22.10.08

ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ


ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΑΡΜΑΤΟΠΟΥΛΗΤΡΑΣ

Την όμορφη, που επούλαε έναν καιρό
Άρματα, λέω πώς την ακούω θλιμμένη
Να λαχταρά, με μάταιο πια καημό,
Κοπέλα σαν και πρίν να ξαναγένει.
Κι «Άχ, γερατειά―να λέει―τη βουλιασμένη
Γιατί έτσι πρώιμα μ’ έχετε κουρσέψει;
Πως δε σκοτώνουμαι; Η τυραννισμένη
Ζωή μου πως δε λέει πια να τελέψει;

«Μου κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες
Που σκόρπαε τσ’ ομορφιάς μου ο πειρασμός
Σ’ εμπόρους, σε σοφούς και σε παπάδες·
Γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός
Μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιός
―Κι ύστερα ας το ’κλαιγε όσο ζούσε―φτάνει
Να τού δινα ό,τι τώρα ούτε στραβός
Θέλει, ούτε κι οι πιο βρώμικοι ζητιάνοι.

«Ά, κόσμο τότες πού διωξα σωρό,
Για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
Μορφονιού―άμυαλο ήμουν θηλυκό―
Που, άν τα ψευτοχάδια μου άλλοι είχαν πάρει,
Του ερώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη.
Τον αγάπαα, τ’ ορκίζομαι τρελά!
Μ’ αυτός να με χτυπάει το χε καμάρι
Και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά.

«Δε θα χα φάει τέτοιον κωλοσυρμό,
Τόσες κλωτσιές, άν δεν τον αγαπούσα.
Πώς μ’ έδερνε, τη δόλια, σαν το ζό!
Όμως σαν μού λεγε και τον φιλούσα,
Το ξύλο που χα φάει το λησμονούσα!
Τ’ αρκούδι, του κριμάτου αυτή η πομπή,
Μ’ εφίλιε...Γι’ αυτό πρόκοψα! Να λούσα
Όπώχω τώρα: Κρίμα και ντροπή.

« Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πιά,
Και τα μαλλιά μου, όϊμένα, έχουν ασπρίσει.
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά,
Πως ήμουν και πώς έχω καταντήσει!
Σα θωρώ το κορμί μου, ώς το χω γδύσει,
Και βλέπω η δόλια πόσο είμ’ αλλαγμένη,
Φτωχή, στεγνή, πως έχω αδυνατίσει,
Μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη.

«Που ναι του κούτελού μου η ομορφιά,
Που τα ξανθιά μαλλιά μου, τα γραφτά
Φρύδια μου, κείνη η σφάχτρα μου ματιά
―Απ’ τις πιο φίνες―τι έγιναν τ’ αυτιά
Τα φιλντισένια μου, τα φλογερά
Κόκκινα χείλια, η μύτη η κοντυλένια
―Ούτε κοντή ήταν ούτε και μακριά―
Του πηγουνιού μου η χάρη η αγαλματένια;

«Οι ώμοι μου οι χυτοί που είν’ τώρα, αλί μου,
Και των μπράτσων μου η σάρκα η αφροπλασμένη
Τα βυζιά μου, κείνοι οι έγγομοι γοφοί μου
Όρθόστητοι, καθάριοι, καμωμένοι
Να ναι από αψιά φιλιά σημαδεμένοι;
Κι η απόκρυφη ομορφιά μου, όλο μεράκι,
Στ’ άσπρα κρουστά μου σκέλια ποστιασμένη
Μεσ’ στο ξανθό όμορφό της κηπαράκι;...

«Ζάρες στο κούτελο, μαλλιά ψαρά,
Φρύδια στουβιές, τα μάτια έχουν σβηστεί
―Πού σφάζαν και γελούσαν μια φορά
Και που γι αυτά είχαν τόσοι τρελαθεί―
Ή μύτη μου σαν του όρνιου έχει γενεί,
Τ’ αυτιά κρεμάσαν πια νερουλιασμένα,
Μαράθη κι εξεθώριασε η μορφή
Κι έχω πηγούνι, χείλια σουρωμένα...

«Ή ανθρώπινη ομορφιά πως κατανταίνει!
Μπράτσα ξερά και χέρια ροζιασμένα,
Ώμοι σκεβροί, αχαμνοί, καμπουριασμένοι•
Και τα βυζιά κρεμάνε σιχαμένα•
Παρόμοια κι οι γοφοί. Κι αλί σε μένα,
Άν πω και για το κρύφιο κηπαράκι!
Και τα μηριά, μηράκια είν’ γινωμένα
Ίδια στο χρώμα με το σουτζουκάκι.

«Άς κλαίμε τώρα εδέτσι τα παλιά
Χρόνια μας, δόλιες γριές ξεμωραμένες,
Αναμεσά μας.Κωλοκαθιστά
Κατάχαμα στη γή, κουβαριασμένες
Κι από θαμπά λυχνάρια φωτισμένες,
Όπου νωρίς ανάβουν, νωρίς σβένουν.
Κι είμαστε άλλοτε τόσο χαϊδεμένες!...
Πόσες και πόσοι ίδια με μας παθαίνουν».

FRANCIS VILLON
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ