1.5.09

...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ


...ΑΒΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΝΘΗ

Η απόκρυφη εποχή προμαντευόνταν
απ’ των νυχτερινών βροχών την αγωνία,
από την ποικιλία που έπαιρναν τα σύγνεφα
στους ουρανούς, κούνιες ανάλαφρες, σαν κύμα·
κι’ ήμουν νεκρός.

Μια πολιτεία ανάερα κρεμασμένη
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με φωνάζαν ένα γύρω
άλλων καιρών γλυκύτατες γυναίκες,
κι’ η μάνα, πούχε ξανανιώσει απο τα χρόνια,
με χέρι αβρό διαλέγοντας τα ρόδα,
μου έστεφε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.

Όξω ήταν νύχτα
και τ’ αστέρια ακολουθούσαν ωρισμένους
άγνωστους δρόμους, σε χρυσές καμπύλες,
και τα πράγματα φευγαλέα,
σε γωνιές κρύφιες με τραβούσαν,
για να μου διηγηθούν γι’ ανοιχτούς κήπους
και της ζωής το νόημα.

Μα εμένα με λυπούσε το ύστατο χαμόγελο
αβρής γυναίκας ξαπλωμένης μέσα στ’ άνθη.

«Νέα Εστία» 15 -3 -1960
SALVATORE QUASIMODO
ΜΤΦΡ. ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ