Danae, SANTRON
ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Σκυφτός στο δειλινό, ρείχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνεια μάτια σου.
Εκεί γιγαντώνεται και καίει στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που χτυπάει τα χέρια σαν το ναυαγό.
Κάνω σινιάλα κόκκινα, στ' αφηρημένα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια κάποιου φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου γυναίκα μακρινή, δική μου,
στιγμές από το βλέμμα σου προβάλλει η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
σ' εκείνη τη θάλασσα που φουρτουνιάζει τα ωκεάνεια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που σπιθίζουνε σαν την ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
Στη σκοτεινή φοράδα της καλπάζει η νύχτα
σκορπώντας γαλάζια στάχυα πάνω στο κάμπο.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
15.1.10
ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
29.10.09
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσατλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα,
Ελληνικά Γράμματα
ΜΤΦΡ.Δημήτρης Καλοκύρης
20.10.09
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά
τα όνειρα μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.
Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
─ ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό ─
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ, ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
27.2.09
H ΘΑΛΑΣΣΑ
H ΘΑΛΑΣΣΑ
Χρείαν έχω θαλάσσης― να ’ναι δασκάλα μου:
αγνοώ άν μου μαθαίνει μουσική ή συνείδηση:
αγνοώ άν είναι κύμα μόνο ή μύχια ουσία
ή απλώς βραχνή μια φωνή εκεί ή απαστραπτούσα
εικασία ιχθύων καιπλεουμένων.
Το γεγονός είναι ότι εγώ, και στον ύπνο μου ακόμα,
με κάποιον τρόπο κυκλοφορώ μαγνητικόν
στο σύμπαν ελεύθερος μέσα των κυμάτων.
Δεν είμαι μόνο τ’ αλλοιωμένα όστρακα
λες και κάποιος πλανήτης τρεμάμενος
αναγγέλλει ενθάδε θάνατον αργό,
όχι,
Μέσ’ απ’ τ’ αποσπάσματα
ανασυνθέτω το όλον της ημέρας,
με μιά ριπή άλατος τον σταλακτίτη
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Φυλάττω ό,τι ήδη μ’ εδίδαξε: τον αέρα,
τον αδιάκοπον άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει λειψή στο νέο παιδί
που ’ρθε ’δώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
κι όμως ο παλμός που αδυνάτιζε τη δόνησή του
πέφτοντας τυφλά στην άβυσσό της,
το ψύχος του γαλάζιου που εκροτάλιζε,
η στείρωση των αστέρων,
η τρυφερή κάθαρση του κύματος
που σπαταλάει χιόνια στούς αφρούς του,
η ήρεμη ισχύς, εδώ, που ορίστηκε
λίθινος θρόνος στων βυθών τα βάθη,
αντικατέστησε τον περίβολο όπου αβγάταιναν
η πείσμων θλίψη και η αύξουσα λήθη
κι άλλαξε άξαφνα εντελώς την υπαρξή μου:
προσχώρησα στο καθαρό, στο άμειχτο κίνημα.
PABLO NERUDA
Η στείρωση των αστέρων
Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ
19.2.09
ΕΓΩ
ΕΓΩ
Το κρανίο, η κρυφή καρδιά,
οι δρόμοι του αίματος που δε βλέπω,
οι σήραγγες του ονείρου, αυτός ο Πρωτέας,
τα έντερα, ο σκελετός, ο αυχένας.
Είμαι όλ’ αυτά. Απίστευτο,
αλλά είμ’ ακόμα η μνήμη ενός σπαθιού
κι ενός μοναχικού ήλιου που δύει
και γίνεται χρυσάφι, ίσκιος, τίποτα.
Είμαι αυτός που βλέπει τις πλώρες από το λιμάνι·
είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες, καταπομημένες απ’ το χρόνο·
είμαι αυτός που ζηλεύει όσους έχουν κιόλας πεθάνει.
Ακόμα πιο παράξενο είναι να ’σαι
ο άνθρωπος που πλέκει λέξεις μέσα σε μιά κάμαρα.
Jorge Luis Borges
Μτφρ.Αργύρης Χιόνης
5.2.09
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Λένε πως, κάποτε, σε χρόνια περασμένα
τότε που έγιναν τόσα και τόσα,
πραγματικά, φανταστικά η ξεχασμένα,
κάποιος καταπιάστηκε με το γιγάντιο
έργο να καταγράψει ολόκληρο το σύμπαν
σ’ ένα βιβλίο· και με ζήλο παράφορο,
σκυμμένος έμεινε στο απέραντο γραφτό του
μέχρι που χάραξε και τον τελευταίο στίχο.
Την τύχη ήταν έτοιμος να ευχαριστήσει
όταν, σηκώνοντας τα μάτια, είδε πέρα
ένα ασημένιο δίσκο στον αέρα
κι έτσι κατάλαβε πως είχε λησμονήσει
το φεγγάρι. Πρόκειται για επινοημένη ιστορία,
όμως μας δείχνει αρκετά καλά ποιά είν’ η πορεία
κι η μοίρα όσων για επάγγελμα έχουμε διαλέξει
να μεταγράφουμε τη ζωή λέξε προς λέξη.
Πάντοτε χάνεται το πιο σπουδαίο όμως.
Για κάθε τι υπερφυσικό θεωρείται νόμος
που βέβαια εξαιρεσή του δε θ’ αποτελέσει
αυτή η περίληψη της εμπλοκής μου στη σχέση
με το φεγγάρι. Που το πρωτοείδα; Δε θυμάμαι πιά
αν ήταν σ’ εκείνο τον προηγούμενο ουρανό
των ελλήνων η σε κάποιο βράδυ μακρινό,
καθώς σκοτείνιαζε στην αυλή μας το πηγάδι και η σκιά.
Λένε πως η αλλοπρόσαλλη ζωή μας
γίνεται που και που πολύ ωραία
κι έτσι ωραία ήταν και το βράδυ που μ’ εκείνη
σε μοιραζόμασταν και σε κοιτούσαμε, σελήνη.
Μα πιο πολύ απ’ των νυχτερινών βλεμμάτων
θυμάμαι εκείνα τα φεγγάρια των ποιημάτων:
το Dragon moon σκορπίζοντας τον τρόμο μαγεμένο
και του Κεβέδο το φεγγάρι ματωμένο.
Κι ο Ιωάννης, στο βιβλίο εκείνο με τα σημεία
τα φοβερά, τις τρομερές φωνές, έκανε μνεία
σε κατακόκκινα φεγάρια πυρωμένα.
Υπάρχουν όμως και λαμπρότερα φεγγάρια, ασημένια.
Ο πυθαγόρας (αφηγείται μια παράδοση)
σ’ έναν καθρέφτη έγραψε με το αίμα του χεριού
κι ο κόσμος διάβαζε την αντανάκλαση
μέσα στο κάτοπτρο του ουράνιου φεγγάριου.
Σε σιδερένιο δάσος ζει ένας λύκος αιμοσταγής
που η παράξενη μοίρα του είναι να γκρεμίσει
το φεγγάρι και με τα δόντια του να το τσακίσει
όταν ροδίσει η θάλασσα της τελευταίας αυγής.
( Αυτό το ξέρουν στο βορρά απ’ των προφητών
τα οράματα κι ακόμα ξέρουν πως κείνο το βράδυ
θα ξεχυθεί στα πέλαγα του κόσμου το καράβι
που είναι φτιαγμένο από τα νύχια των νεκρών.)
Κάποτε, στη Γενεύη η στη Ζυρίχη,
όταν να γίνω θέλησε κι εγώ ποιητής η τύχη
χρεώθηκα το μυστικό, τη φοβερή ευθύνη
να περιγράψω, όπως όλοι, τη σελήνη.
Με κέφι, ομοιοκαταληξίες και κανόνες
πολλών ειδών συνδυασμούς έχω σκιτσάρει
μα, με το φόβο συνεχώς ότι ο Λουγκόνες
θα είχε ήδη εκμεταλλευτεί το κεχριμπάρι
ή την άμμο. Μέσ’ από στίχους που κανείς τους
δε θ’ αξιωθεί να φτάσει στο τυπογραφείο
εξωτικά αναδύθηκαν φεγγάρια από μαόνι
από καπνό, από φίλντισι η παγωμένο χιόνι.
Σκέφτηκα πως του ποιητή είναι δικαιωμά του
να δίνει, όπως ο Αδάμ του Παραδείσου,
στο καθετί το απόλυτο κι αληθινό εξίσου
άγνωστο μέχρι τώρα όνομά του.
Το ’πε Αριόστο: ο χρόνος και τα όνειρα
συγκατοικούν στο ακαθόριστο φεγγάρι
μαζί με ό, τι χάνεται στα σύνορα
του νοητού: στης πιθανότητας το ζάρι.
Ο Απολλόδωρος από την τρίμορφη Άρτεμη,
με άφησε μια μαγική να διακρίνω σκιά·
απ’ τον Ουγκό ένα χρυσό δρεπάνι έχει απομείνει
και κάποια μαύρη, τραγική, ιρλανδέζικη σελήνη.
Κι όπως ξετύλιγα όλο τούτο το κουβάρι
με την αλλόκοτη σεληνιακή μυθομανία,
άστραψε ξαφνικά από τη γωνία,
εξαίσιο, όπως κάθε νύχτα, το φεγγάρι.
Ξέρω πως απ’ τις λέξεις όλες μόνο μία
το φέρνει κατευθείαν στο νού και το ορίζει.
Το μυστικό είναι να την πεις με χάρη
και ταπεινότητα. Η λέξη είναι φεγγάρι.
Δε θα τολμούσα την ακηλίδωτη να σπιλώσω
όψη του με μια μάταιη παρομοίωση δικιά μου.
Το βλέπω ανερμήνευτο, οικείο, κι ωστόσο
τόσο απόμακρο μαζί απ’ τα γραφτά μου.
Ξέρω πως το φεγγάρι ή, μάλλον, η λέξη φεγγάρι
Είναι μονάχα μια εκδοχή που επινοούμε
για το περίπλοκο κι απλό μαζί γλωσσάρι
του πολλαπλού παράδοξου που αποτελούμε.
Είναι ένα από τα σύμβολα που η λογοτεχνία
ή όχι η τύχη μάς χαρίζει ώστε μια μέρα
μέσα σε έκσταση υπερούσια και αγωνία
να γράψουμε το αληθινό όνομα του στον αέρα.
Jorge Luis Borges
Μτφρ.Δημήτρης Καλοκύρης
16.12.08
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ
PHOTO:Andrew Maidanik
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ
Κορίτσι αγνό ξαπλώθηκε μαζί μου:
σαν να ’μουν στο γιαλό λευκής θαλάσσης,
σαν να ’μουν στην ψυχή ευλαμπούς αστέρος
αργών συμπάντων.
Απ’ το βαρύ, το πρασινό της βλέμμα
το φώς ξερό νερό να πέφτει σάμπως,
σε διάφεγγους βαθιούς ενάστρους κύκλους
νωπής ισχύος.
Το στήθος της σα δίφλογος πυρσώνας
ορθό να καίει σε μέρη δυό στημένο,
διπλό τα πόδια της ποτάμι να ’ναι
φωτιάς και θάμβους.
Χρυσά σαν κλίμα μόλις μεστωμένο
τα μάκρη του κορμιού της τα ημερήσια
γιομάτα φρούτα ξέχειλα ώς απάνω
και πύρ μυστήριο.
Τίτλος πρωτοτύπου:Angela adonica
PABLO NERUDA
Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΣΤΕΙΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ
27.11.08
Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ
Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ
Στην δασκάλα δεσποινίδα Brigida Walker
Ι
Αυτή η γυναικεία ψυχή, λεπτή και στιβαρή,
τρυφερή στην αγάπη, αυστηρή στη σοβαρότητα,
είναι η λαμπρή βαλανιδιά με μυρωμένον ίσκιο,
που πάει στ’ άγρια μπράτσα της μια ολάνθιστη μυρτιά.
Πολτός τρυφερών νάρδων, πολτός δρυών αγέρωχων,
της ζύμωσαν τη ροδαλή τη σάρκα της καρδιάς της,
και με όλη τη σκληράδα και την υπεροψία της, αν προσέξεις
ενα τρέμουλο συγκίνησης πάλλει στη φυλλωσιά της.
Κορυδαλλοί χιλιάδες μαθαίνουνε να τραγουδούν
στο φυλλωμά της, και στους ανέμους σκόρπισαν
να πλημμυρίσουνε με δοξασμούς τα ουράνια. Ω ευγενική
βαλανιδιά! Να φιλήσω το λαβωμένο σου κορμό
και με το χέρι μου υψωμένο να ευλογήσω, ώρα πολλή,
την αγιασμένη μάζα σου φτιαγμένη απ’ το θεό!
ΙΙ
Το βάρος από τις φωλιές ποτέ δεν σε λυγίζει.
ούτε και το φορτίο τους θέλεις ν’ αποτινάξεις.
Άλλη έγνοια δε φουρτούνιασε τα ευαίσθητα κλαδιά σου,
έξω απ’ το να είσαι φουντωτή, πλατιά για να σκεπάσεις.
Η ζωή (ένας άνεμος) περνά απ’ τη φυλωσιά σου
σαν μια γλυκιά σαγήνη, χωρίς βία, χωρίς φωνή·
και η φουρτουνιασμένη ζήση χτυπάει τ’ άρμενά σου
με τον γαλήνιο ρυθμό που είναι ο ρυθμός του Θεού.
Απ’ το να δέχεσαι τόσες φωλιές, τόσο τραγούδι,
από το να δημιουργεί τόσο άρωμα και θαλπωρή
το στήθος σου, τόση φροντίδα αγνή και τόση αγάπη,
όλο το ηρωικό σου ξύλο, βαλανιδιά, έχει αγιάσει!
Η ομορφιά στα φύλλα σου έχει πιά γίνει αιώνια
και σαν έρθει φθινόπωρο ποτέ δεν θα τ’ αγγίξει!
ΙΙΙ
Βαλανιδιά, ευγενική βαλανιδιά, σε τραγουδώ!
Ποτέ ο κορμός σου ας μην γευτεί την πίκρα από το κλάμα,
μπροστά σου ας γονατίζει ο ξυλοκόπος της ανθρώπινης
κακίας, με τα τσεκούρια του· και όταν
ο κεραυνός του Θεού σε βρεί ας γίνει απαλός
και πλατύς σαν το στήθος σου, το στήθος του Θεού!
Gabriela Mistral
Ρήγας Καππάτος
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ
LA ENCINA
A la maestra Señorita Brígida Walker.
I
ESTA alma de mujer viril y delicada,
dulce en la gravedad, severa en el amor,
es una encina espléndida de sombra perfumada,
por cuyos brazos rudos trepara un mirto en flor.
Pasta de nardos suaves, pasta de robles fuertes,
le amasaron la carne rosa del corazón,
y aunque es altiva y recia, si miras bien adviertes
un temblor en sus hojas que es temblor de emoción.
Dos millares de alondras el gorjeo aprendieron
en ella, y hacia todos los vientos se esparcieron
para poblar los cielos de gloria. ¡Noble encina,
déjame que te bese en el tronco llagado,
que con la diestra en alto, tu macizo sagrado
largamente bendiga, como hechura divina!
II
El peso de los nidos ¡fuerte! no te ha agobiado.
Nunca la dulce carga pensaste sacudir.
No ha agitado tu fronda sensible otro cuidado
que el ser ancha y espesa para saber cubrir.
La vida (un viento) pasa por tu vasto follaje
como un encantamiento, sin violencia, sin voz;
la vida tumultuosa golpea en tu cordaje
con el sereno ritmo que es el ritmo de Dios.
De tánto albergar nido, de tánto albergar canto,
de tánto hacer tu seno aromosa tibieza,
de tánto dar servicio, y tánto dar amor,
todo tu leño heroico se ha vuelto, encina, santo.
Se te ha hecho en la fronda inmortal la belleza,
¡y pasará el otoño sin tocar tu verdor!
III
¡Encina, noble encina, yo te digo mi canto!
Oue nunca de tu tronco mane amargor de llanto,
que delante de ti prosterne el leñador
de la maldad humana, sus hachas; y que cuando
el rayo de dios hiérate, para ti se haga blando
y ancho como tu seno, el seno del Señor!
Gabriela Mistral
13.9.08
ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ
ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ
Αν (όπως βάζει ο Έλληνας στο στόμα του Κρατύλου)
το όνομα είναι αρχέτυπο για κάθε πράγμα,
τα γράμματα που αποτελούν το ρόδο είναι το ρόδο
και στη λέξη Νείλος ρέει το νερό του Νείλου.
Έτσι, από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο,
κάπου θα υπάρχει ένα φοβερό Όνομα που περιέχει
το νόημα του Θεού και η Παντοδυναμία το έχει
μέσα σε συλλαβές και γράμματα κρυμμένο.
Οι γενεές το έχουν σήμερα λησμονήσει.
Μόνο ο Αδάμ και τ’ άστρα το γνωρίζαν
μέσα στον Κήπο. Η οξείδωση της αμαρτίας
(λένε οι καββαλιστές) το έχει πια σβήσει.
Η αθωότητα και τα τεχνάσματα του νου
είναι άπειρα. Και ξέρουμε πως ήρθαν οι αιτίες
και οι καιροί που ο λαός του Θεού
έψαξε το όνομα στις εβραϊκές ολονυχτίες.
Αντίθετα από άλλες μνήμες, που παρεμβάλλουν
θολές σκιές μέσα στης ιστορίας τη θολάδα,
αξέχαστη και ζωντανή είναι ακόμα η μνήμη
του Ιούδα του Λέοντα, ραβίνου στην Πράγα.
Ζητώντας να μάθει ό,τι ξέρει ο Θεός, δηλαδή,
ο Ιούδας αφιερώθηκε στις μεταθέσεις γραμμάτων
και λεπτές, περίπλοκες παραλλαγές ονομάτων
ώσπου πρόφερε Εκείνο, που αποτελεί το Κλειδί,
την Ηχώ, τον Αφέντη και τη Θύρα του Ανακτόρου,
πάνω σ’ ένα ανδρείκελο που με αδέξια είχε φτιάξει
χέρια σκυμμένος, και πάσχιζε να το διδάξει
τα μυστήρια των Γραμμάτων και του Χωροχρόνου.
Το πλάσμα άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια
και είδε χρώματα, άγνωστε μορφές μες σε μιά δίνη·
δεν καταλάβαινε και, ξάφνου, του τη δίνει
να δοκιμάσει ανοδικές κινήσεις προς τα σκαλοπάτια.
Με τον καιρό κατάλαβε πως ήταν (καλή ώρα
όπως κι εμείς) αιχμάλωτο σε μιαν ηχητική σαγήνη
γεμάτη από Πριν, Ενώ, Κατόπιν, Χτες ή Τώρα,
Δεξιά, Εγώ, Αριστερά, Εσύ, Άλλοι, Εκείνοι.
(Ο ραβίνος νομίζοντας τον εαυτό το πλάσμα Θείο
ονόμασε το πελώριο κατασκεύασμα Γκόλεμ·
γεγονός που αναφέρεται απ’ τον Σόλεμ
σε κάποιο περισπούδαστο χωρίο.)
Του εξήγησε λεπτομερώς το σύμπαν ο ραβίνος:
«Αυτά είναι τα πόδια μας, μ’ αυτά πατάς τη γη»
κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, εκείνο το κτήνος
κουτσά στραβά έμαθε να σκουπίζει τη συναγωγή.
Ίσως κάποιο να έγινε λαθάκι στα ψηφία
ή στου Θείου Ονόματος την προφορά·
γιατί παρόλη την απίστευτη μηχανορραφία
ο μαθητευόμενος άνθρωπος δε μίλησε ούτε μια φορά.
Τα μάτια του –μάλλον σαν σκύλου παρά ανθρώπου
ή, μάλλον, μάτια αντικειμένου, ούτε καν σκύλου–
πιστά ακολουθούσαν τον αφέντη του όπου
κι αν έστριβε στο σύθαμπο του μυστικού του ασύλου.
Κάτι αφύσικο και φρικαλέο είχε το Γκόλεμ
αφού, στο διάβα του, κρυβόταν ώς κι ο γάτος
του ραβίνου. (Τον γάτο δεν τον αναφέρει ο Σόλεμ,
εγώ τον επινόησα προσφάτως.)
Υψώνοντας τα χέρια στο Θεό του, χιλιάδες
μιμήσεις έκανε του Θεού του και χαιρόταν
ή, ηλίθια χαμογελώντας, διπλωνόταν
σε ανατολίτικους εδαφιαίους τεμενάδες.
Τρυφερά, μα και κάπως τρομαγμένος ο ραβίνος
το κοιτούσε και μονολογούσε κρυφά:
«Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω τέτοια παρωδία
και δεν καθόμουν άπρακτος, φερόμενος σοφά;
Γιατί στ’ άπειρα σύμβολα να φτιάξω ένα ακόμα;
Γιατί σ’ αυτό το μάταιο κουβάρι των νοημάτων
που αιώνια ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά
προσθέτω κι άλλον γύρο, άλλη μία συμφορά;»
Την ώρα που η ψυχή του αναχωρούσε,
είχε το βλέμμα του στο Γκόλεμ του στραμμένο.
Τάχα ο Θεός τί νά ’νιωσε καθώς κοιτούσε,
στην Πράγα τον ραβίνο του κατ’ εικόνα πλασμένο;
JORGE LUIS BORGES
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΤΦΡ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
EL GOLEM
Si (como el griego afirma en el Cratilo)
El nombre es arquetipo de la cosa,
En las letras de rosa está la rosa
Y todo el Nilo en la palabra Nilo.
Y, hecho de consonantes y vocales,
Habrá un terrible Nombre, que la esencia
Cifre de Dios y que la Omnipotencia
Guarde en letras y sílabas cabales.
Adán y las estrellas lo supieron
En el Jardín. La herrumbre del pecado
(Dicen los cabalistas) lo ha borrado
Y las generaciones lo perdieron.
Los artificios y el candor del hombre
No tienen fin. Sabemos que hubo un día
En que el pueblo de Dios buscaba el Nombre
En las vigilias de la judería.
No a la manera de otras que una vaga
Sombra insinúan en la vaga historia,
Aún está verde y viva la memoria
De Judá León, que era rabino en Praga.
Sediento de saber lo que Dios sabe,
Judá León se dio a permutaciones
de letras y a complejas variaciones
Y al fin pronunció el Nombre que es la Clave.
La Puerta, el Eco, el Huésped y el Palacio,
Sobre un muñeco que con torpes manos
labró, para enseñarle los arcanos
De las Letras, del Tiempo y del Espacio.
El simulacro alzó los soñolientos
Párpados y vio formas y colores
Que no entendió, perdidos en rumores
Y ensayó temerosos movimientos.
Gradualmente se vio (como nosotros)
Aprisionado en esta red sonora
de Antes, Después, Ayer, Mientras, Ahora,
Derecha, Izquierda, Yo, Tú, Aquellos, Otros.
(El cabalista que ofició de numen
A la vasta criatura apodó Golem;
Estas verdades las refiere Scholem
En un docto lugar de su volumen.)
El rabí le explicaba el universo
"Esto es mi pie; esto el tuyo; esto la soga."
Y logró, al cabo de años, que el perverso
Barriera bien o mal la sinagoga.
Tal vez hubo un error en la grafía
O en la articulación del Sacro Nombre;
A pesar de tan alta hechicería,
No aprendió a hablar el aprendiz de hombre,
Sus ojos, menos de hombre que de perro
Y harto menos de perro que de cosa,
Seguían al rabí por la dudosa
penumbra de las piezas del encierro.
Algo anormal y tosco hubo en el Golem,
Ya que a su paso el gato del rabino
Se escondía. (Ese gato no está en Scholem
Pero, a través del tiempo, lo adivino.)
Elevando a su Dios manos filiales,
Las devociones de su Dios copiaba
O, estúpido y sonriente, se ahuecaba
En cóncavas zalemas orientales.
El rabí lo miraba con ternura
Y con algún horror. ¿Cómo (se dijo)
Pude engendrar este penoso hijo
Y la inacción dejé, que es la cordura?
¿Por qué di en agregar a la infinita
Serie un símbolo más? ¿Por qué a la vana
Madeja que en lo eterno se devana,
Di otra causa, otro efecto y otra cuita?
En la hora de angustia y de luz vaga,
En su Golem los ojos detenía.
¿Quién nos dirá las cosas que sentía
Dios, al mirar a su rabino en Praga?
JORGE LUIS BORGES
20.6.08
Ω ΠΕΥΚΩΝΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ, ΑΠΕΡΑΝΤΕ...
Ω ΠΕΥΚΩΝΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ, ΑΠΕΡΑΝΤΕ...
Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη,
στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!
Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους
και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.
Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,
κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.
Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου
να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη
και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,
σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη
εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου
κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.
Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου
όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,
καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!
Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα
να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου.
PABLO NERUDA
Είκοσι ερωτικά ποιήματα
Και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα
ΜΤΦΡ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ
17.6.08
Ο ΤΙΓΡΗΣ
TIZIANO, Λεπτομέρεια απο τον πίνακα Βάκχος και Αριάδνη...
Ο ΤΙΓΡΗΣ
Είμαι ο τίγρης.
Σου έστησα καρτέρι μέσ’ στις φυλωσιές
πλατύς σαν όγκος
μουσκεμένου ορυκτού.
Τ’ άσπρο ποτάμι αβγαταίνει
κάτου απ’ την καταχνιά. Έρχεσαι.
Βουτάς γυμνή.
Προσμένω.
Ύστερα μ’ ένα σάλτο
φωτιάς, δοντιών, αιμάτου,
με μια νυχιά ξεσχίζω
το στήθος σου και τους γοφούς σου.
Ρουφώ το αίμα σου, σπάζω
τα μέλη σου ένα ένα.
Και στέκω φύλακας
χρόνια εκεί στο δάσος
πάνω στα κόκαλά σου και στις στάχτες,
ασάλευτος, μακριά
απ’ έχθρα ή θυμό,
αφοπλισμένος απ’ το θανατό σου,
σταυρωμένος απ’ αγριοκισσούς,
ασάλευτος μέσ’ στη βροχή,
αμείλικτος φρουρός
του φονιά έρωτά μου.
PABLO NERUDA
ΜΤΦΡ. ΝΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
5.4.08
ΠΡΩΤΕΑΣ
ΠΡΩΤΕΑΣ
Προτού οι κωπηλάτες του Οδυσσέα
να εξαντλήσουν το κρασόχρωμο πέλαγο
μαντεύω τις απροσδιόριστες μορφές
εκείνου του θεού,του Πρωτέα.
Βοσκός των κοπαδιών της θάλλασσας
και προικισμένος με το δώρο του προφήτη,
προτιμούσε τη γνώση του να κρύβει,
να περιπλέκει διάφορους χρησμούς.
Όταν τον υποχρεώνουν να μιλήσει,
μεταμορφώνεται σε φλόγα η λιοντάρι,
σε δέντρο που ρίχνει τον ίσκιο του στην όχθη,
νερό που χύνεται μες στο νερό.
Μην τον φοβάσαι τον Αιγύπτιο Πρωτέα
εσύ,που είσαι ένας και μαζί πολλοί ανθρώποι.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες,ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΤΦΡ.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
22.2.08
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μου μοιάζει:τόνε νιώθω με το άγχος και το αίμα μου.
Στη θλίψη του όμορφος,να σμίξει πάει τη θάλασσα,
την αγωνία ν’απλώσει στον Ήλιο και στον Άνεμο.
Στο μέτωπό του ειρήνη, μα ερείπια στην καρδιά του.
Θέλει να ζήσει ακόμα για να πεθάνει πιο πολύν καιρό.
Μου μοιάζει:τόνε βλέπω με τα χαμένα μάτια μου
ψάχνει κι αυτός για τ’άσυλο της πελαγίσιας νύχτας
κι αυτός την παραβολική τροχιά μιας πτήσης έχει
πάνω απ’τη γέρικη καρδιά του.
Πάει κι εκείνος ντυμένος νυχτιάτικη μοναξιά.
Με χέρια τεντωμένα προς τη βουή του ωκεανού
ζητάει απ’το θαλασσινό καιρό να τον λυτρώσει
απ’τα αδιάκοπα κύματα που χτυπάν και τραντάζουν
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.
Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου,
τη μορφή την πλασμένη απ’την αιώνια οργή
τα μέσα του πελάγου.
Ωραίος στη θλίψη του,
Πασχίζει –μάταια-να μην κάψει την άμμο
Με των δακρύων του την πικρήν αψάδα.
Μου μοιάζει:τήνε νιώθω σα να ’τανε δικιά μου
τη γέρικη καρδιά του ίσκιους γεμάτη.
(Από το Μυστικός Ανθρώπος)
HERIB CAMPOS CERVERA 1908-1953 Παραγουάη
ΜΤΦΡ.ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ
17.9.07
«...ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ...»
Στην φωτογραφία:Ξύλινη Σειρήνα που κοσμεί το σπίτι του
Neruda στο Isla Negra!
«...Αργοπεθαίνει...»
Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθει-
ας,επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρο-
μές,όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,όποιος δεν
διακινδινεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα
του,όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος,όποιος
προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά ση-
μεία στο ``ι`` αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που
κάνουν να λάμπουν τα μάτια,που μετατρέπουν έ-
να χασμουρητό σε ένα χαμόγελο,που κάνουν την
καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τρα-
πέζι,όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά
του,οποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για
την αβεβαιότητα,για να κυνηγήσει ένα όνειρο,ο-
ποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον
μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες
συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,όποιος δεν δια-
βάζει,όποιος δεν ακούει μουσική,όποιος δεν βρί-
σκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον ερωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,όποιος
περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την τύ-
χη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του
πριν την αρχίσει,όποιος δεν ρωτά για πραγματά
που δεν γνωρίζει.
Αποφευγούμε το θάνατο σε μικρές δόσεις,όταν
θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από
το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ενθέρμη υπομονή θα οδηγήσει
Στην επίτευξη μιας λαμπρής επιτυχίας.
Pablo Neruda
Μετάφραση του Βασίλη Χατζηγιάννη
από Ιταλική δημοσίευση αναφέρει το free περιοδικό
‘‘Κηρήθρες με αφορμή το βιβλίο’’απ’όπου το αντέγραψα !!
2.8.07
AMOR MIO,SI MUERO
Amor mio,si muero
Amor mio,si muero y tu no mueres
Amor mio,si mueres y yo no muero,
No demos al dolor mas territorio:
No hay extension como la que vivimos.
Polvo en el trigo,arena en las arenas
El tiempo,el aqua errante,el viento vago
Nos llevo como grano navegante.
Pudimos no encontramos en el tiempo.
Esta pradera en que nos encontramos,
Oh pequeno infinito!Devolvemos.
Pero este amor,amor,no ha terminado,
Y asi como no tuvo nacimiento
No tiene muerte,es como un largo rio,
Solo cambia de tierras y de labios.
...Αντιγραφή απο το νέο CD της Angelique Ionatos.
Στην φωτογραφία είναι η ίδια, την φωτογραφία του NERUDA θα την ποστάρουμε εν καιρώ...
1.8.07
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ,ΛΟΦΟΙ
Πίνακας PICASSO Τι άλλο...;
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ,ΛΟΦΟΙ...
Γυναικείο σώμα,λόφοι λευκοί,πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Είμουνα μόνος κι έρημος,σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός,έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου,στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός,κι εγώ σ’αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ώ, τ’αγγεία του στήθους !Ώ τα μάτια της απουσίας!
Ώ, του εφήβαιου τα δώρα!Ώ, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιάς μου γυναίκας,
υπήκοος θα ’μαι πιστός των θελγήτρων σου.
Δίψα μου,πόθε μου ατελεύτητε,αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές,όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί,και ο καημός ο απέραντος.
PABLO NERUDA
ΕΙΚΟΣΙ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑΝ ΕΛΠΙΔΑ
Μετάφραση:ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ
20.7.07
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Έναν ύμνο λαχτάρησα στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους σαν τις κραυγές
των κυμάτων
στη θάλασσα όταν ο ήλιος στα νέρα της σαν κατακόκκινη σημαία κυματίζει
στη θάλασσα όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη των παρθένων ακτών που καρ-
τερούν διψασμένες
στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν οι άνεμοι τις
βλαστήμιες τους
όταν αστράφτει μέσα στ’ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμόφυρτη σελήνη
στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απροσμέτρητη πίκρα του το κύ
πελλο των Άστρων.
Σήμερα κατηφόρησα απ’το βουνό στην κοιλάδα
κι απ’την κοιλάδα στην θάλασσα.
ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.
Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών τους πάνω στο μο-
νοπάτι
και στην κορφή της κοιλάδας, ο ήλιος
τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος:Θάλασσα!
Μητέρα,Αδελφή,Ερωμένη...!
Μπαίνω μες στους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ μακριά
από τη στεριά.
Τα κύματα έρχονται,με τους εύθραυστους θυσάνους των αφρών και χάνο-
νται μες τη βουή.Προς την ακτή.
Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της
με τα γεωμετρικά της σπίτια
με τις φοινικιές της,έρμαια του ανέμου
που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα σαν αποκρυσταλλωμένες μνή-
μες!
Ω θάλασσα ! Ω Ήλιε .Ω απέραντη κοίτη!
Και ξέρω γιατί σ’αγαπώ.Ξέρω πως είμαστε πολύ γερασμένοι,
κι ότι εμείς οι δύο γνωριζόμαστε εδώ κι αιώνες.
Ξέρω πως στα σεπτά και γελαστά νερά σου πρωτάναψε ο όρθρος της Ζωής.
(Στην τέφρα ενός τριτογενούς απομεσήμερου,ακούστηκαν οι πρώτοι μου
παλμοί στην αγκαλιά σου.)
Ω πρωτεόμορφη,βγήκα από μέσα σου!
Κι οι δυο μας αλυσοδεμένοι και περιπλανώμενοι
κι οι δυο μας με ακόρεστη δίψα γι’άστρα
κι οι δυο μας φως ,αέρας,δύναμη, σκοτάδια
κι οι δυο μας με τις απέραντες επιθυμίες μας,μα και τη φοβερή μας δυστυχία!
Χόρχε Λούις Μπόρχες/ΠΟΙΗΜΑΤΑ/ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Μετάφραση, Εισαγωγή,Σχόλια:Δημήτρης Καλοκύρης
12.7.07
BLIND PEW
Μακριά απ’τη θάλασσα κι από της μάχης τη μανία,
-έτσι τιμά ό,τι έχασε η αγάπη –
ο τυφλός πειρατής τριγυρίζει
σε κάτι χωματόδρομους στη Βρετανία.
Του γάβγισαν σκυλιά πίσ’ από μάντρες,
τον πήραν στο κορόιδο τα παιδιά
κοιμήθηκε άσχημα,ανήσυχο ύπνο
στα μαύρα χώματα μιας ρεματιάς.
Ήξερε όμως πως, μακριά,σε χρυσαφιά ακρογιάλια
ένας κρυμένος θησαυρός τον περιμένει
κι έτσι η ψυχή του ησυχάζει αλαφρωμένη.
Όπως κι εσένα,σ’άλλα χρυσαφιά ακρογιάλια
σε περιμένει ένας θησαυρός αρχαίος:
ο μέγας θάνατος,ο ακαθόριστος και αναγκαίος.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ποιήματα
Ελληνικά Γραμμάτα