27.2.09

H ΘΑΛΑΣΣΑ


H ΘΑΛΑΣΣΑ

Χρείαν έχω θαλάσσης― να ’ναι δασκάλα μου:
αγνοώ άν μου μαθαίνει μουσική ή συνείδηση:
αγνοώ άν είναι κύμα μόνο ή μύχια ουσία
ή απλώς βραχνή μια φωνή εκεί ή απαστραπτούσα
εικασία ιχθύων καιπλεουμένων.
Το γεγονός είναι ότι εγώ, και στον ύπνο μου ακόμα,
με κάποιον τρόπο κυκλοφορώ μαγνητικόν
στο σύμπαν ελεύθερος μέσα των κυμάτων.
Δεν είμαι μόνο τ’ αλλοιωμένα όστρακα
λες και κάποιος πλανήτης τρεμάμενος
αναγγέλλει ενθάδε θάνατον αργό,
όχι,
Μέσ’ απ’ τ’ αποσπάσματα
ανασυνθέτω το όλον της ημέρας,
με μιά ριπή άλατος τον σταλακτίτη
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.

Φυλάττω ό,τι ήδη μ’ εδίδαξε: τον αέρα,
τον αδιάκοπον άνεμο, το νερό και την άμμο.

Μοιάζει λειψή στο νέο παιδί
που ’ρθε ’δώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
κι όμως ο παλμός που αδυνάτιζε τη δόνησή του
πέφτοντας τυφλά στην άβυσσό της,
το ψύχος του γαλάζιου που εκροτάλιζε,
η στείρωση των αστέρων,
η τρυφερή κάθαρση του κύματος
που σπαταλάει χιόνια στούς αφρούς του,
η ήρεμη ισχύς, εδώ, που ορίστηκε
λίθινος θρόνος στων βυθών τα βάθη,
αντικατέστησε τον περίβολο όπου αβγάταιναν
η πείσμων θλίψη και η αύξουσα λήθη
κι άλλαξε άξαφνα εντελώς την υπαρξή μου:
προσχώρησα στο καθαρό, στο άμειχτο κίνημα.

PABLO NERUDA
Η στείρωση των αστέρων
Μτφρ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ

19.2.09

ΕΓΩ


ΕΓΩ

Το κρανίο, η κρυφή καρδιά,
οι δρόμοι του αίματος που δε βλέπω,
οι σήραγγες του ονείρου, αυτός ο Πρωτέας,
τα έντερα, ο σκελετός, ο αυχένας.
Είμαι όλ’ αυτά. Απίστευτο,
αλλά είμ’ ακόμα η μνήμη ενός σπαθιού
κι ενός μοναχικού ήλιου που δύει
και γίνεται χρυσάφι, ίσκιος, τίποτα.
Είμαι αυτός που βλέπει τις πλώρες από το λιμάνι·
είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες, καταπομημένες απ’ το χρόνο·
είμαι αυτός που ζηλεύει όσους έχουν κιόλας πεθάνει.
Ακόμα πιο παράξενο είναι να ’σαι
ο άνθρωπος που πλέκει λέξεις μέσα σε μιά κάμαρα.

Jorge Luis Borges
Μτφρ.Αργύρης Χιόνης

12.2.09

CANTO XX


CANTO XX
(απόσπασμα)

Και τι κερδίσανε λοιπόν με τον Οδυσσέα
αυτοί που βρήκανε το θάνατο στη δίνη των κυμάτων
κι ύστερα από τόσους, τόσους μάταιους κόπους
ζώντας με κρέατα κλεμμένα και αλυσοδεμένοι να τραβάνε το κουπί
για να πάρει αυτός τη μεγάλη δόξα και τη νύχτα να πλαγιάζει
μαζί με τη θεά;
Τα ονόματα τους δεν τα ’γραψε κανείς στον μπρούτζο
μήτε μείναν τα κουπιά τους μαζί με τα κουπιά του Ελπήνορα.
Αυτοί δεν είδανε ποτέ τα λιόδεντρα της Σπάρτης
με τα φύλλα πράσινα με τα φύλλα μαραμένα
με το φώς να τρεμοπαίζει στα κλαδιά.
Δεν είδανε ποτέ τους τα μεγάλα δώματα το τζάκι
μήτε τους περίμεναν οι παρακόρες της βασίλισσας να πλαγιάσουνε μαζί
μήτε πήρανε στο ανάκλιντρο την Κίρκη παρακοιμωμένη,
την Κίρκη την Τιτάνια
μήτε γευτήκανε ποτέ τα σουβλιστά της Καλυψώ
και το μετάξι της χλαμίδας της δεν άγγιξε ποτέ τα γόνατά τους.
Δώσε! Τι τους δόθηκε αυτονώνε. Μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά.
Φαρμάκι, μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά
κι ένα μνήμα αλατισμένο δίπλα στο χωράφι των βοδιών
νήσον αμίμονα ― τα κεφάλια τους σαν θαλασσινά κοράκια
μέσα στους αφρούς
Μαύρες κηλίδες, φύκια κάτω από το φώς της αστραπής.
Κονσερβαρισμένα τα βόδια του Απόλλωνα, δέκα κονσέρβες
για κάθε βάρκα.

Ezra Loomis Pound 1885-1972
Μτφρ.Άρης Αλεξάνδρου

5.2.09

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Λένε πως, κάποτε, σε χρόνια περασμένα
τότε που έγιναν τόσα και τόσα,
πραγματικά, φανταστικά η ξεχασμένα,
κάποιος καταπιάστηκε με το γιγάντιο

έργο να καταγράψει ολόκληρο το σύμπαν
σ’ ένα βιβλίο· και με ζήλο παράφορο,
σκυμμένος έμεινε στο απέραντο γραφτό του
μέχρι που χάραξε και τον τελευταίο στίχο.

Την τύχη ήταν έτοιμος να ευχαριστήσει
όταν, σηκώνοντας τα μάτια, είδε πέρα
ένα ασημένιο δίσκο στον αέρα
κι έτσι κατάλαβε πως είχε λησμονήσει

το φεγγάρι. Πρόκειται για επινοημένη ιστορία,
όμως μας δείχνει αρκετά καλά ποιά είν’ η πορεία
κι η μοίρα όσων για επάγγελμα έχουμε διαλέξει
να μεταγράφουμε τη ζωή λέξε προς λέξη.

Πάντοτε χάνεται το πιο σπουδαίο όμως.
Για κάθε τι υπερφυσικό θεωρείται νόμος
που βέβαια εξαιρεσή του δε θ’ αποτελέσει
αυτή η περίληψη της εμπλοκής μου στη σχέση

με το φεγγάρι. Που το πρωτοείδα; Δε θυμάμαι πιά
αν ήταν σ’ εκείνο τον προηγούμενο ουρανό
των ελλήνων η σε κάποιο βράδυ μακρινό,
καθώς σκοτείνιαζε στην αυλή μας το πηγάδι και η σκιά.

Λένε πως η αλλοπρόσαλλη ζωή μας
γίνεται που και που πολύ ωραία
κι έτσι ωραία ήταν και το βράδυ που μ’ εκείνη
σε μοιραζόμασταν και σε κοιτούσαμε, σελήνη.

Μα πιο πολύ απ’ των νυχτερινών βλεμμάτων
θυμάμαι εκείνα τα φεγγάρια των ποιημάτων:
το Dragon moon σκορπίζοντας τον τρόμο μαγεμένο
και του Κεβέδο το φεγγάρι ματωμένο.

Κι ο Ιωάννης, στο βιβλίο εκείνο με τα σημεία
τα φοβερά, τις τρομερές φωνές, έκανε μνεία
σε κατακόκκινα φεγάρια πυρωμένα.
Υπάρχουν όμως και λαμπρότερα φεγγάρια, ασημένια.

Ο πυθαγόρας (αφηγείται μια παράδοση)
σ’ έναν καθρέφτη έγραψε με το αίμα του χεριού
κι ο κόσμος διάβαζε την αντανάκλαση
μέσα στο κάτοπτρο του ουράνιου φεγγάριου.

Σε σιδερένιο δάσος ζει ένας λύκος αιμοσταγής
που η παράξενη μοίρα του είναι να γκρεμίσει
το φεγγάρι και με τα δόντια του να το τσακίσει
όταν ροδίσει η θάλασσα της τελευταίας αυγής.

( Αυτό το ξέρουν στο βορρά απ’ των προφητών
τα οράματα κι ακόμα ξέρουν πως κείνο το βράδυ
θα ξεχυθεί στα πέλαγα του κόσμου το καράβι
που είναι φτιαγμένο από τα νύχια των νεκρών.)

Κάποτε, στη Γενεύη η στη Ζυρίχη,
όταν να γίνω θέλησε κι εγώ ποιητής η τύχη
χρεώθηκα το μυστικό, τη φοβερή ευθύνη
να περιγράψω, όπως όλοι, τη σελήνη.

Με κέφι, ομοιοκαταληξίες και κανόνες
πολλών ειδών συνδυασμούς έχω σκιτσάρει
μα, με το φόβο συνεχώς ότι ο Λουγκόνες
θα είχε ήδη εκμεταλλευτεί το κεχριμπάρι

ή την άμμο. Μέσ’ από στίχους που κανείς τους
δε θ’ αξιωθεί να φτάσει στο τυπογραφείο
εξωτικά αναδύθηκαν φεγγάρια από μαόνι
από καπνό, από φίλντισι η παγωμένο χιόνι.

Σκέφτηκα πως του ποιητή είναι δικαιωμά του
να δίνει, όπως ο Αδάμ του Παραδείσου,
στο καθετί το απόλυτο κι αληθινό εξίσου
άγνωστο μέχρι τώρα όνομά του.

Το ’πε Αριόστο: ο χρόνος και τα όνειρα
συγκατοικούν στο ακαθόριστο φεγγάρι
μαζί με ό, τι χάνεται στα σύνορα
του νοητού: στης πιθανότητας το ζάρι.

Ο Απολλόδωρος από την τρίμορφη Άρτεμη,
με άφησε μια μαγική να διακρίνω σκιά·
απ’ τον Ουγκό ένα χρυσό δρεπάνι έχει απομείνει
και κάποια μαύρη, τραγική, ιρλανδέζικη σελήνη.

Κι όπως ξετύλιγα όλο τούτο το κουβάρι
με την αλλόκοτη σεληνιακή μυθομανία,
άστραψε ξαφνικά από τη γωνία,
εξαίσιο, όπως κάθε νύχτα, το φεγγάρι.

Ξέρω πως απ’ τις λέξεις όλες μόνο μία
το φέρνει κατευθείαν στο νού και το ορίζει.
Το μυστικό είναι να την πεις με χάρη
και ταπεινότητα. Η λέξη είναι φεγγάρι.

Δε θα τολμούσα την ακηλίδωτη να σπιλώσω
όψη του με μια μάταιη παρομοίωση δικιά μου.
Το βλέπω ανερμήνευτο, οικείο, κι ωστόσο
τόσο απόμακρο μαζί απ’ τα γραφτά μου.

Ξέρω πως το φεγγάρι ή, μάλλον, η λέξη φεγγάρι
Είναι μονάχα μια εκδοχή που επινοούμε
για το περίπλοκο κι απλό μαζί γλωσσάρι
του πολλαπλού παράδοξου που αποτελούμε.

Είναι ένα από τα σύμβολα που η λογοτεχνία
ή όχι η τύχη μάς χαρίζει ώστε μια μέρα
μέσα σε έκσταση υπερούσια και αγωνία
να γράψουμε το αληθινό όνομα του στον αέρα.

Jorge Luis Borges
Μτφρ.Δημήτρης Καλοκύρης