Όλα στραβά κι ανάποδα εδώ κάτω,
βογκάει ο πόνος, δέρνετ’ η οργή,
και το ποτήρι πίνουμε ως τον πάτο,
όποιοι τους είναι αδύνατη η φυγή.
Αδύνατη η φυγή είναι και για μένα,
μα πια δεν κλαίω και μήτε πολεμώ,
προσμένω με τα χέρια σταυρωμένα
τον ανεπάντεχό μου λυτρωμό.
…Πικρότατη ψυχή, που το ’χες τάμα
τη μοίρα μου τη στρίγκλα να βοηθάς,
που ήσουν θεός και δαίμονάς μου αντάμα,
που έφυγες κι όμως πάντα μ’ ακλουθάς.
Φαρμακερή μου οχιά, που με τυλίγεις
στις δίπλες σου, ολέθριο ερπετό,
που μήτε μ’ απολάς, μήτε με πνίγεις,
το σπλάχνος σου έχω πάψει να επαιτώ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ένα κρυφό, μουγκό, τεράστιο πείσμα
την ύπαρξή μου ακόμα συγκρατεί,
δέχομαι της ζωής το αιώνιο σείσμα
κατάσταση σα να ’ναι υποφερτή…
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
28.11.07
ΟΛΑ ΣΤΡΑΒΑ ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΑ
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ