29.6.07

(...Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά...)


FEDERICO GARCIA LORCA

Στο Θανάση Καραβία

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι..
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταύροφοροι.

Παντιέρες πάγαιναιν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο- πορεία προς το βορια.
Τράβα μπροστά- ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.

Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’έφεραν, κατσίβελε,στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι ’Αφέντη μου, με τι να στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το παρφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν απο πίσω
κ’ισα εν’ αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σώρο.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
Μέσ’απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη,φτενή δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή Πούσι Άγρα 2005

28.6.07

ANYWHERE OUT OF THE WORLD


Anywhere Out of the World


This life is a hospital where every patient is possessed with the desire to change beds; one man would like to
suffer in front of the stove, and another believes that he would recover his health beside the window.
It always seems to me that I should feel well in the place where I am not, and this question of removal is one
which I discuss incessantly with my soul.
'Tell me, my soul, poor chilled soul, what do you think of going to live in Lisbon? It must be warm there, and there
you would invigorate yourself like a lizard. This city is on the sea-shore; they say that it is built of marble
and that the people there have such a hatred of vegetation that they uproot all the trees. There you have a landscape
that corresponds to your taste! a landscape made of light and mineral, and liquid to reflect them!'
My soul does not reply.
'Since you are so fond of stillness, coupled with the show of movement, would you like to settle in Holland,
that beatifying country? Perhaps you would find some diversion in that land whose image you have so often admired
in the art galleries. What do you think of Rotterdam, you who love forests of masts, and ships moored at the foot of
houses?'
My soul remains silent.
'Perhaps Batavia attracts you more? There we should find, amongst other things, the spirit of Europe
married to tropical beauty.'
Not a word. Could my soul be dead?
'Is it then that you have reached such a degree of lethargy that you acquiesce in your sickness? If so, let us
flee to lands that are analogues of death. I see how it is, poor soul! We shall pack our trunks for Tornio. Let us go
farther still to the extreme end of the Baltic; or farther still from life, if that is possible; let us settle at the Pole. There
the sun only grazes the earth obliquely, and the slow alternation of light and darkness suppresses variety and
increases monotony, that half-nothingness. There we shall be able to take long baths of darkness, while for our
amusement the aurora borealis shall send us its rose-coloured rays that are like the reflection of Hell's own
fireworks!'
At last my soul explodes, and wisely cries out to me: 'No matter where! No matter where! As long as it's out
of the world!'

Charles Baudelaire

26.6.07

Η''ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΩΔΗ'' ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


(…Αποβάθρα που καθρεφτίζεται μαύρη πάνω στ’ακίνητα νερά,
φασαρία πάνω στα καράβια,
ω ψυχή περιπλανώμενη και ασταθής των ταξιδευτών,
των συμβολικών ανθρώπων που περνούν και που τίποτα μ’
αυτούς δεν διαρκεί,
γιατί όταν το πλοίο επιστρέφει στο λιμάνι
πάντα κάτι έχει αλλάξει στον κόσμο του!

Ω συνεχείς αποδράσεις,αναχωρήσεις,μεθύσι του
Διαφορετικού!
Αιώνια ψυχή των θαλασσοπόρων και των θαλάσσιων
ταξιδιών!
Σκαριά που καθρεφτίζονται αργά στο νερό,
όταν το πλοίο βγαίνει από το λιμάνι!
Να επιπλέεις σαν την ψυχή της ζωής,να ταξιδεύεις σαν φωνή,
να ζεις τη στιγμή τρέμοντας πάνω στα αιώνια νερά.
Να ξυπνάς για μέρες παρθενικότερες από τις μέρες
της Ευρώπης,
να βλέπεις μυστηριώδη λιμάνια πάνω στη μοναξιά
των θαλασσών,
να προσπερνάς μακρινά ακρωτήρια που κρύβουν ξαφνικά
απέραντα τοπία
μέσα από αναρίθμητες έκλπηκτες πλαγιές…

Α, οι μακρινές,παραλίες,οι αποβάθρες ιδωμένες από μακριά,
κι ύστερα οι κοντινές παραλίες,οι αποβάθρες ιδωμένες
από κοντά.
Το μυστήριο της κάθε αναχώρησης και του κάθε ερχομού,
η οδυνηρή αστάθεια και ακατανοησία
αυτού του αδιανόητου σύμπαντος
που το νιώθουμε περισσότερο στο πετσί μας την κάθε ώρα
της θάλασσας!...)


Αλβάρο ντε Κάμπος
Απόσπασμα άπο το η «Θαλασσινή ωδή» και άλλα ποιήματα
ΕΞΑΝΤΑΣ

23.6.07

FERNANDO PESSOA


1.Dr.Pancracio
2.Luis Antonio Congo
3.Eduardo Lanca
4.A.Francisco de Paula Angard
5.Pedro da Silva Salles
6.Jose Rodrigues do Valle
7.Pip
8.Dr.Caloiro
9. Morris&Theodor
10.Diabo Azul
11.Parry
12.Galliao Pequeno
13.Accursio Urbano
14.Cecilia
15.Jose Rasterio
16.Tagus
17.Adolph Moscow
18.Marvell Kisch
19.Gabriel Keene
20.Sableton-Kay
21.Dr.Gaudencio Nabos
22.Nympha Negra
23.Professor Trochee
24.David Merrick
25.Lukas Merrick
26.Willyam Links Esk
27.Charles Robert Faber
28.Horace James Faber
29.Navas
30.Alexander Search
31.Charles James Search
32.Herr Prosit
33. Jean Seul de Meluret
34.Pantaleao
35.Torquato Mendes Fonceca da Cunha Rey
37. Ibis
38.Joaquim Moura Costa
39.Faustino Antunes (A.Moreira)
40.Antonio Gomes
41.Vicente Guentes
42.Gervasio Guedes
43.Carlos Otto
44.Miguel Otto
45.Frederick Wyatt
46.Rev.Walter Wyatt
47.Alfred Wyatt
48.Bernado Soares
49.Antonio Mora
50.Sher Henay
51.Ricardo Reis
52.Alberto Caeiro
53.Alvaro de Campos
54.Barao de Teive
55.Maria Jose
56.Abilio Quaresma
57.Pero Botelho
58.Efbeedee Pasha
59.Thomas Crosse
60.I.I.Crosse
61.A.A Crosse
62.Antonio de Seabra
63.Frederico Reis
64.Diniz da Silva
65.Coelho Pacheco
66.Raphael Baldaya
67.Claude Pasteur
68.Joao Craveiro
69.Henry More
70.Wardour
71.J.M.Hyslop
72.Vadooisf[;]

(ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ)

Η ώρα του διάβολου

Εξάντας

22.6.07

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ


Η Σελήνη,που είναι η ίδια η ιδιοτροπία,κοίταξε αναμεσ’απ’το παράθυρο ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου,και είπε μέσα της:»Αυτό το παιδί μ’αρέσει».
Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα,και πέρασε αθόρυβα μέσ’ απ’τα τζάμια.Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιάς μητέρας,κι εναπόθεσε τα χρώματά της στο πρόσωπό σου.Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μάγουλά σου εξαιρετικά χλωμά.Άπο την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα και σ’έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαίς.

Ωστόσο,μες το ξεχείλισμα της χαράς της η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο,σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική,σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριοκαι όλο το ζωντανό τούτο φώς στοχάζονταν κι έλεγε:
»Θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου.
Θα’σαι όμορφη με τον τρόπο μου.Θ’αγαπάς ότι αγαπώ κι ότι μ’αγαπά, το νερό,τα σύννεφα,τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα το άμορφο και πολύμορφο νερό το μέρος όπου δε θα βρίσκεσαι τον εραστή που δε θα γνωρίσεις,τα τερατώδη άνθη τ’αρώματα που φέρνουν παραλήρημα, τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραχνή και γλυκιά! »Και θα σ’αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροπούν μαζί σου οι φίλοι μου.Θα’σαι η βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια,που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα,την απέραντη θάλασσα,την πολυτάραχη και πράσινη,το άμορφο και πολύμορφο νερό,το μέρος όπου
δεν βρίσκονται ,τη γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ’απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιάς άγνωστης θρησκείας,τ’αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ’άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους».
Και γι’αυτό,καταραμένο αγαπητό χαιδεμένο παιδί,βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου,αναζητώντας σ’όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας ,της μοιραίας αναδόχου,της φαρμακεύτρας τροφού όλων των σεληνιακών.

CHARLES BAUDELAIRE
Μετάφραση:Τάκης Βαρβιτσιώτης
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

18.6.07

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


"Φαίνεται πια πως τίποτα -τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή "Mαραμπού" (Άγρα, 2005)