29.12.08

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ


ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Άκου-με εμένα, οι θεοί
δε μας κοπιάζουν ποτές ένας ένας.
Μόλις το Βάκχο τον πρόσχαρο πάρω,
να καταπόδι- του κι ο Έρωτας
χαμογελώντας· αμέσως κι ο υπέροχος Φοίβος
όλοι οι ουράνιοι σιμώνουν, η γή
έχει γεμίσει θεούς.

Τέτοιον ουράνιο Χορό πως εγώ,
πλάσμα από χώμα, μπορώ να φιλέψω;
Απ’ τη δικιά –σας χαρίστε σ’ εμένα, θεοί,
αθανασία! Ο θνητός τι μπορεί να σας δώσει;
Στον Όλυμπο- σας υψώστε κι εμένα· η Χαρά
μέσα στου Δία κατοικεί το παλάτι μονάχα·
ένα ποτήρι γεμίστε με νέκταρ κα δώστε να πιώ.

―Ναι, στον ποιητή το ποτήρι!
Κέρνα –τον, Ήβη!
Βρέξ’- του τα μάτια με ουράνια δροσιά,
τη μισητή να μη βλέπει στύγα· να λέει
ένας πως είναι από μάς.
Να, το πιοτό το θεϊκό κελαρύζει κα αφρίζει·
τώρα ησυχάζει η καρδιά και τα μάτια γεμίζουνε φώς.

FRIEDRICH SCHILLER 1759-1805
Μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου

27.12.08

ΧΕΡΙΑ


ΧΕΡΙΑ

Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι η ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν ένα κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα
καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! Δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λέτε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
κυττάζω τα μάτια...
Χέρια χέρια όλο χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ώ θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιός είναι;
Είσαι συ επί τέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! Τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες το σκοτάδι
απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
θυμούμαι χέρια που τ’ αγκαλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πιά δεν ξέρω
υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! Ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός από το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.

ROBERT DESMOS 1900-1945
ΜΤΦΡ.ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΏΤΗΣ
«Κοχλίας»Ιούνιος –Ιούλιος 1946

22.12.08

ΙΩΝΙΚΟΝ


Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

16.12.08

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ


PHOTO:Andrew Maidanik
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ

Κορίτσι αγνό ξαπλώθηκε μαζί μου:
σαν να ’μουν στο γιαλό λευκής θαλάσσης,
σαν να ’μουν στην ψυχή ευλαμπούς αστέρος
αργών συμπάντων.

Απ’ το βαρύ, το πρασινό της βλέμμα
το φώς ξερό νερό να πέφτει σάμπως,
σε διάφεγγους βαθιούς ενάστρους κύκλους
νωπής ισχύος.

Το στήθος της σα δίφλογος πυρσώνας
ορθό να καίει σε μέρη δυό στημένο,
διπλό τα πόδια της ποτάμι να ’ναι
φωτιάς και θάμβους.

Χρυσά σαν κλίμα μόλις μεστωμένο
τα μάκρη του κορμιού της τα ημερήσια
γιομάτα φρούτα ξέχειλα ώς απάνω
και πύρ μυστήριο.

Τίτλος πρωτοτύπου:Angela adonica
PABLO NERUDA

Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΣΤΕΙΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

12.12.08

[ΞΕΘΥΜΑΝΕ Η ΟΡΓΗ ΜΟΥ…]



[ΞΕΘΥΜΑΝΕ Η ΟΡΓΗ ΜΟΥ…]

Ξεθύμανε η οργή μου, τόσος κόπος με παραμορφώνει
μα δεν σας χάνω ούτε στιγμή απ’ τα μάτια μου, γυναίκες
βουερές, άστρα βουβά πάντα μπροστά μου θα σας βλέπω,
τρέλα.

Εσένα είναι των άστρων το αίμα που σε ζωντανεύει, το
φως τους που σε υποβαστάζει. Στ’ άνθη πάνω στυλώνεσαι
με τ’ άνθη, στις πέτρες πάνω με τις πέτρες.

Λευκή στη θύμηση που σβήνει κι εκτεθειμένη κι έναστρη
αχτιδοβολώντας από τα ίδια σου τα δάκρυα, τ’ άφαντα.
Πάω χαμένος.

[ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ Η ΚΟΜΗ ΣΟΥ...]

Πορτοκαλένια η κόμη σου μες στο κενό του κόσμου
Στα τζάμια που τα θάμπωσαν ίσκιοι γεμάτη από σιωπή
Κι όπου τα χέρια μου γυμνά ζητάν να πιάσουν το είδωλό σου

Χιμαιρικό το σχήμα της καρδιάς σου
Κι ο έρωτας σου ολόιδιος με τον χαμένο πόθο μου
Ω στεναγμοί από μοσχολίβανο και βλέμματα και ονείρατα

Κι όμως δεν ήσουν πάντα πλάι μου. Είναι σκοτεινιασμένη
Ακόμα η θυμησή μου απο το πηγαινέλα σου
Με λόγια εκφράζεται κι ο χρόνος όπως ο Έρωτας.

PAUL ELUARD

Μτφρ.ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ- ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

10.12.08

ALMA PERDIDA


ALMA PERDIDA

Δκή σας, ακαθόριστες λαχτάρες· ενθουσιασμοί·
σκέψεις μετά το πρόγευμα· διαχύσεις της καρδιάς·
μαλάκωμα ύστερ’ από την ικανοποίηση
των αναγκών των φυσικών· αναλαμπές του πνεύματος·διαταράξεις
όταν γίνεται η χώνεψη· ηρεμία
μετά την καλή χώνεψη· χαρές χωρίς αιτία·
ταραχές της κυκλοφορίας του αίματος· ερωτικές ενθύμησες·
μυρωδιά θυμαριού στο μπάνιο το πρωί· όνειρα ερωτικά·
μεγάλο καστιλιάνικο κέφι μου, απέραντη
πουριτάνικη θλίψη μου, προσωπικά μου γούστα:
σοκολάτες, μπομπόνια τόσο που να καιν, ζαχαρωμένα, παγωμένα πιοτά·
πούρα που σε μουδιάζουνε· και σεις, που φέρνετε ύπνο, σιγαρέτα·
χαρές της γρηγοράδας· γλύκα του να ’σαι καθισμένος· καλοσύνη
του ύπνου μες στ’ απόλυτο σκοτάδι·
μεγάλη ποίηση των πιο κοινών πραγμάτων· μικροπεριστατικά, ταξίδια·
ατσίγγανοι· περίπατοι με το έλκηθρο· βροχή στη θάλασσα·
τρέλα μιάς νύχτας πυρετού, μόνος με μερικά βιβλία·
απάνω κάτω του καιρού και της θερμοκρασίας·
στιγμές από μι’ άλλη ζωή ξαναφερμένες· θύμησες· προφητείες·
ω, εσείς λαμπάδες της κοινής ζωής και της συνηθισμένης,
δική σας η χαμένη αυτή ψυχή.

Valery Larbaud

Μτφρ.ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

8.12.08

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ

Το Μικρό Αγόρι

Ξέρω, θα πεις,
ποιός νοιάζεται για τη θλίψη σου
και πόσο έχει δικαίωμα να θλίβεται ένας συνεργός;

Διότι το ξέρω κι εγώ
ότι η σφαίρα που σκότωσε το μικρό αγόρι
έχει ένα μόριο από τον εαυτό μου.
Ναι, είναι το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό,
αλλά αυτό δεν αναιρεί τη δολοφονική τροχιά του
ούτε την ευθύνη μου.

Είναι το μόριο που γέννησε
η ανοχή μου στην προϊούσα σήψη.

Είναι το μόριο που δημιούργησε
η ελλειμματική μου αντίσταση στην αδράνεια
την οποία επιζητούσαν για να οικοδομήσουν
τον κτηνώδη κόσμο τους.

Είναι το μόριο που υπήρξε από την αδυναμία μου
να πολεμήσω τα κυρίαρχα όπλα τους,
το φόβο και την ανασφάλεια.

Είναι το μόριο που οικοδόμησε αυτό το περιβάλλον,
του οποίου δημιουργήματα είναι οι θύτες,
τα θύματα σημερινά κι αυριανά,
τα μικρά αγόρια και κορίτσια,
οι χιλιάδες άνεργοι, οι αδύναμοι,
οι μη έχοντες, μη περιθαλπόμενοι,
οι γέροντες, οι άρρωστοι, οι ανασφαλείς,
οι καταθλιπτικοί, οι ανεχόμενοι
και κυρίως απέλπιδες.

Μην αναρωτηθείς τι ζητούν αυτά
τα πανέμορφα παιδιά στους δρόμους
τώρα που δεν έχουν νόημα συγνώμες
και ενοχικά βουρκωμένα μάτια.

Άκουσα παιδικές φωνές σε ώριμα τραγούδια
σαρωτικά που διαπερνούν τη θλίψη.

Οι γροθιές διεκδίκησης
οι ανάσες ζωογόνες
οι δρόμοι φωτεινοί
και κυρίως ανθρώπινοι.

Και μη με συμπονέσεις.
Απλά πάρε τα λόγια μου στο δισάκι σου
κι εξαργύρωσε την πείρα μου
στους αγώνες των αυριανών ημερών.

Γιώργος Δουατζής