Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ
«Ποιός θα τολμήσει αυτό, ακόλουθος ή ιππότης,
Μέσα στην άβυσσο ετούτη να βουτήξει;
Μια κούπα ολόχρυση πετώ στο στόμιό της,
Το ’χει ώς τα βάθη κάτω ήδη ρουφήξει.
Όποιος μπορεί την κούπα πάλι να μου φέρει αυτήνε
Μπορεί τότε να την κρατήσει αυτός·δικιά του είναι».
Είπε αυτά ο βασιλιάς κι απ’ την κορφή πετάει
Του απότομου γκρεμού, βραχώδους και τραχύ,
Που εκρέμετο πάνω απ’ τ’ ατέλειωτα πελάη,
Την κούπα μες στης Χάρυβδης την άγρια ταραχή.
«Ποιός είναι ο ψυχωμένος, το ξαναρωτώ,
Που θα βουτήξει μέσα στο βάθος αυτό;»
Κ’ οι ιππότες κ’ οι ακόλουθοι όλοι γύραθέ του
Τονε ακούν και παραμένουνε βουβοί.
Κοιτούν τ’ άγρια νερά και λέξη δεν προσθέτουν
Και ουδείς το κύπελλο να αποκτήσει δεν ποθεί.
Και ο βασιλιάς Τρίτη φορά αυτό ξαναρωτά;
«Είναι κανείς που να ριχτεί εκεί μέσα το κοτά;»
Μα όλοι πάλι, όπως και πριν, μένουνε βουβαμένοι,
Κ’ ένα παιδί ευγενικό, ανδρείο, μ’ ηρεμία
απ’ τον χορό των ακολούθων τον σκιαγμένο βγαίνει,
Και πέρα του πετά την ζώνη, πέρα τον μανδύα·
Κι όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες τότε τριγυρνάνε
Και τον εξαίσιο νεανία με απορία κοιτάνε.
Και όπως βαδίζει στου γκρεμού την κατηφόρα
Και κοιτά κάτω προς το στόμιο της αβύσσου,
Τα νερά εκείνα που είχε καταπιεί, τώρα
Ξανά η Χάρυβδη τα εξεμούσε πίσω·
Και μ’ ήχο ίδια όπως κάνει της βροντής ο κρότος
Πετάγονταν μ’ αφρό απ’ του ανοίγματος το σκότος.
Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο,
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγγένα’
Τ’ αγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.
Μα εντέλει η ορμή καταλαγιάζει η λαβρη
Και κάτωθε απ’ τον άσπρο αφρό τώρα προβάλλει
Χαίνουσα ορθάνοιχτη μία σχισμάδα μαύρη,
Απύθμενη, λες κι ήθελε στην Κόλαση να βγάλει.
Τότε το κύμα το αφρισμένο πίσω κάνει
Στης δίνης μέσα τραβηγμένο την χοάνη.
Γοργά τώρα, προτού πάλι η αντάρα βγεί,
Τον εαυτό του ο νέος στου Θεού τα χέρια δίνει,
Και−ολόγυρα ακούεται τρόμου μια κραυγή,-
Ήδη μακριά τον έχει παρασύρει η δίνη·
Και πάνω απ’ τον κολυμβητή τον θαρραλέον
Μυστήρια κλείνει αυτή και δεν φαίνεται πλέον.
Και η γαλήνη τα νερά έχει καταστείλει,
Ξεσπά στα βάθη μόνο η άγρια η μανία,
Και τρέμοντας ακούς από χείλη σε χείλη:
«Τράβα με το καλό, γενναίε νεανία!»
Κι ακούονται μογκρητά, όλο και πιο αγριεμένα,
Και ν’ αναμένουν μ’ αγωνία βλέπεις τον καθένα.
Και το ίδιο το στέμμα εσύ να ’χες μέσα πετάξει,
Και να ’λεες σ’ όποιον σ’ το ’ φερνε ότι θα το ’χει,
Και βασιλιάς ότι θα γίνει να του είχες τάξει
Θα ’λεγα εγώ: την ακριβή αμοιβή δε θέλω, όχι!
Τι κάτω εκεί κρύβουν μες σ’ ούρλιασμα τα βάθη
Ζώσα ψυχή καλότυχη να πει αδύνατον εστάθη.
Τι μες στον στρόβιλο αρπαγμένο, ως τον πάτο
Αν ποντιζότανε στα βάθη κάποιο σκάφος,
Μόνο συντρίμμι, ιστίο η καρίνα θα αποσπάτο,
Που ο παμφάγος θα εξεμούσε ο υγρός τάφος.
Κι όλο και πιο ευκρινώς, ως βουίζει η θύελλα όταν
Εγγίζει, όλο και πιο κοντά άκουες που μαινόταν.
Κοχλάζει, βράζει και παφλάζει και σφυρίζει,
Νερό σαν με φωτιά εκεί λες να ανεμιγνύετο.
Ώς τα ουράνια σπάει ο αφρός, ατμός που αχνίζει,
Κι όλο νερό κατέκλυζε εκεί ατελείωτο,
Και άσωστα αστείρευτο, λες κι ήθελε να εγένα’
T ’ άγριο το πέλαγος πέλαγος κι άλλο ένα.
Και νά! Μέσα απ’ τα σκοτεινά νερά, κάτι
Προβάλλει πάλλευκο ως του κύκνου το πουλί,
Και ένα μπράτσο, μια στιλπνή γυμνή πλάτη,
Και με δύναμη πλέχει και προσπάθεια πολλή·
Και είνα αυτός, και ψηλά στ’ αριστερό του χέρι
Το κύπελλο κραδαίνει, γνέφει κι όλος χαίρει.
Και ανάσαινε βαθιά, και ανάσαινε ξανά,
Και χαιρετούσε του ουρανού το ηλιοφώς.
Κι ο ένας έκραζε στον άλλον με χαρά:
«Ζει! Νά τος! Δεν τον κράτησε ο βαθύς ο ζόφος.
Από τον τάφο, απ’ την δίνη του νερού την τόση
Έχει ο γενναίος την ζωντανή ψυχή του σώσει».
Και σαν φτάνει, το πλήθος μ’ ιαχές τόνε κυκλώνει,
Και στου βασιλιά τα πόδια πέφτει αυτός με σέβη.
Και την κούπα του δίνει κλίνοντας το γόνυ·
Και ο βασιλιάς τότε στην γλυκιά κόρη νεύει,
Που ώς το χείλος την γεμίζει με κρασί που λαμπυρίζει,
Και ο νεαρός τότε κατά τον βασιλέα γυρίζει:
«Του βασιλιά πολλά τα έτη! Ας χαίρεται ο καθείς
Που αναπνέει εδώ στο φώς που ρόδινο αυγάζει!
Σε δοκιμή ο άνθρωπος τον θεό ας μην βάζει
Κι ας μην επιθυμεί ποτέ να δει, ουδέποτε,
Ό,τι σε νύχτας φρίκη κρύβει να μη βλέπεται.
Σαν αστραπή η βουτιά μου ήταν γοργή·
Απ’ το βραχώδες τότε στόμιο μιας σχισμής
Άγρια μια ροή μ’ αρπά απ’ ορμητική πηγή.
Του διπλού ρεύματος η λυσσασμένη ισχύς
Σαν σβούρα μ’ έστρεφε και της δίνης οι γύροι
Δίχως αντίσταση με είχαν παρασύρει.
Τότε ο Θεός, που στην φριχτή, έσχατη ανάγκη
Επικαλέστηκα, τηνβοήθειά του να πάρω,
Μου δείχνει ύφαλο, που ’βγαινε απ’ το φαράγγι.
Γοργά τον άδραξα και ξέφυγα απ’ το χάρο·
Κι η κούπα εκεί ήταν, σε κοράλλια μυτερά,
Αλλιώς στ’ απύθμενα θα ’ χε χαθεί νερά.
Τι ακόμα χάσκαν από κάτω μου στα σκότη
Τα ολοπόρφυρα βαθιά και άσωστα μήκη·
Κι αν κει το παν για το αυτί αιωνίως υπνώττει,
Το μάτι κοίταε προς τα κάτω όλο φρίκη
Πώς σαλαμάνδρες, δράκαινες κι άλλα φριχτά όντα
Μες στης κολάσεως τα σαγόνια αναδευόνταν.
Γιατί μια μάζα σφαιρική σάλευε μαύρη
Και βδελυρή, όπου έβριθαν σε απαίσια μίξη
Το ακάνθινο σαλάχι, η μουρούνα και η λάβρη
Η άμορφη σφύραινα, έτοιμη να χιμήξει·
Και μου’ δειχνε κεί τους οδόντες τους παμφάγους
Ο καρχαρίας ο τρομερός, η ύαινα του πελάγους.
Και μακριά από κάθε ανθρώπινη βοήθεια
Ήξερα ότι ήμουν, κι όλος φρίκη εκεί κρεμόμουν
Μες στα φαντάσματα, με πάλλοντα τα στήθια,
Μόνος μες στη φριχτή τη μοναξιά του τρόμου,
Βαθιά, μακριά από ήχο ανθρώπινης λαλιάς
Δίπλα στα τέρατα της θλιβερής ερμιάς.
Και αυτό σκεφτόμουν κι έτρεμα, ένα τέρας όταν
Μ’ εκατό αρθρώσεις όρμησε με μια κίνηση μόνο
Να με αδράξει· κι όλος τρόμο εγώ, εκεί που ερχόταν,
Γοργά του κοραλλιού που άδραχνα άφησα τον κλώνο·
Κι ευθύς μ’ άρπαξε ο στρόβιλος με μιαν άγρια λύσσα.
Μα μου ’βγε τούτο σε καλό, μ’ έβγαλε πάνω ολοίσα»
Ο βασιλιάς ένιωσε έκπληξη απ’ το πράμα
Κι είπε: «Το κύπελλο είν’ δικό σου αυτοδικαίως
Και θα ’χεις και το δαχτυλίδιαυτό συνάμα,
Που ο πιο πολύτιμος λίθος κοσμεί κι ωραίος,
Γνώση σε με να φέρεις πάλι άν δοκιμάσεις,
Τι είδες στον πιο βαθύ πυθμένα της θαλάσσης».
Και μ’ αίσθημα στοργής το ακούει η θυγατέρα,
Και με ικετευτικό, όλο καλόπιασμα, ικετεύει στόμα.
«Αφήστε το παιχνίδι το φριχτό, αρκεί, πατέρα,
Στην δοκιμή σας πέτυχε ό,τι άλλος κανείς ακόμα·
Κι αν μέσα σας δεν έχει η επιθυμία κοπάσει,
Κάποιος ιππότης τον ακόλουθο άς ντρόπιασει».
Με βιάση αρπά την κούπα ο βασιλιάς μεγάλη,
Και μες στον στρόβιλο αμέσως την πετά:
«Το κύπελλο αν μου φέρεις συ εδώ και πάλι,
Ο πιο άξιος ιππότης μου θα ’σαι, σ ’το λέω, μετά·
Και θα ’χεις αγκαλιά αυτήν για συζυγό σου,
Που παρακάλια για σε κάνει σπλάχνους τόσου».
Και την ψυχή του την κινεί μια δύναμη ουράνια,
Και τολμηρά τ’ όμμα του αστράφτει και το θώρι.
Κι είδε να κοκκίνιζει η ωραία μορφή η σπάνια,
Και κάτωχρη είδε να σωριάζεται η κόρη.
Και το έπαθλο, αυτήν, για να κάνει δικιά του,
Ρίχνεται κάτω σε αγώνα θανάτου.
Το κύμα ακούν να σπάει, να γυρνά και πάλι,
Το αγγέλλει ο αχός του βροντερά, κεραυνοβόλα,
Σκύβουν, κοιτάνε κάτω και η καρδιά τους πάλλει.
Και φτάνουν, φτάνουν σε αντάρα τα νερά όλα,
Βουίζουν πάνω, βουίζουν κάτω με μανία·
Ξανά κανένα τους δεν φέρνει τον νεανία.
ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ
Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα
Μεταφρ.Κυριάκος Σαμέλης
Εκδοσεις Διώνη
28.9.08
Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ
Ετικέτες
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΑΜΕΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ,
SCHILLER FRIEDRICH