FEDERICO GARCIA LORCA
Στο Θανάση Καραβία
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι..
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταύροφοροι.
Παντιέρες πάγαιναιν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο- πορεία προς το βορια.
Τράβα μπροστά- ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’έφεραν, κατσίβελε,στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι ’Αφέντη μου, με τι να στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το παρφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν απο πίσω
κ’ισα εν’ αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σώρο.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
Μέσ’απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη,φτενή δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή Πούσι Άγρα 2005
29.6.07
(...Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά...)
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ