3.10.08

Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...


Η ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ...

Η κοπελίτσα είν’ άσπρη,
φλέβες πράσινες έχει
στους καρπούς, κάτου απ’ τα
μανίκια τ’ ανοιχτά.

Δεν ξέρουμε γιατί
γελάει. Σε μια στιγμή,
κραυγάζει με φωνή λεπτή.

Να φαντάζεται τάχα
πως την καρδιά μας κλέβει,
λουλούδια όπως μαζεύει
στη στράτα;

Καμιά φορά η καημένη
κάτι καταλαβαίνει.
Όχι πάντα. Μιλεί
σιγά πολύ.

«Ω! Χρυσή μου! ω !λα λα!...
...φαντάσου... την Τετράδη
τον είδα...γέελασα». Έτσι
σχεδόν μιλά.

Σωπαίνει όμως άν ξέρει
πώς κάποιος υποφέρει
γι’ αυτή: δε γελά, μένει
χαμένη.

Στα μονοπάτια πέρα
τα χέρια της φορτώνει
με ρείκι που αγκυλώνει,
με φτέρη.

Είν’ άσπρη, είναι ψηλή,
με τρυφερές αγκάλες.
Είναι στητή και γέρνει
την κεφαλή.

FRANCIS JAMMES 1868 1938
Μεταφρ.ΠΕΤΡΟΣ Α.ΔΗΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ