
του κορμιού της στο διάφανο κρουστάλλι
θάβλεπε νάχουν πλιό μεγάλη χάρη
αν μια ροδακινιά, με τα γυρμένα
πολύκαρπα κλαδιά στα νερά επάνω,
δεν έκρυβε την κόρη που ελουζόταν.
Κ’ εκείνη από τη φυλλωσιά κυττάζει
το νιό που γύρω εκεί παραμονεύει
κι’ απ’ τη ροδακινιά γοργοπηγαίνει
στο θάμνο που κρατεί το φορεμά της...
Θέλει, μα δεν τολμάει, να τη φωνάξει.
Ξάφνου από μια σπηλιά πούταν πλιό πέρα
ψίθυρο σιγαλό γρικάει και φεύγει.
Κ’ εγλύτωσεν η κόρη τρομασμένη
κ’ εκεί δεν ξαναπήγε μοναχή της.
Έκρυβαν τη σπηλιά μεγάλα δέντρα
κι’ ο νιός κόβει κλωνάρι και χτυπάει
σκληρά κοπάδι από άγρια περιστέρια
που γύρω του επετούσαν και τα μάτια
του εσκεπάζαν. Και τέλος νικημένα
τρεμοφτέρουγα φεύγουνε στο αγέρι.
Και τότε ο νιός τα μάτια του γυρίζει
στη σπηλιά τη σελινοφωτισμένη
κι’ αντικρύζει, σε ολανθισμένο στρώμα,
Νεράϊδα κοιμισμένη πλάϊ σε Φαύνο...
κι’ ελπίζει γλυκά κι’ ο ίδιος να μπορέσει
Έτσι κρυφά την κόρη να μαγέψει.

Ugo Foscolo
Μτφρ.Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ

27.11.08

Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ



Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ

Στην δασκάλα δεσποινίδα Brigida Walker

Ι

Αυτή η γυναικεία ψυχή, λεπτή και στιβαρή,
τρυφερή στην αγάπη, αυστηρή στη σοβαρότητα,
είναι η λαμπρή βαλανιδιά με μυρωμένον ίσκιο,
που πάει στ’ άγρια μπράτσα της μια ολάνθιστη μυρτιά.

Πολτός τρυφερών νάρδων, πολτός δρυών αγέρωχων,
της ζύμωσαν τη ροδαλή τη σάρκα της καρδιάς της,
και με όλη τη σκληράδα και την υπεροψία της, αν προσέξεις
ενα τρέμουλο συγκίνησης πάλλει στη φυλλωσιά της.

Κορυδαλλοί χιλιάδες μαθαίνουνε να τραγουδούν
στο φυλλωμά της, και στους ανέμους σκόρπισαν
να πλημμυρίσουνε με δοξασμούς τα ουράνια. Ω ευγενική

βαλανιδιά! Να φιλήσω το λαβωμένο σου κορμό
και με το χέρι μου υψωμένο να ευλογήσω, ώρα πολλή,
την αγιασμένη μάζα σου φτιαγμένη απ’ το θεό!

ΙΙ

Το βάρος από τις φωλιές ποτέ δεν σε λυγίζει.
ούτε και το φορτίο τους θέλεις ν’ αποτινάξεις.
Άλλη έγνοια δε φουρτούνιασε τα ευαίσθητα κλαδιά σου,
έξω απ’ το να είσαι φουντωτή, πλατιά για να σκεπάσεις.

Η ζωή (ένας άνεμος) περνά απ’ τη φυλωσιά σου
σαν μια γλυκιά σαγήνη, χωρίς βία, χωρίς φωνή·
και η φουρτουνιασμένη ζήση χτυπάει τ’ άρμενά σου
με τον γαλήνιο ρυθμό που είναι ο ρυθμός του Θεού.

Απ’ το να δέχεσαι τόσες φωλιές, τόσο τραγούδι,
από το να δημιουργεί τόσο άρωμα και θαλπωρή
το στήθος σου, τόση φροντίδα αγνή και τόση αγάπη,

όλο το ηρωικό σου ξύλο, βαλανιδιά, έχει αγιάσει!
Η ομορφιά στα φύλλα σου έχει πιά γίνει αιώνια
και σαν έρθει φθινόπωρο ποτέ δεν θα τ’ αγγίξει!

ΙΙΙ

Βαλανιδιά, ευγενική βαλανιδιά, σε τραγουδώ!
Ποτέ ο κορμός σου ας μην γευτεί την πίκρα από το κλάμα,
μπροστά σου ας γονατίζει ο ξυλοκόπος της ανθρώπινης
κακίας, με τα τσεκούρια του· και όταν
ο κεραυνός του Θεού σε βρεί ας γίνει απαλός
και πλατύς σαν το στήθος σου, το στήθος του Θεού!

Gabriela Mistral
Ρήγας Καππάτος
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ

LA ENCINA

A la maestra Señorita Brígida Walker.

I
ESTA alma de mujer viril y delicada,
dulce en la gravedad, severa en el amor,
es una encina espléndida de sombra perfumada,
por cuyos brazos rudos trepara un mirto en flor.

Pasta de nardos suaves, pasta de robles fuertes,
le amasaron la carne rosa del corazón,
y aunque es altiva y recia, si miras bien adviertes
un temblor en sus hojas que es temblor de emoción.

Dos millares de alondras el gorjeo aprendieron
en ella, y hacia todos los vientos se esparcieron
para poblar los cielos de gloria. ¡Noble encina,

déjame que te bese en el tronco llagado,
que con la diestra en alto, tu macizo sagrado
largamente bendiga, como hechura divina!

II
El peso de los nidos ¡fuerte! no te ha agobiado.
Nunca la dulce carga pensaste sacudir.
No ha agitado tu fronda sensible otro cuidado
que el ser ancha y espesa para saber cubrir.

La vida (un viento) pasa por tu vasto follaje
como un encantamiento, sin violencia, sin voz;
la vida tumultuosa golpea en tu cordaje
con el sereno ritmo que es el ritmo de Dios.

De tánto albergar nido, de tánto albergar canto,
de tánto hacer tu seno aromosa tibieza,
de tánto dar servicio, y tánto dar amor,

todo tu leño heroico se ha vuelto, encina, santo.
Se te ha hecho en la fronda inmortal la belleza,
¡y pasará el otoño sin tocar tu verdor!

III
¡Encina, noble encina, yo te digo mi canto!
Oue nunca de tu tronco mane amargor de llanto,
que delante de ti prosterne el leñador
de la maldad humana, sus hachas; y que cuando
el rayo de dios hiérate, para ti se haga blando
y ancho como tu seno, el seno del Señor!

Gabriela Mistral

21.11.08

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ...


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ...

Τα μάτια της αγάπης μου στολίζει
μια γλυκειά λάμψη· κι’ όπου κι’ αν προβάλει
χίλια μάγια τριγύρω της σκορπίζει,
και θνητός δεν ξανάειδε τέτοια κάλλη.

Άπ’ το φώς τους μια χάρη ρέει αγάλι
και κάνει την καρδιά να λαχταρίζει...
κι’ αν τότε πω να μην γυρίσω πάλι
τίποτε η θελησή μου δεν αξίζει.

Γυρίζω εκεί που έπεσα νικημένος
τη μαγική της σαν πρωτοείδα χάρη
κι’ η ματιά μου ζητάει θάρρος να πάρει.

Δεν τη βρίσκω σαν φτάνω συντριμμένος
κι’ ο πόθος που με φέρνει πάει να σβήσει•
μα ο Έρωτας ποτέ δε θα μ’ αφήσει.

DANTE 1265-1321
Μτφρ.Μ.ΣΙΓΟΥΡΟΣ

18.11.08

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥΧΕΙ...


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥΧΕΙ...

Τα μάτια, πούχει ο έρωτας φωλιάσει,
τάειδα κ’ έμεινα τόσο φοβισμένος
γιατί σαν νάμουν καταφρονεμένος
μ’ εκύτταζαν· κ’ η καρδιά μου έχει σπάσει.

Κι’ άν δεν είχε γλυκά χαμογελάσει
σ’ εμένα η κόρη θάμουν πονεμένος,
κι’ ο ίδιος ο Έρωτας θάταν λυπημένος
πως μ’ επλάνεσε και μ’ έχει δαμάσει.

Το λογισμό μου ένοιωθα να σαλεύει,
μόλις εκείνη μ’ είχεν αντικρύσει,
πνεύμα που απ’ τον ουρανό εκατέβη

γι’ αγάπη αληθινή να μου μιλήσει...
Κι’ εξάνοιγα την ηθική ομορφιά της
σαν να βρισκόμουν μέσα στην καρδιά της.

Guido Cavalcanti 1260-1300
Μτφρ.Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ

14.11.08

ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ


ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

Ή θάλασσα με κύματα από τσίγκο κι αφριστόν
ασβέστη, μας πολιορκεί
με τον απέραντο καημό της.
Όλα μοιάζουν-
στη δύση, στην ανατολή, στο νότο, στο βορρά,
κι ο ουρανός και το νερό-, σκληρά και γκρίζα,
άσπρα και στεγνά.

Ποτέ τόσο μεγάλο
χασμουρητό δεν έσκαψε βαθιά τον κόσμο!

Έχουνε οι ώρες ίδιο μέτρο
καθώς ακέρια η θάλασσα κι ακέριος ο ουρανός
άσπρος και γκρίζος, στεγνός και σκληρός.
κάθε ώρα και μιά θάλασσα, στεγνή και γκρίζα,
κι ένας ουρανός, άσπρος και σκληρός.

Κι από τον πύργο της ψυχής τον μισογκρεμισμένο
Κανένας δεν μπορεί να βγεί!

Σ’ όλα τα πλάτη-στο βοριά,
στο νότο, στην ανατολή, στη δύση-,
μιά θάλασσα από τσίγκο κι από γύψο,
κι ένας, όπως η θάλασσα, από γύψο
κι από τσίγκο ουρανός,
της θλίψης ανεξάντλητα κοιτάσματα,
Χωρίς αυγή, χωρίς ηλιοβασίλεμα....

Juan Ramon Jimenez
Μτφρ.Πέτρος Α.Δήμας
Εκδόσεις Σοκόλη

11.11.08

ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΘΗΝΑΣ


Όπως πέρυσι έτσι και φέτος αφιερώνουμε μια ανάρτηση στον Διεθνή Κλασσικό Μαραθώνιο που έγινε προχθές Κυριακή στις 9-11-08 και ανέδειξε νικητή τον Κενυάτη Νίκολα Πολ Λεκουράα με 2 ώρες 12 λεπτά και 42 δευτερόλεπτα.

8.11.08

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ


ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

«Είπατε τω Βασιλεί:»
ΜΑΝΤΕΙΟΝ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ

Το λάλο εσώπασε νερό για πάντα και στη στείρα
την κοίτη του εγείρανε βαριά και μαραθήκαν
οι δάφνες οι ελληνικές και της ελιάς οι κλώνοι:
ενάντια, Ιουλιανέ, μάταια πας στη Μοίρα.
Αφήσανε τον Όλυμπο παντέρημο οι Θεοί,
οι Αθηναίοι των νικών ξεχάσαν τον παιάνα
και Σύροι ναύτες άκουσαν μια νύχτα σκοτεινή
να κλαίνε στις ελληνικές ακτές τον Μέγα Πάνα.
Στον ομφαλό του ελληνικού κόσμου, την Ολυμπία,
σήμερα μήτε Πίνδαροι, μήτε φωνή καμία:
μέσα στο φώς ασάλευτη φαντάζει τώρα ως τάφος.
Δεν εσταυρώθηκε ο Θεός της Ναζαρέτ μονάχος,
Ιουλιανέ, αλλά μ’ αυτόν μαζί η πλατιά οικουμένη
στον ξύλινο του Γολγοθά σταυρό είναι σταυρωμένη.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

5.11.08

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


Don Quijote and Sancho Panza by PICASSO

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ αλογό του
το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει•
και πίσω του, στο στωικό γαïδούρι του καβάλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα απίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...
Στο περασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού―κι ειρωνικά γελάνε.
Ώ ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΛΟΓΗ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΑΛΟΗ ΣΙΔΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ