6.3.09

ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ


ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

Στο πράσινο περπατούσαν δάσος, άγρια χιόνια, μαλακά, δίχως ρίγη
Πέφταν στα μαλλιά τους, αγγίζαν τα χείλη τους
Στ’ αθάνατα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Άπρίλη χώρα.
«Δές, ο Αλντεμπαράν κ’ η αγριωπή Κασσιόπη
Κι’ ο Σείριος ζηλεύουν το λευκό σου χέρι,
Ο Ώρίωνας μ’ ήλιους εξαπλούς και με γιγάντια νεφελώματα
Ό Προκύων, ο Βέγας κι’ ο Αλταïρ, τα χνάρια
Της οπτικής γωνίας των καρφωμένων άστρων πέφτουν να σάπαντήσουν
Μα τα πλανητικά συστήματα και των κλαριών τα χτένια
Τραντάζονται από γέλια καθώς κοιτάζουν τις παλιές
Του κόσμου ανοησίες, τ’ όνειρο εκείνο που η καρδιά θα κρυώσει.
Κ’ οι δροσοστάλες που έπεσαν απ’ τα κλαριά κι’ απ’ τα λευκά λουλούδια
Είν’ οι καινούριοι κόσμοι που τρέχουν για να σμίξουν, τα είναι τους
Είναι ένα, στα πράσινα μονοπάτια, στη λαμπρή τ’ Απρίλη χώρα.

EDITH SITWEL
Μτφρ.ΚΛ. ΚΥΡΟΥ