5.2.09

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Λένε πως, κάποτε, σε χρόνια περασμένα
τότε που έγιναν τόσα και τόσα,
πραγματικά, φανταστικά η ξεχασμένα,
κάποιος καταπιάστηκε με το γιγάντιο

έργο να καταγράψει ολόκληρο το σύμπαν
σ’ ένα βιβλίο· και με ζήλο παράφορο,
σκυμμένος έμεινε στο απέραντο γραφτό του
μέχρι που χάραξε και τον τελευταίο στίχο.

Την τύχη ήταν έτοιμος να ευχαριστήσει
όταν, σηκώνοντας τα μάτια, είδε πέρα
ένα ασημένιο δίσκο στον αέρα
κι έτσι κατάλαβε πως είχε λησμονήσει

το φεγγάρι. Πρόκειται για επινοημένη ιστορία,
όμως μας δείχνει αρκετά καλά ποιά είν’ η πορεία
κι η μοίρα όσων για επάγγελμα έχουμε διαλέξει
να μεταγράφουμε τη ζωή λέξε προς λέξη.

Πάντοτε χάνεται το πιο σπουδαίο όμως.
Για κάθε τι υπερφυσικό θεωρείται νόμος
που βέβαια εξαιρεσή του δε θ’ αποτελέσει
αυτή η περίληψη της εμπλοκής μου στη σχέση

με το φεγγάρι. Που το πρωτοείδα; Δε θυμάμαι πιά
αν ήταν σ’ εκείνο τον προηγούμενο ουρανό
των ελλήνων η σε κάποιο βράδυ μακρινό,
καθώς σκοτείνιαζε στην αυλή μας το πηγάδι και η σκιά.

Λένε πως η αλλοπρόσαλλη ζωή μας
γίνεται που και που πολύ ωραία
κι έτσι ωραία ήταν και το βράδυ που μ’ εκείνη
σε μοιραζόμασταν και σε κοιτούσαμε, σελήνη.

Μα πιο πολύ απ’ των νυχτερινών βλεμμάτων
θυμάμαι εκείνα τα φεγγάρια των ποιημάτων:
το Dragon moon σκορπίζοντας τον τρόμο μαγεμένο
και του Κεβέδο το φεγγάρι ματωμένο.

Κι ο Ιωάννης, στο βιβλίο εκείνο με τα σημεία
τα φοβερά, τις τρομερές φωνές, έκανε μνεία
σε κατακόκκινα φεγάρια πυρωμένα.
Υπάρχουν όμως και λαμπρότερα φεγγάρια, ασημένια.

Ο πυθαγόρας (αφηγείται μια παράδοση)
σ’ έναν καθρέφτη έγραψε με το αίμα του χεριού
κι ο κόσμος διάβαζε την αντανάκλαση
μέσα στο κάτοπτρο του ουράνιου φεγγάριου.

Σε σιδερένιο δάσος ζει ένας λύκος αιμοσταγής
που η παράξενη μοίρα του είναι να γκρεμίσει
το φεγγάρι και με τα δόντια του να το τσακίσει
όταν ροδίσει η θάλασσα της τελευταίας αυγής.

( Αυτό το ξέρουν στο βορρά απ’ των προφητών
τα οράματα κι ακόμα ξέρουν πως κείνο το βράδυ
θα ξεχυθεί στα πέλαγα του κόσμου το καράβι
που είναι φτιαγμένο από τα νύχια των νεκρών.)

Κάποτε, στη Γενεύη η στη Ζυρίχη,
όταν να γίνω θέλησε κι εγώ ποιητής η τύχη
χρεώθηκα το μυστικό, τη φοβερή ευθύνη
να περιγράψω, όπως όλοι, τη σελήνη.

Με κέφι, ομοιοκαταληξίες και κανόνες
πολλών ειδών συνδυασμούς έχω σκιτσάρει
μα, με το φόβο συνεχώς ότι ο Λουγκόνες
θα είχε ήδη εκμεταλλευτεί το κεχριμπάρι

ή την άμμο. Μέσ’ από στίχους που κανείς τους
δε θ’ αξιωθεί να φτάσει στο τυπογραφείο
εξωτικά αναδύθηκαν φεγγάρια από μαόνι
από καπνό, από φίλντισι η παγωμένο χιόνι.

Σκέφτηκα πως του ποιητή είναι δικαιωμά του
να δίνει, όπως ο Αδάμ του Παραδείσου,
στο καθετί το απόλυτο κι αληθινό εξίσου
άγνωστο μέχρι τώρα όνομά του.

Το ’πε Αριόστο: ο χρόνος και τα όνειρα
συγκατοικούν στο ακαθόριστο φεγγάρι
μαζί με ό, τι χάνεται στα σύνορα
του νοητού: στης πιθανότητας το ζάρι.

Ο Απολλόδωρος από την τρίμορφη Άρτεμη,
με άφησε μια μαγική να διακρίνω σκιά·
απ’ τον Ουγκό ένα χρυσό δρεπάνι έχει απομείνει
και κάποια μαύρη, τραγική, ιρλανδέζικη σελήνη.

Κι όπως ξετύλιγα όλο τούτο το κουβάρι
με την αλλόκοτη σεληνιακή μυθομανία,
άστραψε ξαφνικά από τη γωνία,
εξαίσιο, όπως κάθε νύχτα, το φεγγάρι.

Ξέρω πως απ’ τις λέξεις όλες μόνο μία
το φέρνει κατευθείαν στο νού και το ορίζει.
Το μυστικό είναι να την πεις με χάρη
και ταπεινότητα. Η λέξη είναι φεγγάρι.

Δε θα τολμούσα την ακηλίδωτη να σπιλώσω
όψη του με μια μάταιη παρομοίωση δικιά μου.
Το βλέπω ανερμήνευτο, οικείο, κι ωστόσο
τόσο απόμακρο μαζί απ’ τα γραφτά μου.

Ξέρω πως το φεγγάρι ή, μάλλον, η λέξη φεγγάρι
Είναι μονάχα μια εκδοχή που επινοούμε
για το περίπλοκο κι απλό μαζί γλωσσάρι
του πολλαπλού παράδοξου που αποτελούμε.

Είναι ένα από τα σύμβολα που η λογοτεχνία
ή όχι η τύχη μάς χαρίζει ώστε μια μέρα
μέσα σε έκσταση υπερούσια και αγωνία
να γράψουμε το αληθινό όνομα του στον αέρα.

Jorge Luis Borges
Μτφρ.Δημήτρης Καλοκύρης