15.1.09

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ


ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Elle passé, tranquille, en un reve divin…

Διαβαίνει, ονειροφάνταστη, γαληνεμένη θεία,
στης πιο δροσάτης λίμνης σου την όχθη Νορβηγία.
Τον κοντυλένιο της λαιμό αίμα ρόδινο χρυσώνει,
σαν την αχτίδα γλυκερό την ορθρινή στο χιόνι.

Ένα κρυφομουρμούρισμα μέσ’ απ’ το φράξο βγαίνει
κι απ’ τη σημύδα· ώρα μαγεύτρα φεγγοβολημένη!
Διαβαίνει κ’ η αχνογάλαζη λίμνη που την αγγίζει
της πεταλούδας το βουβό φτερό, την καθρεφτίζει.

Όταν κλεφτάτα πνέει μια πνοή μέσ’ στα ξανθά μαλλιά της,
άφραστη τέφρα αποσκεπάζει τη θωριά της πλάτης.
Τα μάτια της που, διάφανα, λες πως ασήμι στάζουν
στα μακρυά ματόκλαδα, του Πόλου νύχτες μοιάζουν.

Αθόλωτα, ανερώτευτα, τίποτε δεν τα δένει
με το φθαρτό τον κόσμο πού ό,τι φτερωτό δε μένει,
ποτέ δεν είναι γελαστά, ποτέ ούτε δακρυσμένα,
τα μάτια αυτά πανήσυχα στον ουρανό υψωμένα.

Και ο Φύλακας της μυστικής χρυσομηλιάς, εκεί
στο δώμα της ανέσπερης Αυγής ρεμβός που μένει,
γέρνει να ιδή το φάντασμα το ανάλαφρο• διαβαίνει
με τη λευκή του φορεσιά που πάντα είναι λευκή.

C.M. Leconte de Lisle (1818-1894)
Μτφρ.Κωστής Παλαμάς