29.11.07

''ΑΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΝΑ ΔΙΑΛΕΓΑ''


"Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα"
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ ) :

«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο 'Αγιον'Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»

...Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.
1901. Τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ηρακλείου.
'Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση.

Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου 'κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.

Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας "διανοούμενος" σ' ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον 'Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την 'Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου.

Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ' αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.
1915

Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.

Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, "για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες" έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό" (μ' έλεγε αφεντικό και γελούσε) "εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»

Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου' χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν' ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ' ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να' χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης.

Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ' ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν' ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 1883-1957

...Και η συναντησή του με τον Οδυσσέα.

Ήσουν,πώς μπορούσα να μη σε γνωρίσω ευτύς,ήσουν εσύ,Καραβοκύρη της Ελλάδας,
παππού,τρίσπαππου αγαπημένε!Με το σκούφο το μυτερό,με το ανεχόρταγο
τετραπέρατο μυαλό,που πλάθει μύθους και χαίρεται το ψέμα σαν έργο τέχνης,αρπαχτάρης,
πεισματάρης,συγκεντρώνοντας μαστορικά του ανθρώπου τη φρονιμάδα με τη θεία παραφροσύνη,όρθιος στο καράβι της Ελλάδας,και δεν παρατάς,πόσες χιλιάδες χρόνια τώρα,
πόσες χιλιάδες χρόνια ακόμα,το τιμόνι.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

...Μικρή συμβολή για τον εορτασμό των 50 χρόνων από τον θανατό του!

28.11.07

ΟΛΑ ΣΤΡΑΒΑ ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΑ




Όλα στραβά κι ανάποδα εδώ κάτω,
βογκάει ο πόνος, δέρνετ’ η οργή,
και το ποτήρι πίνουμε ως τον πάτο,
όποιοι τους είναι αδύνατη η φυγή.

Αδύνατη η φυγή είναι και για μένα,
μα πια δεν κλαίω και μήτε πολεμώ,
προσμένω με τα χέρια σταυρωμένα
τον ανεπάντεχό μου λυτρωμό.

…Πικρότατη ψυχή, που το ’χες τάμα
τη μοίρα μου τη στρίγκλα να βοηθάς,
που ήσουν θεός και δαίμονάς μου αντάμα,
που έφυγες κι όμως πάντα μ’ ακλουθάς.

Φαρμακερή μου οχιά, που με τυλίγεις
στις δίπλες σου, ολέθριο ερπετό,
που μήτε μ’ απολάς, μήτε με πνίγεις,
το σπλάχνος σου έχω πάψει να επαιτώ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ένα κρυφό, μουγκό, τεράστιο πείσμα
την ύπαρξή μου ακόμα συγκρατεί,
δέχομαι της ζωής το αιώνιο σείσμα
κατάσταση σα να ’ναι υποφερτή…

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

...ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ


«...Παρότι η ψυχή με υποχρεώνει να ανήκω στη γενιά των
ρομαντικών,δεν βρίσκω ανάπαυση παρά μόνο στην ανάγνωση
των κλασικών.Ακόμα και η στενότητά τους,μέσα από την
οποία εκφράζεται η καθαρότητά τους,με παρηγορεί δεν ξέρω
από τι.Αποκομίζω μια εύθυμη εντύπωση απέραντης ζωής,
που ατενίζει μεγάλες εκτάσεις χωρίς να τις διατρέχει.
Ακόμα και οι ειδωλολάτρες θεοί αναπαύονται από το μυστήριο...»

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ τομος Α
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΣΟΑΡΕΣ / ΕΞΑΝΤΑΣ

...Το βρίσκω περριτό αλλά ας μου το συγχωρήσουν οι παλιοί
φίλοι του blog,το ΜΠΕΡΝΑΝΤΟ ΣΟΑΡΕΣ είναι ακόμη ένα από τα
ψευδώνυμα του ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ...

22.11.07

ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΑΥΡΑ


Θαλασσινή αύρα

Η σάρκα εθλίβη, αλλί! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγω! Εκεί να φύγω! Νιώθω με πόση γοητεία
Μεθούν τα πουλιά ανάμεσα σε αφρούς και σε ουρανό!
Τίποτα, ούτε αρχαίοι κήποι σε ματιών κατοπτρισμό,
Δεν σταματά την καρδιά αυτή που η θάλασσα διαβρέχει,
Νύκτες! Ούτε το έρημο φως της λάμπας μου που αντέχει
Πάνω στο χαρτί τ' άδειο, λευκότητα αμυντική
Κι ούτε η νεαρή γυναίκα η θηλάζουσα το παιδί.
Θα φύγω! Πλοίο, έχοντας την εξάρτιση λικνίσει,
Την άγκυρά σου σήκωσε για ξωτική μια φύση!
Μια ανία, συντριμμένη απ' των ελπίδων το δαρμό,
Στων μαντηλιών πιστευει το στερνό χαιρετισμό
Ακόμα! Κ' ίσως οι ιστοί που καλούν τις τρικυμίες
Είναι απ' αυτούς που ο άνεμος γέρνει σε ναυαγίων λείες,
Χωρίς ιστούς, χωρίς ιστούς ούτε ευφορα νησιά...
Μα, το άσμα των ναυτών άκου, ω φευγάτη μου καρδιά!

Στεφάν Μαλλαρμέ/Μετ. Γ. Πατριαρχέας
http://metafraseis.blogspot.com/

21.11.07

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΕΘ ΜΕΧΙΑΣ




ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΕΘ ΜΕΧΙΑΣ

1. Το χτύπημα κι ο θάνατος

Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει εν' αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ' άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ' ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ' άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ' αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ' αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ' όλα τα ρολόγια.
Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα


Νίκος Γκάτσος
(1911-1992)
...Ολο το ποίημα το έχει μελοποιήσει ο Ξαρχάκος σε απόδοση επίσης του Γκάτσου
πριν αρκετά χρόνια σε βινύλιο βέβαια, και ήταν εξαντλημένο, τελευταία για κάποιους
που το έψαχναν φανατικά κυκλοφόρησε σε δισκάκι ακτίνας όσοι πιστοί του ΙΓΝΑΘΙΟ
αναζητήστε το...

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου 'χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ' στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν' αδειάζω
όπως συνήθειο το 'χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ' άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.

Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ' αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ' το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, -
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ' αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ' τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ' όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ' τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι' αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ' αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.


Εουτζένιο Μοντάλε



Μετάφραση: Δημήτρης Νικολαρεΐζης
(1908-1981)

16.11.07

COMO EL TORO


COMO EL TORO

Como el toro he nacido para el luto
y el dolor, como el toro estoy marcado
por un hierro infernal en el costado
y por varón en la ingle con un fruto.

Como el toro lo encuentra diminuto
todo mi corazón desmesurado,
y del rostro del beso enamorado,
como el toro a tu amor se lo disputo.

Como el toro me crezco en el castigo,
la lengua en corazón tengo bañada
y llevo al cuello un vendaval sonoro.

Como el toro te sigo y te persigo,
y dejas mi deseo en una espada,
como el toro burlado, como el toro.



ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ

Σαν τον ταύρο για το πένθος έχω µοίρα
και για τον πόνο σαν τον ταύρο έχω σηµάδι
στο πλευρό µου µ' ένα σίδερο του Άδη
και του ßουßώνα τον καρπό ανδρισµού πείρα.

Σαν τον ταύρο που µου τη µετράει λίγη
την καρδιά που σαν απέραντη φαντάζει,
της µορφής σου ο έρωτας µε αναγκάζει,
σαν τον ταύρο να σου φωνάζω ό, τι µε πνίγει.

Σαν τον ταύρο µες στα σίδερα ωριµάζω
στην καρδιά µου έχει η γλώσσα µου ßαφτεί
κι έχω µέσα στο λαιµό έναν ήχο µαύρο.

Σαν τον ταύρο ακολουθώ και σε κοιτάζω
και τον πόθο µου αφήνεις σε σπαθί,
σαν τον ταύρο να γυρίζω σαν τον ταύρο

MIGUEL HERNANDEZ
Εκδόσεις Μπιλιέτο/Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης

...Ακόμη ένας PICASSO σαν τον ταύρο...

14.11.07

ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΕΣ


Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Η ΠΟΡΤΑ

Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
’σπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΕΛΕΓΕΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους
κήπους
και τις πολιτείες μας.
Πάνω στοχώμα σου Είμαστε . 'Εχουμε πατρίδα.
'Εχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του
πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται
στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.
'Ετσι μας μίλησε η καρδιά σου.

Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Το πρώτο σου παιχνίδι , Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.
'Επαιξες τη φωτιά.'Επαιξες το Χριστό.'Επαιξες
τον Αϊ Γιώργη και το Διγενή.
'Επαιξες τους δείχτες του ρολογιού που
κατεβαίνουν τα μεσάνυχτα.
'Επαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν
υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

ΥΜΝΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Σε σας αδέρφια μου εμείς
χρωστάμε τη ζωή μας,
το αίμα μας, το σώμα μας
την ύστερη πνοή.
Ζητήσατε κάτι κακό;
Δόξες ή μεγαλεία;
'Οχι ! Ζητήσατε απλά
λίγη ελευθερία.
Η λευτεριά στους 'Ελληνες
είν' όλη η ζωή τους
κι όταν τη χάσουν
δίνουνε το αίμα, την πνοή τους.

ΑΝΩΝΥΜΟΥ

12.11.07

ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ


Απροσάρμοστοι

Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές

που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία

μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές

και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,

κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·

οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά

και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει

να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική

και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά

τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.

Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά

να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά

-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας την αγάπη

κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά

όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,

αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου

νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή

η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί

οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση

κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί

και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά

να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,

τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά

κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής

να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι

τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής

και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί

κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,

να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί

στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί

να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,

να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί

και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τρακτέρ/Ποιήματα 1930-196Ο/ Αθήνα/ εκδ. Κέδρος/ 1972.

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ

Κοριτσάκι μου

Κοριτσάκι μου,
μὲς στὸ βουβὸ πηγάδι τοῦ φεγγαριοῦ
σοῦ ῾πέσε ἀπόψε τὸ πρῶτο δαχτυλίδι σου.

Δὲν πειράζει.

Ἀργότερα θὰ φτιάξεις ἄλλο
νὰ παντρευτεῖς τὸν κόσμο μὲς στὸν ἥλιο.

Γιατί δὲν εἶναι κοριτσάκι
νὰ μάθεις μόνο ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει,
εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ
δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις
Νὰ τὸ θυμᾶσαι κοριτσάκι.



Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν τὸν ὕπνο σου.
Θέλω νὰ σοῦ φέρω ἕνα περιβολάκι
ζωγραφισμένο μὲ λουλουδόσκονη
πάνω στὸ φτερὸ μιᾶς πεταλούδας
νὰ σεργιανάει τὸ γαλανὸ ὄνειρό σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω
ἕνα σταυρουλάκι αὐγινὸ φῶς
δυὸ ἀχτίνες σταυρωτὲς ἀπὸ τοὺς στίχους μου
νὰ σοῦ ξορκίζουν τὸ κακὸ
νὰ σοῦ φωτᾶνε μὴ σκοντάψεις.


ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ


Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν στὸν ὕπνο σου.
Κοιμήσου κοριτσάκι.
Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πρέπει νὰ μεγαλώσεις.

Εἶναι μακρὺς
μακρὺς
μακρὺς ὁ δρόμος.

Τὸ παιδί μου κοιμήθηκε
κι ἐγὼ τραγουδάω...

Δύσκολα εἶναι, κοριτσάκι,
στὴν ἀρχή.

Τί νὰ πεῖς, δὲν ξέρεις.
Δύσκολα εἶναι στὴν ἀρχή.

Γιατί δὲν εἶναι, κοριτσάκι,
νὰ μάθεις μόνο
ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει.

Εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου,
εἶναι νὰ φτιάχνεις, κοριτσάκι,
τὴν εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις.

Νὰ τὸ θυμᾶσαι, κοριτσάκι.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

10.11.07

ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας"
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
- μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες -
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
...Το θέμα του πίνακα το αφήνω σε ελεύθερους
συνειρμούς με βάση το:''μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες''

Ο ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ


Ο ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ

Ο Κούμπλα Χαν στο Ξαναδού είχε κάμει
παλάτι αρχοντικό και του έρωτα φωλιές,
εκεί όπου ο Αλφ κυλούσε, το ιερό ποτάμι,
μέσ’ από θεόρατες σπηλιές
σε ανήλιες κάτω ακρογιαλιές.
Δυό φορές πέντε μίλια γης παχιά
ζωσμένη ήταν με πύργους και τοιχιά·
και μέσα ρυάκια φιδωτά σε κήπους λαμπυρίζαν,
όπου μυριστικών δεντρών μεθούσ’ η ανθοβολή·
και μέσα λόγγοι εδώ κι εκεί στον ήλιο πρασινίζαν,
σαν τα βουνά, τόσο παλιοί.
Μα, ω! η ρομαντική χαράδρα, η βουλιαγμένη
κάτω απ’ των κέδρων τη σκεπή, στην πράσινη πλαγιά!
τι αγριοτοπιά! ιερή και μαγεμένη,
λες κι είναι από γυναίκας θρήνο στοιχειωμένη,
που κλαίει γι’ αγάπη ξωτικού σε χασοφεγγαριά!
Κι απ’ τη χαράδρα με άπαυτην αντάρα χοχλακώντας,
σαν η ίδια η γης να ξεφυσά με κόπο αγκομαχώντας,
μεγάλη ανάβρα ορμητικά τινάζει τα νερά της·
και στο ανεβοκατεβαστό γοργό ξεπέταμά της
πελώρια βράχια αναπηδούν, στην πλάκα όπως χαλάζι,
ή όπως διράβδι τα σπυριά στο άχυρο αναταράζει:
και μες στο χοροπήδημα των κοτρωνιών, ολοένα
ξεχύνει ξάφνου ο ποταμός με ορμή νερά αφρισμένα.
Όλο μαιάντρους το ιερό ποτάμι πέντε μίλια
σε λόγγους και σε λαγκαδιές κλωθοκυλά,
στα θεόρατα έφτανε από ’κεί τα σπήλια
και με βροντή βούλιαζε πια σε πέλαα σιωπηλά:
και στη βροντή του ο Κούμπλας γρίκαε μακρινές
προγονικές και πολεμόχαρες φωνές!

Ο ίσκιος τού παλατιού ως άλλάργα
στα κύματα έπλεχε, κι εκεί
απ’ τις σπηλιές κι απ’ την ανάβρα
σμιχτή γρικιόταν μουσική.
Μαστοριάς σπάνιας ήταν θάμα,
λιοπάλατο και κρουσταλλοσπηλιές αντάμα!

Μιά αρχοντοπούλα με τη λύρα
στ’ όνειρό μου είδα μιά φορά!
Της Αβησσύνιας ήταν κόρη
κι έψελνε της Αβόρας τα όρη,
κρούοντας τα τέλια τ’ αργυρά.
Να ξανακούσω μέσα μου αν μπορούσα
και τη φωνή και το σκοπό,
απ’ αναγάλλια τόσο θα σκιρτούσα,
που με πλατύν αχό και χαρωπό
θά ’σταινα το παλάτι στον αέρα,
λιοπάλατο και κροσταλλοσπηλιές!
Κι όσοι γρικούσαν, θα τα βλέπαν εδωπέρα
κι όλοι θα κράζαν: Κάντε πέρα! πέρα!
τα μάτια του πετούν φωτιές
κι η κόμη του είν’ ανεμιστή!
Ζώστε τον τρίδιπλα μπρος-πίσω
και κλείστε μ’ ιερό δέος τα μάτια ευτύς,
τι αυτός το μάννα έχει γευτεί
κι έπινε γάλα παραδείσιο.

SAMUEL TAYLOR COLERIDGE
Μετάφραση: Γ.Ν. Πολίτης

8.11.07

Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΡΓΚΑΝ ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ


Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΡΓΚΑΝ ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ

Κάποτε ήμουν Πειρατής,ήμουνα μπουρλοτιέρης
Μα τώρα αποσύρθηκα,πήρα τη συνταξή μου
Και στην Πλατεία Μπλουμσμπέρυ διορίστηκα πορτιέρης
Γι’αυτό με βλέπετε αραχτό δω πέρα,στη βολή μου.

Οι πέρδικες μ’αρέσουνε,τούς φασιανούς γουστάρω
Μ’αρέσει και του Ντεβονσαιρ η κρέμα σε μπωλάκι
Αν με κεράσουνε ποτό,βεβαίως θα το πάρω
Κι όταν τελειώσω τη δουλειά,μπορώ να φάω ψαράκι.

Είμαι κομμάτι άξεστος, καλούς δεν ξέρω τρόπους
Μα θα με δείτε πάντοτε κομψό,καλοβαλμένο
Γιατί έχω τσίλικο παλτό κι αρέσω στους ανθρώπους
Που λεν για μένα «Τι γατί!Σπαθί και ξηγημένο!»

Στην Μπαρμπαριά ναυάγησα,βγήκα μισοπνιγμένος
Και βραχνιάσα και δεν μπορώ να γλυκονιαουρίσω
Ακόμα όμως μ’αγαπούν-δεν είμαι φαντασμένος-
Και με ποθούν τα θηλυκά,χωρίς να προσπαθήσω.

Και τώρα,ακούστε,αν θέλετε με σας κάτι να γίνει
(Φεημπέρ και Φεημπέρ είμαστε,ποιός τάχα δεν το ξέρει;)
Και χρόνο θα γλιτώσετε και ψυχική οδύνη
Μόνο αν φίλο έχετε τον Γάτο τον Πορτιέρη!

ΜΟΡΓKAN
ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΊΔΙΟ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΓΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΠΟΣΟΥΜ
T.S.ELIOT ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

«ΣΑΣ ΓΡΑΦΩ ΣΥΧΝΑ ΚΑΙ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΛΥ ΓΙ'ΑΥΤΟ »


«Σας γράφω συχνά,και ντρέπομαι πολύ γι’αυτό»
«Συχωρήστε τα σπάραχνα που γυρεύουν αέρα»
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ


Δυσπνέεις.Κατανοητό.
Πνιγηρή του καθενός μας η δύση.
Κάνε όμως κάτι,σκαρφάλωσε
η
χτύπα συνθηματικά τον τοίχο
του διπλανού τρόμου
η
έστω θυμήσου λίγο παράθυρο
άσε κουφωτό ένα λάθος
να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος
ίσα να φέγγει να διακρίνεις
να μη χτυπάς επάνω στις κόγχες
της επίγνωσης.

Περιττό περιττό,
πότε το λίγο φώς που μπαίνει
από έναν κουφωτό άνθρωπο
κατανόησε το ορθάνοιχτο;
απαντάς κι αφήνοντας πίσω το νόημα
βρόντηξες με πάταγο το περιττό
ξεχνώντας πως του οφείλεσαι
αποκλειστικά


εκείνο έπεισε
την ξεροκέφαλη ανυπαρξία
να επιτρέψει την ύπαρξη
μόνον αυτή θα σε κάνει διάσημη
της είπε
αλλιώς θα παραμείνεις στην αφάνεια
μια αβλαβής εσαεί ανυπαρξία


κι εκείνο σε μετέφερε
από την εκεί σου έρημο στην εδώ
καβάλα στο πειθήνειο αναγκαίο
-ταλαίπωρο να γονατίζει
πιο εξαντλημένο κι απ’την υπομονή.
Αλλά του περιττού ο βούρδουλας πέφτει
ζωογόνος.


Το ξεχνάς
σα να μη σε δίδαξε η τόση αντίφαση
ότι χωρίς το περιττό
στιγμή δε ζεί το απαραίτητο.


Σύμφωνοι,περιττός ο άνθρωπος
όμως για κάποιο λόγο αιώνια δες
τι απαραίτητος του είναι
του θανάτου.


Περιττός θάνατος
δεν είναι και ο έρωτας;
Ναι,αλλά του είναι απαραίτητο να ζήσει
την αναγκαία αθανασία του ονείρου.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ / ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ / ΙΚΑΡΟΣ

6.11.07

ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ


ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ
Θυμίαμα , ποικίλα

Καλώ τον Πάνα,
ισχυρό , ποιμενικό, του κόσμου σύμΠαν,
και θάλασσα και ουρανό
και γη, βασίλισσα των πάντων,
κι αθάνατη φωτιά
γιατί όλα αυτά αποτελούν τον Πάνα.
Έλα , μακάριε ,πηδηχτή, που όλο τρέχεις γύρω-γύρω,
και που μοιράζεσαι το θρόνο με τις ώρες
εσύ με τα τραγίσια μέλη, ο βακχικός
και που σ’αρέσει να μανιάζεις ,
εσύ που ζεις στα σπήλαια
με παιχνιδιάρικο σκοπό
ψάλλεις εσύ την αρμονία του κόσμου,
τις φαντασιώσεις επαυξάνεις
και τρομερούς κάνεις τους φόβους των θνητών
που χαίρεσαι με τους γιδοβοσκούς στα όρη και στα ρυάκια,
εύστοχος κυνηγός και φίλος της Ηχούς
και των νυμφών συγχορευτής
όλες τις φύσεις έχεις και όλα τα γεννάς,
Θεέ με τα πολλά ονόματα
στον κόσμο κυριαρχείς,όλα τ’αυξάνεις,
φέρνεις το φώς*, Παιάνα καρποφόρε
χαίρεσαι μέσα στις σπηλιές και τρομερά θυμώνεις,
είσαι στ’αλήθεια ένας Δίας κερασφόρος.
Γιατί χάρη σε σένα βρίσκει στήριγμα
η άπειρη της γης πεδιάδα
και της ακάματης θάλασσας υποχωρεί
τ’ορμητικό νερό
κι ο Ωκεανός με τα νερά γύρω απ’τη γη φιδογυρίζει
εσύ ’σαι το κομμάτι της τροφής
που βρίσκεται μες στον αέρα,
σπίθα ζωής,
κι είσαι το μάτι της πανάλαφρης φωτιάς
που υψώνεται στην κορυφή.
Γιατί όλα αυτά τα θεία με τις πλήθος ερμηνείες
πορεύονται ακολουθώντας
δικές σου προσταγές
κι αλλάζεις τις φύσεις των πάντων
με τις δικές σου εμπνεύσεις,
βόσκοντας των ανθρώπων τη γενιά
μέσα στον άπειρο τον κόσμο.
Όμως,μακάριε ,βακχευτή, που αγαπάς την τρέλα,
δέξου τις ιερές αυτές σπονδές
και χάρισε
τέλος καλό του βίου
τον πανικό τον οίστρο διώχνοντας
στα πέρατα της γης.

*Μπορεί να είναι σύμπτωση το ότι ο Πάνας ονομάζεται φωτοδότης,ενω και ο χριστιανικός Πάνας ,δηλαδή ο Σατανάς,που έχει τη μορφή του Πανός,ονομάζεται και στη χριστιανική παράδοση Εωσφόρος,αυτός που φέρνει το φώς.Ισχύει και στα Λατινικά ως Lucifer.Πάντως, τόσο Εωσφόρος όσο και Lucifer είναι ο πλανήτης Αφροδίτη , ο Αυγερινός.

ΟΡΦΕΩΣ ΥΜΝΟΙ/ΤΩΝΙΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ/ΕΞΑΝΤΑΣ

5.11.07

2.11.07

MAL DU DEPART



MAL DU DEPART

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα' χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Νίκος Καββαδίας/Μαραμπού/Εκδόσεις Άγρα