27.11.08

Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ



Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ

Στην δασκάλα δεσποινίδα Brigida Walker

Ι

Αυτή η γυναικεία ψυχή, λεπτή και στιβαρή,
τρυφερή στην αγάπη, αυστηρή στη σοβαρότητα,
είναι η λαμπρή βαλανιδιά με μυρωμένον ίσκιο,
που πάει στ’ άγρια μπράτσα της μια ολάνθιστη μυρτιά.

Πολτός τρυφερών νάρδων, πολτός δρυών αγέρωχων,
της ζύμωσαν τη ροδαλή τη σάρκα της καρδιάς της,
και με όλη τη σκληράδα και την υπεροψία της, αν προσέξεις
ενα τρέμουλο συγκίνησης πάλλει στη φυλλωσιά της.

Κορυδαλλοί χιλιάδες μαθαίνουνε να τραγουδούν
στο φυλλωμά της, και στους ανέμους σκόρπισαν
να πλημμυρίσουνε με δοξασμούς τα ουράνια. Ω ευγενική

βαλανιδιά! Να φιλήσω το λαβωμένο σου κορμό
και με το χέρι μου υψωμένο να ευλογήσω, ώρα πολλή,
την αγιασμένη μάζα σου φτιαγμένη απ’ το θεό!

ΙΙ

Το βάρος από τις φωλιές ποτέ δεν σε λυγίζει.
ούτε και το φορτίο τους θέλεις ν’ αποτινάξεις.
Άλλη έγνοια δε φουρτούνιασε τα ευαίσθητα κλαδιά σου,
έξω απ’ το να είσαι φουντωτή, πλατιά για να σκεπάσεις.

Η ζωή (ένας άνεμος) περνά απ’ τη φυλωσιά σου
σαν μια γλυκιά σαγήνη, χωρίς βία, χωρίς φωνή·
και η φουρτουνιασμένη ζήση χτυπάει τ’ άρμενά σου
με τον γαλήνιο ρυθμό που είναι ο ρυθμός του Θεού.

Απ’ το να δέχεσαι τόσες φωλιές, τόσο τραγούδι,
από το να δημιουργεί τόσο άρωμα και θαλπωρή
το στήθος σου, τόση φροντίδα αγνή και τόση αγάπη,

όλο το ηρωικό σου ξύλο, βαλανιδιά, έχει αγιάσει!
Η ομορφιά στα φύλλα σου έχει πιά γίνει αιώνια
και σαν έρθει φθινόπωρο ποτέ δεν θα τ’ αγγίξει!

ΙΙΙ

Βαλανιδιά, ευγενική βαλανιδιά, σε τραγουδώ!
Ποτέ ο κορμός σου ας μην γευτεί την πίκρα από το κλάμα,
μπροστά σου ας γονατίζει ο ξυλοκόπος της ανθρώπινης
κακίας, με τα τσεκούρια του· και όταν
ο κεραυνός του Θεού σε βρεί ας γίνει απαλός
και πλατύς σαν το στήθος σου, το στήθος του Θεού!

Gabriela Mistral
Ρήγας Καππάτος
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ

LA ENCINA

A la maestra Señorita Brígida Walker.

I
ESTA alma de mujer viril y delicada,
dulce en la gravedad, severa en el amor,
es una encina espléndida de sombra perfumada,
por cuyos brazos rudos trepara un mirto en flor.

Pasta de nardos suaves, pasta de robles fuertes,
le amasaron la carne rosa del corazón,
y aunque es altiva y recia, si miras bien adviertes
un temblor en sus hojas que es temblor de emoción.

Dos millares de alondras el gorjeo aprendieron
en ella, y hacia todos los vientos se esparcieron
para poblar los cielos de gloria. ¡Noble encina,

déjame que te bese en el tronco llagado,
que con la diestra en alto, tu macizo sagrado
largamente bendiga, como hechura divina!

II
El peso de los nidos ¡fuerte! no te ha agobiado.
Nunca la dulce carga pensaste sacudir.
No ha agitado tu fronda sensible otro cuidado
que el ser ancha y espesa para saber cubrir.

La vida (un viento) pasa por tu vasto follaje
como un encantamiento, sin violencia, sin voz;
la vida tumultuosa golpea en tu cordaje
con el sereno ritmo que es el ritmo de Dios.

De tánto albergar nido, de tánto albergar canto,
de tánto hacer tu seno aromosa tibieza,
de tánto dar servicio, y tánto dar amor,

todo tu leño heroico se ha vuelto, encina, santo.
Se te ha hecho en la fronda inmortal la belleza,
¡y pasará el otoño sin tocar tu verdor!

III
¡Encina, noble encina, yo te digo mi canto!
Oue nunca de tu tronco mane amargor de llanto,
que delante de ti prosterne el leñador
de la maldad humana, sus hachas; y que cuando
el rayo de dios hiérate, para ti se haga blando
y ancho como tu seno, el seno del Señor!

Gabriela Mistral