ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ
Αν (όπως βάζει ο Έλληνας στο στόμα του Κρατύλου)
το όνομα είναι αρχέτυπο για κάθε πράγμα,
τα γράμματα που αποτελούν το ρόδο είναι το ρόδο
και στη λέξη Νείλος ρέει το νερό του Νείλου.
Έτσι, από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο,
κάπου θα υπάρχει ένα φοβερό Όνομα που περιέχει
το νόημα του Θεού και η Παντοδυναμία το έχει
μέσα σε συλλαβές και γράμματα κρυμμένο.
Οι γενεές το έχουν σήμερα λησμονήσει.
Μόνο ο Αδάμ και τ’ άστρα το γνωρίζαν
μέσα στον Κήπο. Η οξείδωση της αμαρτίας
(λένε οι καββαλιστές) το έχει πια σβήσει.
Η αθωότητα και τα τεχνάσματα του νου
είναι άπειρα. Και ξέρουμε πως ήρθαν οι αιτίες
και οι καιροί που ο λαός του Θεού
έψαξε το όνομα στις εβραϊκές ολονυχτίες.
Αντίθετα από άλλες μνήμες, που παρεμβάλλουν
θολές σκιές μέσα στης ιστορίας τη θολάδα,
αξέχαστη και ζωντανή είναι ακόμα η μνήμη
του Ιούδα του Λέοντα, ραβίνου στην Πράγα.
Ζητώντας να μάθει ό,τι ξέρει ο Θεός, δηλαδή,
ο Ιούδας αφιερώθηκε στις μεταθέσεις γραμμάτων
και λεπτές, περίπλοκες παραλλαγές ονομάτων
ώσπου πρόφερε Εκείνο, που αποτελεί το Κλειδί,
την Ηχώ, τον Αφέντη και τη Θύρα του Ανακτόρου,
πάνω σ’ ένα ανδρείκελο που με αδέξια είχε φτιάξει
χέρια σκυμμένος, και πάσχιζε να το διδάξει
τα μυστήρια των Γραμμάτων και του Χωροχρόνου.
Το πλάσμα άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια
και είδε χρώματα, άγνωστε μορφές μες σε μιά δίνη·
δεν καταλάβαινε και, ξάφνου, του τη δίνει
να δοκιμάσει ανοδικές κινήσεις προς τα σκαλοπάτια.
Με τον καιρό κατάλαβε πως ήταν (καλή ώρα
όπως κι εμείς) αιχμάλωτο σε μιαν ηχητική σαγήνη
γεμάτη από Πριν, Ενώ, Κατόπιν, Χτες ή Τώρα,
Δεξιά, Εγώ, Αριστερά, Εσύ, Άλλοι, Εκείνοι.
(Ο ραβίνος νομίζοντας τον εαυτό το πλάσμα Θείο
ονόμασε το πελώριο κατασκεύασμα Γκόλεμ·
γεγονός που αναφέρεται απ’ τον Σόλεμ
σε κάποιο περισπούδαστο χωρίο.)
Του εξήγησε λεπτομερώς το σύμπαν ο ραβίνος:
«Αυτά είναι τα πόδια μας, μ’ αυτά πατάς τη γη»
κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, εκείνο το κτήνος
κουτσά στραβά έμαθε να σκουπίζει τη συναγωγή.
Ίσως κάποιο να έγινε λαθάκι στα ψηφία
ή στου Θείου Ονόματος την προφορά·
γιατί παρόλη την απίστευτη μηχανορραφία
ο μαθητευόμενος άνθρωπος δε μίλησε ούτε μια φορά.
Τα μάτια του –μάλλον σαν σκύλου παρά ανθρώπου
ή, μάλλον, μάτια αντικειμένου, ούτε καν σκύλου–
πιστά ακολουθούσαν τον αφέντη του όπου
κι αν έστριβε στο σύθαμπο του μυστικού του ασύλου.
Κάτι αφύσικο και φρικαλέο είχε το Γκόλεμ
αφού, στο διάβα του, κρυβόταν ώς κι ο γάτος
του ραβίνου. (Τον γάτο δεν τον αναφέρει ο Σόλεμ,
εγώ τον επινόησα προσφάτως.)
Υψώνοντας τα χέρια στο Θεό του, χιλιάδες
μιμήσεις έκανε του Θεού του και χαιρόταν
ή, ηλίθια χαμογελώντας, διπλωνόταν
σε ανατολίτικους εδαφιαίους τεμενάδες.
Τρυφερά, μα και κάπως τρομαγμένος ο ραβίνος
το κοιτούσε και μονολογούσε κρυφά:
«Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω τέτοια παρωδία
και δεν καθόμουν άπρακτος, φερόμενος σοφά;
Γιατί στ’ άπειρα σύμβολα να φτιάξω ένα ακόμα;
Γιατί σ’ αυτό το μάταιο κουβάρι των νοημάτων
που αιώνια ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά
προσθέτω κι άλλον γύρο, άλλη μία συμφορά;»
Την ώρα που η ψυχή του αναχωρούσε,
είχε το βλέμμα του στο Γκόλεμ του στραμμένο.
Τάχα ο Θεός τί νά ’νιωσε καθώς κοιτούσε,
στην Πράγα τον ραβίνο του κατ’ εικόνα πλασμένο;
JORGE LUIS BORGES
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΤΦΡ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
EL GOLEM
Si (como el griego afirma en el Cratilo)
El nombre es arquetipo de la cosa,
En las letras de rosa está la rosa
Y todo el Nilo en la palabra Nilo.
Y, hecho de consonantes y vocales,
Habrá un terrible Nombre, que la esencia
Cifre de Dios y que la Omnipotencia
Guarde en letras y sílabas cabales.
Adán y las estrellas lo supieron
En el Jardín. La herrumbre del pecado
(Dicen los cabalistas) lo ha borrado
Y las generaciones lo perdieron.
Los artificios y el candor del hombre
No tienen fin. Sabemos que hubo un día
En que el pueblo de Dios buscaba el Nombre
En las vigilias de la judería.
No a la manera de otras que una vaga
Sombra insinúan en la vaga historia,
Aún está verde y viva la memoria
De Judá León, que era rabino en Praga.
Sediento de saber lo que Dios sabe,
Judá León se dio a permutaciones
de letras y a complejas variaciones
Y al fin pronunció el Nombre que es la Clave.
La Puerta, el Eco, el Huésped y el Palacio,
Sobre un muñeco que con torpes manos
labró, para enseñarle los arcanos
De las Letras, del Tiempo y del Espacio.
El simulacro alzó los soñolientos
Párpados y vio formas y colores
Que no entendió, perdidos en rumores
Y ensayó temerosos movimientos.
Gradualmente se vio (como nosotros)
Aprisionado en esta red sonora
de Antes, Después, Ayer, Mientras, Ahora,
Derecha, Izquierda, Yo, Tú, Aquellos, Otros.
(El cabalista que ofició de numen
A la vasta criatura apodó Golem;
Estas verdades las refiere Scholem
En un docto lugar de su volumen.)
El rabí le explicaba el universo
"Esto es mi pie; esto el tuyo; esto la soga."
Y logró, al cabo de años, que el perverso
Barriera bien o mal la sinagoga.
Tal vez hubo un error en la grafía
O en la articulación del Sacro Nombre;
A pesar de tan alta hechicería,
No aprendió a hablar el aprendiz de hombre,
Sus ojos, menos de hombre que de perro
Y harto menos de perro que de cosa,
Seguían al rabí por la dudosa
penumbra de las piezas del encierro.
Algo anormal y tosco hubo en el Golem,
Ya que a su paso el gato del rabino
Se escondía. (Ese gato no está en Scholem
Pero, a través del tiempo, lo adivino.)
Elevando a su Dios manos filiales,
Las devociones de su Dios copiaba
O, estúpido y sonriente, se ahuecaba
En cóncavas zalemas orientales.
El rabí lo miraba con ternura
Y con algún horror. ¿Cómo (se dijo)
Pude engendrar este penoso hijo
Y la inacción dejé, que es la cordura?
¿Por qué di en agregar a la infinita
Serie un símbolo más? ¿Por qué a la vana
Madeja que en lo eterno se devana,
Di otra causa, otro efecto y otra cuita?
En la hora de angustia y de luz vaga,
En su Golem los ojos detenía.
¿Quién nos dirá las cosas que sentía
Dios, al mirar a su rabino en Praga?
JORGE LUIS BORGES