12.7.07

ΠΙΚΡΙΑ


(TIZIANO) ...ΟΧΙ ΣΤΟ ΑΣΧΕΤΟ ΒΕΒΑΙΑ!

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ο,τι αγαπούσα αρνήθηκα γιά το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και ''Σε πονάει με τη νοτιά;'' - Οχι, απ' αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθησε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνεια,
γιά σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυό μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ' αντίκρυσε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
7 - 2 - 1975
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ / ΤΡΑΒΕΡΣΟ /ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ