29.1.10

ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Σάμπως μες σε μια ζάλη από βαριά μύρα,
λύνει σιγά σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνηση της,
ρίχνοντας πάνω του ακέριο το χαμογελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ' αυτό το χαμόγελο ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κι ενώ τον εξαίσιον
ώμον, από τη βραδυνή τουαλέτα βγάζει,
σιωπηλά πίνει απ' την εικόνα της.Και πίνει
ό,τι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος.Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρεί φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.

24.1.10

Δ' ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ


Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα
του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ' τη θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κοκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ' ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα
Εθνικέ η Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα
Στοχάσου το Φλήβα που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.

THOMAS STEARNS ELIOT
Μετάφραση:Γιώργος Σεφέρης

15.1.10

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ


Danae, SANTRON

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Σκυφτός στο δειλινό, ρείχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνεια μάτια σου.

Εκεί γιγαντώνεται και καίει στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που χτυπάει τα χέρια σαν το ναυαγό.

Κάνω σινιάλα κόκκινα, στ' αφηρημένα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια κάποιου φάρου.

Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου γυναίκα μακρινή, δική μου,
στιγμές από το βλέμμα σου προβάλλει η ακτή του τρόμου.

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
σ' εκείνη τη θάλασσα που φουρτουνιάζει τα ωκεάνεια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που σπιθίζουνε σαν την ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.

Στη σκοτεινή φοράδα της καλπάζει η νύχτα
σκορπώντας γαλάζια στάχυα πάνω στο κάμπο.

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

12.1.10

Η ΠΟΛΙΣ

9.1.10

ANGLAIS MORT A FLORENCE


ANGLAIS MORT A FLORENCE

Κάτι λιγότερο ξαναγυρνούσε γι' αυτόν κάθε άνοιξη.
Η μουσική άρχισε να μη τον καλύπτει. Ο Μπραμς, αν και
Αυτός ο σκοτεινός γνωστός του, συχνά βάδιζε χώρια.

Το πνεύμα του γινότανε αβέβαιο στη χαρά,
Βέβαιο για την αβεβαιότητα του, όπου
Αυτός ο σκοτεινός ο σύντροφος τον εγκατέλειψε απαρηγόρητο

Κυρίως για μια αυτοεπανερχόμενη ανάμνηση.
Μόλις τον περασμένο χρόνο είπε πως το γυμνό φεγγάρι
Δεν ήταν το φεγγάρι που συνήθιζε να βλέπει, να αισθάνεται

(Στις χλωμές αλληλουχίες φεγγαριού και διάθεσης
Σαν ήταν νέος), γυμνό και ξένο
Πιο ισχνά λάμποντας από 'να πιο ισχνό ουρανό.

Η ροδαλή χλωμάδα του άλλαξε σε πτωματική.
Αυτός χρησιμοποίησε τη λογική, εγύμνασε τη θελησή του,
Στρεφόμενος εγκαίρως και στον Μπράμς σαν ενναλακτικό

Του λόγου. Ήταν εκείνη η μουσική κι αυτός.
Ήτανε μέρη μιας τάξης, μια μοναδική μεγαλοπρέπεια:
Θυμήθηκε όμως τον καιρό όταν στεκόταν μόνος.

Στεκόταν επιτέλους με τη βοήθεια του Θεού και της Αστυνομίας
Θυμήθηκε όμως τον καιρό όταν στεκόταν μόνος.
Παράδωσε τον εαυτό του στη μοναδική αυτή μεγαλοπρέπεια:

Θυμήθηκε όμως τον καιρό όταν στεκόταν μόνος,
Όταν το να είσαι κι η χαρά του να είσαι φαίνονταν ένα
Πρίν βαθύνουν τα χρώματα και γίνουνε μικρά.

ΓΟΥΑΛΛΑΣ ΣΤΗΒΕΝΣ 1879-1955
Μετάφραση:ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Επιλογή ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

6.1.10

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
(Απόσπασμα)

Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ' αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ' το παραμιλητό σου
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου,-
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ' αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ' τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ' όποιον τις θέλει
δεν έχω άλλες απ' τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι' αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξάνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ' αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νού. Δεν έχω όρια.

ΕΟΥΤΖΕΝΙΟ ΜΟΝΤΑΛΕ
Μετάφραση:ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΡΕΪΖΗΣ

3.1.10

KANTO I



Ευχαριστώ θερμά την νέα φίλη του blog για το video που μας έστειλε!


KANTO I

Τότε λοιπόν για τη θάλασσα κάτω τραβήξαμε και
Πρώτα το καράβι ερύσαμε κατά τα κύματα των θεών,
Στήσαμε ιστό, ανοίξαμε ιστία στο μαυροκάραβο,
Πήραμε πρόβατα, και μαζί τα κορμιά μας αυτά,
Βαριά το δάκρυ μας, και κατάπρυμος άνεμος
Μας πήρε ούριος ίσα να πάμε πλησίστιοι πέρα,
Έργο της Κίρκης τα λόγια, θεάς καλλιπλόκαμης.
Καταμεσής εκαθίσαμε, κυβερνήτης ο άνεμος
Πανιά γεμάτα και κοντοπορεύαμε όλη μέρα.
Ό ήλιος έγειρε, γύρω η θάλασσα ίσκιωσε πάσα,
Κι ήταν του Ωκεανού τα βαθύρροα πέρατα,
Όπου ανδρών Κιμμερίων η χώρα και η πολιτεία
Καλυμμένη αέρα και σύννεφο, που δε χαράξαν
Πότε του φαέθοντα ήλιου αχτίδες γυρίζοντας
Πρός ουρανόν αστερόεντα η κατά γης ουρανόθεν,
Κατασκότεινη νύχτα, κακορίζικη σκέπη.
Παρά ρούν ωκεάνειο, φτάσαμε τότε στον τόπο
Που είχε προείπει η Κίρκη.
Έδω συλλειτούργησαν, Περιμήδης κι Ευρύλοχος,
Και τραβώντας εγώ κοφτερό σπαθί απ' το μηρό μου
Έσκαψα όρυγμα στο χώμα ισόπλευρο, πυγούσιο•
Και χοές τότε χύσαμε για τον κάθε νεκρό μας
Πρώτα μελίκρατο, γλυκό κρασί και νερό μ' άσπρο αλεύρι.
Στου θανάτου τα κατισχνα πρόσωπα υποσχέθηκα,
Σαν στην Ιθάκη, στείρο βουβάλι και το άριστο
Θα θυσιάσω, θα ρίξω πολλά τ' αγαθά στην πυρά
Και θα σφάξω ένα μαύρο του Τειρεσία τραγί.
Καταμέλανα αίματα εκύλησαν τότε στο λάκκο,
Άπο τον έρεβο κακοθάνατα έθνη νεκρών,
Νύφες κα έφηβοι, γέροι που είχαν τραβήξει πολλά•
Ψυχές παρθένων με το πένθος σημάδι νωπό,
Άντρες πολλοί στο χαλκό χαλασμένοι, λείψανα μάχης,
Κουβαλώντας ακόμα τα αιμόρραντα όπλα του Άρη,
Άλλοθεν άλλος περισυνάχτηκαν• με ιαχές
Τρομερές, χλωμός, έκραξα να φέρουνε κι άλλα ζώα.
Σφάξαμε ανήλεα πρόβατα στο χαλκό μας κοπάδια•
Δέρατα κάψαμε, προσευχηθήκαμε στους θεούς μας,
Πλούτωνα τον Κραταιό, Περσεφόνη την παινεμένη.
Ξίφος γυμνό και πάσχιζα να μην πλησιάσουν
Των ψυχών τα παράφορα πρόσωπα και τ' ανήμπορα,
Ώς ν' ακουστεί ο Τειρεσίας.
Ήρθε όμως πρώτος ο Έλπήνωρ, φίλος Έλπήνωρ,
Άταφος καταγής πεταμένος,
Σώμα που αφήσαμε στα παλάτια της Κίρκης,
Άσαβάνωτος, άκλαυτος, άλλα επείγανε τότε.
Ήλίθιε, φτωχέ μου. Κι είπα φωνάζοντας λόγια πτερόεντα:
«Ήρθες, Έλπήνορα, στη ζοφερή καταχνιά; Πώς;
Πεζοπορώντας πρόφτασες τα καράβια μας;»
Κι ώμωξε αυτός λόγια βαριά:
«Κακοτυχιά μου, κρασί αθέσφατο.Αποκοιμήθηκα στης Κίρκης
Την παραστιά. Πώς να κατέβω μεγάλη σκάλα, δε νόησα,
Έπεσα καταντικρύ μου, χτύπησα δοκό,
Θρύμματα ο αυχένας, κάτω η ψυχή μου του Άδη.
Άκου με όμως, Άνακτα συ, άκλαυτο, άταφο, θυμήσου με,
Όσα τα όπλα μου κάνε σωρό, ακροθαλάσσιο σήμα να λέει:
Άμοιρος άνθρωπος, όνομα εσσόμενο.
Και στον τύμβο στήσε το κουπί που ελάμναμε.»
Κι ήρθε η Άντίκλεια, την απόδιωξα, και τότε ο Θηβαίος
Τειρεσίας,
Με το σκήπτρο χρυσό, εγνωρισέ με και πρώτος είπε:
«Τι πάλι, δύστηνε; Κακό ριζικό σου,
Άτερπνης χώρας ανήλια πρόσωπα ν'αντικρίζεις;
Άλλ' άμε και άσε με να πιώ το αίμα,
Να είπώ χρησμό.»
Και πισωδρόμησα,
Ήπιε το αίμα, δυνάμωσε κι είπε:« Οδυσσεύς
Νοστεί, παρά του θεού το θυμό, σε πόντο ίοειδέα
Όλέσας πάντας εταίρους». Και τότε η Άντίκλεια ήρθε.
Άναπαύου,Divus, τελευτήσω τε και έρξω:Andreas Divus,
In officina Wecheli, 1538, από Ομήρου, εννοώ.
Κι αρμένισε πέρα, down out onward and away, Σειρήνες πέρασε
Κατά την Κίρκη.
Venerandam,
Φράσεις Κρητός, χρυσοστέφανον Αφροδίτην
Cypri munimenta sortita est, γλυκομείλιχε, orichalchi, με χρυσά
Άνθέμια και στήθους κόσμημα, ελικοβλέφαρε σύ,
Με τη ράβδο τη χρυσή του Άργειφόντη. Ώστε:

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ
Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος
Εκδόσεις Πατάκη

1.1.10

ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ

Εαυτούληδες

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...

Γιάννης Σκαρίμπας
(από τη συλλογή Εαυτούληδες)