31.5.09

ΚΥΜΟΘΟΗ


ΚΥΜΟΘΟΗ

Μα εσύ, σα να λουλούδιασες το χάσμα
π’ άνοιξε τ’ άγριο χέρι του σεισμού!
Ψυχή, τι θέλεις από εμέ; Είσαι πλάσμα,
η το φάντασμα τάλυωτου καημού;

Στους βαθιούς ουρανούς τανάβλεμμα σου
καρφώνεται, και κείνοι ξεκινούν
για νάρθουν πιο σιμά, της ζωγραφιάς σου
πολεμώντας κορνίζες να γενούν.

Στο προσωπό σου δυό στοιχιά κονεύουν,
δυό αζωγράφιστα μάτια λατρευτά·
μάχονται μέσα εκεί και βασιλεύουν
η νύχτα και η αυγή ζευγαρωτά.

Και τα χέρια σου τα λαχταρισμένα,
και τα χέρια σου τα λειτουργικά,
σηκώνονται η ανοίγονται, γραμμένα
να μοιράσουν καινούρια ριζικά.

Κορώνα του βραδιού, να! το φεγγάρι,
και κορώνα είσ’ εσύ του φεγγαριού,
απάνου απ’ όλα, της ψυχής η χάρη
με την άχνα του μαργαριταριού.

Στη δουλεψή σου και καρδιές και μοίρες,
ανθεί και η πέτρα από τ’ ακκούμπισμά σου·
από του Κολωνού τ’ αηδόνια πήρες
το μιλημά σου.

Κωστής Παλαμάς