31.10.08

Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ


Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

«Την γή λάβετε!»φώναξε ο Ζεύς προς τους ανθρώπους
Από τα ύψη του, «Δικιά σας είναι, ολοδικιά!
Κληρονομιά σας την χαρίζω αιώνια, όλους τους τόπους•
Κοιτάχτε όμως να την μοιραστείτε αδερφικά».

Κι έσπευσε, όποιος χέρια είχε, να πιάσει ένα μέρος.
Ο κάθε νέος κι ο κάθε γέρος κίνησε με βιάση.
Ο αγρότης τους καρπούς άρπαξε του αγρού εγκαίρως,
Ο ευγενής βγήκε να κυνηγήσει μές τα δάση.

Ο αββάς κρασί διάλεξε της χρονιάς της πιο παλιάς,
Ο έμπορος πήρε όλα όσα χωρούσε η αποθήκη.
Δρόμους και γέφυρες ιδιοποιήθη ο βασιλιάς,
Κι είπε στο τέλος και αυτά׃«δεκάτη μου ανήκει».

Πολύν καιρό μετά, αφότου πια η μοιρασιά συνέβη,
Φτάνει ο ποιητής από μέρη απομακρυσμένα.
Αχ!Γύραθε παντού δεν είχε κάτι ν’ αγναντεύει,
Κι όλα τον κυριό τους πλέον είχαν το καθένα!

«Αλί μου! Πρέπει το λοιπόν απ’ όλους εγώ μόνος
Ν’ απολησμονηθώ, εγώ ο πιο πιστός σου υιός;»
Δυνατά άφησε να ηχεί του παραπόνου ο τόνος
Κι άνω τον έπεμψε κατά τον θρόνο του Διός.

«Αν συ πολύ στην χώρα των ονείρων είχες μείνει»,
Του ’πε ο θεός ,«να μην τα βάζεις τώρα με εμένα.
Που ήσουν λοιπόν, όταν τον κόσμο μοίραζαν εκείνοι;»
«Ήμουν »,απάντησε ο ποιτής, «πλάι σε σενα.

»Στην φεγγοβόλο όψη σου στραμμένο είχα το μάτι·
Στην αρμονία τ’ ουρανού σου έστηνα το αυτί·
Συγχώρα την ψυχή, που, απ´ το φέγγος σου γεμάτη,
Μέθυσε τόσο που έχασε το γήινο καθετί !»

«Και τώρα ;» είπε ο Ζευς, «Έχει δοθεί ήδη όλη η γης•
Συγκομιδή, αγορά, κυνήγι πλέον όλα πάνε.
Στον ουρανό μου εσύ αν θες μαζί μ’ εμέ να ζεις ,
Όσο συχνά και να ’ρχεσαι, για σένα ανοιχτός θα ’ναι».

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ
Μετάφραση׃Κυριάκος Γ. Σαμέλης

22.10.08

ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ


ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ

Την όμορφη, που επούλαε έναν καιρό
Άρματα, λέω πώς την ακούω θλιμμένη
Να λαχταρά, με μάταιο πια καημό,
Κοπέλα σαν και πρίν να ξαναγένει.
Κι «Άχ, γερατειά―να λέει―τη βουλιασμένη
Γιατί έτσι πρώιμα μ’ έχετε κουρσέψει;
Πως δε σκοτώνουμαι; Η τυραννισμένη
Ζωή μου πως δε λέει πια να τελέψει;

«Μου κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες
Που σκόρπαε τσ’ ομορφιάς μου ο πειρασμός
Σ’ εμπόρους, σε σοφούς και σε παπάδες·
Γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός
Μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιός
―Κι ύστερα ας το ’κλαιγε όσο ζούσε―φτάνει
Να τού δινα ό,τι τώρα ούτε στραβός
Θέλει, ούτε κι οι πιο βρώμικοι ζητιάνοι.

«Ά, κόσμο τότες πού διωξα σωρό,
Για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
Μορφονιού―άμυαλο ήμουν θηλυκό―
Που, άν τα ψευτοχάδια μου άλλοι είχαν πάρει,
Του ερώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη.
Τον αγάπαα, τ’ ορκίζομαι τρελά!
Μ’ αυτός να με χτυπάει το χε καμάρι
Και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά.

«Δε θα χα φάει τέτοιον κωλοσυρμό,
Τόσες κλωτσιές, άν δεν τον αγαπούσα.
Πώς μ’ έδερνε, τη δόλια, σαν το ζό!
Όμως σαν μού λεγε και τον φιλούσα,
Το ξύλο που χα φάει το λησμονούσα!
Τ’ αρκούδι, του κριμάτου αυτή η πομπή,
Μ’ εφίλιε...Γι’ αυτό πρόκοψα! Να λούσα
Όπώχω τώρα: Κρίμα και ντροπή.

« Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πιά,
Και τα μαλλιά μου, όϊμένα, έχουν ασπρίσει.
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά,
Πως ήμουν και πώς έχω καταντήσει!
Σα θωρώ το κορμί μου, ώς το χω γδύσει,
Και βλέπω η δόλια πόσο είμ’ αλλαγμένη,
Φτωχή, στεγνή, πως έχω αδυνατίσει,
Μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη.

«Που ναι του κούτελού μου η ομορφιά,
Που τα ξανθιά μαλλιά μου, τα γραφτά
Φρύδια μου, κείνη η σφάχτρα μου ματιά
―Απ’ τις πιο φίνες―τι έγιναν τ’ αυτιά
Τα φιλντισένια μου, τα φλογερά
Κόκκινα χείλια, η μύτη η κοντυλένια
―Ούτε κοντή ήταν ούτε και μακριά―
Του πηγουνιού μου η χάρη η αγαλματένια;

«Οι ώμοι μου οι χυτοί που είν’ τώρα, αλί μου,
Και των μπράτσων μου η σάρκα η αφροπλασμένη
Τα βυζιά μου, κείνοι οι έγγομοι γοφοί μου
Όρθόστητοι, καθάριοι, καμωμένοι
Να ναι από αψιά φιλιά σημαδεμένοι;
Κι η απόκρυφη ομορφιά μου, όλο μεράκι,
Στ’ άσπρα κρουστά μου σκέλια ποστιασμένη
Μεσ’ στο ξανθό όμορφό της κηπαράκι;...

«Ζάρες στο κούτελο, μαλλιά ψαρά,
Φρύδια στουβιές, τα μάτια έχουν σβηστεί
―Πού σφάζαν και γελούσαν μια φορά
Και που γι αυτά είχαν τόσοι τρελαθεί―
Ή μύτη μου σαν του όρνιου έχει γενεί,
Τ’ αυτιά κρεμάσαν πια νερουλιασμένα,
Μαράθη κι εξεθώριασε η μορφή
Κι έχω πηγούνι, χείλια σουρωμένα...

«Ή ανθρώπινη ομορφιά πως κατανταίνει!
Μπράτσα ξερά και χέρια ροζιασμένα,
Ώμοι σκεβροί, αχαμνοί, καμπουριασμένοι•
Και τα βυζιά κρεμάνε σιχαμένα•
Παρόμοια κι οι γοφοί. Κι αλί σε μένα,
Άν πω και για το κρύφιο κηπαράκι!
Και τα μηριά, μηράκια είν’ γινωμένα
Ίδια στο χρώμα με το σουτζουκάκι.

«Άς κλαίμε τώρα εδέτσι τα παλιά
Χρόνια μας, δόλιες γριές ξεμωραμένες,
Αναμεσά μας.Κωλοκαθιστά
Κατάχαμα στη γή, κουβαριασμένες
Κι από θαμπά λυχνάρια φωτισμένες,
Όπου νωρίς ανάβουν, νωρίς σβένουν.
Κι είμαστε άλλοτε τόσο χαϊδεμένες!...
Πόσες και πόσοι ίδια με μας παθαίνουν».

FRANCIS VILLON
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ

17.10.08

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Photo:Andrew Maidanik

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ολόκληρο το παρελθόν, μεγάλο
κι ελεύθερο, ξεντύνεται
μέσα στο πορφυρόν ηλιόγερμα,
σαν την ασύγκριτη γυναίκα.

(Ώ γύμνια χωρίς όνομα,
υπέρτατη αποθέωση!)

Το απέραντο στεφάνι του,
τριαντάφυλλο από φλόγα,
είναι απ’ το μέλλον πλουσιότερο,
απ’ την αυγή πιο φωτεινό.

(Δέν θα ’ναι τίποτε ωραιότερο,
ποτέ, από σένα, παρελθόν!)

Ξέρω καλά πως θα το βρίσκω
πιο πέρα πάντα, κόρφο
της θάλασσας, κορφή μιάς άλλης γής,
μέσα στη μόνη δόξα.

JUAN RAMON JIMENEZ

15.10.08

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ


ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Ένας λαμπρός είσαι ουρανός του φθινοπώρου, εσύ!
Μα εμένα η θλίψη μέσα μου σα θάλασσ’ ανεβαίνει,
Κι όταν πισωδρομάει, στα ωχρά τα χείλη μου απομένει
Απ’ την πικρή τη λάσπη της μια γέψη καυτερή.

−Μάταια το χέρι σου στα λιγωμένα μου γλιστρά
Τα στήθη· ο,τι ζητείς εκεί να βρείς τόχει ρημάξει,
Τόχει η γυναίκα με τα δόντια τ’άγρια της σπαράξει.
Πιά την καρδιά μου μη ζητάς· τη φάγαν τα θεριά.

Είναι η καρδιά μου ένα παλάτι οπού διαγουμίζει
Όχλος• μεθούν, σκοτώνουνται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
−Μιαν ευωδιά από το γυμνό τον κόρφο σου αναβρύζει!...

Σκληρέ δυνάστη των ψυχών, προστάζεις, ώ Εμορφιά!
Με τη φωτιά απ’ τα μάτια σου σαν κύμα που χυμίζει,
Απόκαψε τα ράκη αυτά που αφήκαν τα θεριά!

CHARLES BAUDELAIRE
ΚΛΕΩΝ Β. ΠΑΡΑΣΧΟΣ

12.10.08

ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ



ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Όποιος ξεχνάει χάνεται
ραγίζει όποιος θυμάται
κι αυτός που παραστράτισε
στις ερημιές κοιμάται
Στα γιορτινά τα μαγαζιά
πολύχρωμες βιτρίνες
είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις
δυο χρόνια κι έξι μήνες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ' αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό

Αλλάζουν δρόμοι και μορφές
Οι εποχές αλλάζουν
κι οι από μηχανής θεοί
αμήχανα κοιτάζουν
ʼστο παράθυρο ανοικτό
σ' όλες τις καταιγίδες
θα δεις στο φως μιας αστραπής
όσα ποτέ δεν είδες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ' αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ:WWW.STIXOI.INFO

10.10.08

ΝΥΧΤΙΑ ΨΥΧΗ


ΝΥΧΤΙΑ ΨΥΧΗ

Είν’ η ψυχή μου απ’ όλα πια θλιμένη,
Είναι θλιμένη που είναι τόσο κουρασμένη,
Κουρασμένη μάταια να ζεί καιρό,
Είναι θλιμένη τώρα πια και κουρασμένη,
Τα χέρια σου στο προσωπό μου καρτερώ.

Τ’ αγνά σου δάχτυλα στο προσωπό μου περιμένω
Που όμοια σαν άγγελους των πάγων τα θωρώ,
Τον αρραβώνα να μου φέρουν περιμένω,
Τη δρόσο σου στο προσωπό μου περιμένω
Σαν θησαυρό στα βάθη των νερών.

Τα φαρμακά τους τέλος περιμένω,
Πριν νάχω μες στον ήλιο αυτό χαθεί,
Στον ήλιο απελπισμένος που πεθαίνω!
Τα ζεστά μάτια μου να υγράνουν περιμένω
Όπου τόσοι φτωχοί έχουν κοιμηθεί!

Όπου κύκνοι στη θάλασσα αφημένοι,
Τόσοι κύκνοι στη θάλασσα χαμένοι,
Μάταια υψώνουν τους λαιμούς των θλιβερούς,
Όπου στούς κήπους του χειμώνα προχωρούν
Οι άρρωστοι με ρόδα στολισμένοι!

Τ’ αγνά σου δάχτυλα στο προσωπό μου περιμένω,
Που όμοια σαν άγγελους των πάγων τα θωρώ,
Τα μάτια μου να υγράνουν περιμένω,
Το χόρτο της ματιάς μου το νεκρό
Που αρνάκια έχει ένα πλήθος κουρασμένο!

MAURICE MAETERLINCK 1862-1949
Μτφρ.ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ

5.10.08

ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΔΡΙΑ



ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΔΡΙΑ

Άνέραστη και ανέγγιχτη Νύφη, Σύ, της Γαλήνης
που η Σιωπή σε βύζαξε κι αργός σ’ έθρεψε ο Χρόνος,
Ίστορικέ, που πιό γλυκά απ’ το στίχο μου, έτσι μόνος
μιαν ιστορία απ’ τους αγρούς γεμάτη ανθούς ξεχύνεις.
Ποιός θρύλος μέσ’ στα στέφανα των φύλλων σου φαντάζει
θεών, θνητών, η και των δυό; Είναι τα Τέμπη η κάμποι
της Αρκαδίας; Άντρες ποιοί και ποιός θεός που λάμπει
είναι μπροστά μου; Τάχα αυτές τις κόρες τι τρομάζει;
Σαν τι να κηνυγούν τρελλά; Τι αγώνα θεν να φύγουν;
Τι αυλοί είναι και τι τύμπανα; Σε ποιάν έκσταση σμίγουν;

Οι μελωδίες που ακούς γλυκές. Μα αυτές που δεν ακούμε
είναι γλυκύτερες. Λοιπόν εμπρός αυλοί αρχινάτε.
Μα μή λαλείτε για τ’ αυτιά που φαίνονται. Αντηχάτε
στο νού μας ακριβότερους σκοπούς που δε γρικούμε:
Όμορφονιέ, δε δύνεσαι το τραγούδι ν’ αφήσεις
κάτω απ’ τα δέντρα, μήτε αυτά της γύμνιας να ’βρει ο δρόμος.
Ερωτεμένε, κι άν τολμάς ποτές δε θα φιλήσεις,
κι άς είσαι δίπλα στο σκοπό. Μα μη πικραίνεσαι όμως
τον πόθο σου ά δε χαίρεσαι κ’ η νιότη της δε σβήνει.
Για πάντα συ θε ν’ αγαπάς κι όμορφη θα ’ναι εκείνη.

Καλότυχα, καλότυχα κλαδιά! Τα φύλλα κάτου
να πέσουν δε μπορούν ποτές η το έχε γειά να πούνε
στην άνοιξη. Καλότυχε συ μελωδέ! Κυλούνε
σκοποί νέοι πάντα απ’ τον αυλό στ’ άπαρτο λαλημά του.
Κι αγάπη πιο καλόμοιρη και τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμές, πάντα χαρές θα τάζεις, καρδιοχτύπι
θε να σκορπάς κι η νιότη σου ποτές δε θ’ απολείπει.
Όλα τα πάθη της ζωής τα ξεπερνά και βγαίνει
η φλόγα σου που τις καρδιές με πίκρες τις χορταίνει,
φωτιά στάζει στα μέτωπα, τη γλώσσα αποξεραίνει.

Τούτοι που για θυσία πάν ποιοί να ’ναι; Ω ιερέα,
σε ποιό χλωρό βωμό οδηγάς αυτό το νιό δαμάλι
με τα μεταξωτά πλευρά, που έχουν στεφάνια βάλει,
ποιά πόλη σε βουνό χτιστή κάν σ’ όχτο η σ’ ακρογιάλι
μ’ ολόρτη μιάν ακρόπολη σε ειρηνεμένους τόπους
την ιερή τούτην αυγή στέκει άδεια απ’ τους ανθρώπους;
Και, ώ πόλη, πάντοτε η σιγή θα σέρνεται η μεγάλη
στους δρόμους σου, μήτε ψυχή καμιά θε να γυρίσει
το πώς μένεις πανέρημη ποτές ν’ ανιστορήσει.

Χαίρε, αττικόν ενσάρκωμα! Ωραία αρμονισμένο
με των μαρμάρινων αντρών και παρθένων τη γέννα
με καλοσκάλιστα κλαδιά και χόρτα πατημένα.
Σ’ άκρη, σαν να ’σουν το άπειρο, στη σκέψη σου δε βγαίνω,
βουβή μορφή. Άσμα βοσκού σε παγωμένα στήθια!
Τα γηρατιά τη γενιά τούτη σα φάν, θα μένεις
και σ’ άλλων μέσα συμφορές παρηγοριά, σαν κραίνεις
φίλος πάντα στον άνθρωπο: «η ομορφιά είναι αλήθεια
κ’ η αλήθεια είναι η ομορφιά». Μονάχα αυτό προκάνει
να μάθει ο άνθρωπος στη γής κι αυτό να μάθει φτάνει.

John Keats 1795-1821

Μεταφρ.Β.Καραμάνος

3.10.08

Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...


Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...

Η κοπελίτσα είν’ άσπρη,
φλέβες πράσινες έχει
στους καρπούς, κάτου απ’ τα
μανίκια τ’ ανοιχτά.

Δεν ξέρουμε γιατί
γελάει. Σε μια στιγμή,
κραυγάζει με φωνή λεπτή.

Να φαντάζεται τάχα
πως την καρδιά μας κλέβει,
λουλούδια όπως μαζεύει
στη στράτα;

Καμιά φορά η καημένη
κάτι καταλαβαίνει.
Όχι πάντα. Μιλεί
σιγά πολύ.

«Ω! Χρυσή μου! ω !λα λα!...
...φαντάσου... την Τετράδη
τον είδα...γέελασα». Έτσι
σχεδόν μιλά.

Σωπαίνει όμως άν ξέρει
πώς κάποιος υποφέρει
γι’ αυτή: δε γελά, μένει
χαμένη.

Στα μονοπάτια πέρα
τα χέρια της φορτώνει
με ρείκι που αγκυλώνει,
με φτέρη.

Είν’ άσπρη, είναι ψηλή,
με τρυφερές αγκάλες.
Είναι στητή και γέρνει
την κεφαλή.

FRANCIS JAMMES 1868 1938
Μεταφρ.ΠΕΤΡΟΣ Α.ΔΗΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ