3.1.10

KANTO I



Ευχαριστώ θερμά την νέα φίλη του blog για το video που μας έστειλε!


KANTO I

Τότε λοιπόν για τη θάλασσα κάτω τραβήξαμε και
Πρώτα το καράβι ερύσαμε κατά τα κύματα των θεών,
Στήσαμε ιστό, ανοίξαμε ιστία στο μαυροκάραβο,
Πήραμε πρόβατα, και μαζί τα κορμιά μας αυτά,
Βαριά το δάκρυ μας, και κατάπρυμος άνεμος
Μας πήρε ούριος ίσα να πάμε πλησίστιοι πέρα,
Έργο της Κίρκης τα λόγια, θεάς καλλιπλόκαμης.
Καταμεσής εκαθίσαμε, κυβερνήτης ο άνεμος
Πανιά γεμάτα και κοντοπορεύαμε όλη μέρα.
Ό ήλιος έγειρε, γύρω η θάλασσα ίσκιωσε πάσα,
Κι ήταν του Ωκεανού τα βαθύρροα πέρατα,
Όπου ανδρών Κιμμερίων η χώρα και η πολιτεία
Καλυμμένη αέρα και σύννεφο, που δε χαράξαν
Πότε του φαέθοντα ήλιου αχτίδες γυρίζοντας
Πρός ουρανόν αστερόεντα η κατά γης ουρανόθεν,
Κατασκότεινη νύχτα, κακορίζικη σκέπη.
Παρά ρούν ωκεάνειο, φτάσαμε τότε στον τόπο
Που είχε προείπει η Κίρκη.
Έδω συλλειτούργησαν, Περιμήδης κι Ευρύλοχος,
Και τραβώντας εγώ κοφτερό σπαθί απ' το μηρό μου
Έσκαψα όρυγμα στο χώμα ισόπλευρο, πυγούσιο•
Και χοές τότε χύσαμε για τον κάθε νεκρό μας
Πρώτα μελίκρατο, γλυκό κρασί και νερό μ' άσπρο αλεύρι.
Στου θανάτου τα κατισχνα πρόσωπα υποσχέθηκα,
Σαν στην Ιθάκη, στείρο βουβάλι και το άριστο
Θα θυσιάσω, θα ρίξω πολλά τ' αγαθά στην πυρά
Και θα σφάξω ένα μαύρο του Τειρεσία τραγί.
Καταμέλανα αίματα εκύλησαν τότε στο λάκκο,
Άπο τον έρεβο κακοθάνατα έθνη νεκρών,
Νύφες κα έφηβοι, γέροι που είχαν τραβήξει πολλά•
Ψυχές παρθένων με το πένθος σημάδι νωπό,
Άντρες πολλοί στο χαλκό χαλασμένοι, λείψανα μάχης,
Κουβαλώντας ακόμα τα αιμόρραντα όπλα του Άρη,
Άλλοθεν άλλος περισυνάχτηκαν• με ιαχές
Τρομερές, χλωμός, έκραξα να φέρουνε κι άλλα ζώα.
Σφάξαμε ανήλεα πρόβατα στο χαλκό μας κοπάδια•
Δέρατα κάψαμε, προσευχηθήκαμε στους θεούς μας,
Πλούτωνα τον Κραταιό, Περσεφόνη την παινεμένη.
Ξίφος γυμνό και πάσχιζα να μην πλησιάσουν
Των ψυχών τα παράφορα πρόσωπα και τ' ανήμπορα,
Ώς ν' ακουστεί ο Τειρεσίας.
Ήρθε όμως πρώτος ο Έλπήνωρ, φίλος Έλπήνωρ,
Άταφος καταγής πεταμένος,
Σώμα που αφήσαμε στα παλάτια της Κίρκης,
Άσαβάνωτος, άκλαυτος, άλλα επείγανε τότε.
Ήλίθιε, φτωχέ μου. Κι είπα φωνάζοντας λόγια πτερόεντα:
«Ήρθες, Έλπήνορα, στη ζοφερή καταχνιά; Πώς;
Πεζοπορώντας πρόφτασες τα καράβια μας;»
Κι ώμωξε αυτός λόγια βαριά:
«Κακοτυχιά μου, κρασί αθέσφατο.Αποκοιμήθηκα στης Κίρκης
Την παραστιά. Πώς να κατέβω μεγάλη σκάλα, δε νόησα,
Έπεσα καταντικρύ μου, χτύπησα δοκό,
Θρύμματα ο αυχένας, κάτω η ψυχή μου του Άδη.
Άκου με όμως, Άνακτα συ, άκλαυτο, άταφο, θυμήσου με,
Όσα τα όπλα μου κάνε σωρό, ακροθαλάσσιο σήμα να λέει:
Άμοιρος άνθρωπος, όνομα εσσόμενο.
Και στον τύμβο στήσε το κουπί που ελάμναμε.»
Κι ήρθε η Άντίκλεια, την απόδιωξα, και τότε ο Θηβαίος
Τειρεσίας,
Με το σκήπτρο χρυσό, εγνωρισέ με και πρώτος είπε:
«Τι πάλι, δύστηνε; Κακό ριζικό σου,
Άτερπνης χώρας ανήλια πρόσωπα ν'αντικρίζεις;
Άλλ' άμε και άσε με να πιώ το αίμα,
Να είπώ χρησμό.»
Και πισωδρόμησα,
Ήπιε το αίμα, δυνάμωσε κι είπε:« Οδυσσεύς
Νοστεί, παρά του θεού το θυμό, σε πόντο ίοειδέα
Όλέσας πάντας εταίρους». Και τότε η Άντίκλεια ήρθε.
Άναπαύου,Divus, τελευτήσω τε και έρξω:Andreas Divus,
In officina Wecheli, 1538, από Ομήρου, εννοώ.
Κι αρμένισε πέρα, down out onward and away, Σειρήνες πέρασε
Κατά την Κίρκη.
Venerandam,
Φράσεις Κρητός, χρυσοστέφανον Αφροδίτην
Cypri munimenta sortita est, γλυκομείλιχε, orichalchi, με χρυσά
Άνθέμια και στήθους κόσμημα, ελικοβλέφαρε σύ,
Με τη ράβδο τη χρυσή του Άργειφόντη. Ώστε:

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ
Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος
Εκδόσεις Πατάκη