2.10.07

ΠΑΝ





ΠΑΝ

Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς
τη λαύρα,
το μεσημέρι,όμοιο πηγή,δίπλα από κύμα σμάραγδο,
τρέμοντας όλο,ανάβρα’...

Γαλάζια τριήρη στο βυθόν,ανάμεσα σ’εαρινούς αφρούς,
η Σαλαμίνα,
και της Κινέτας,μέσα μου κατάβαθος ανασασμός,
πεύκα και σκίνα.

Το πέλαγο έσκαγ’ολο αφρούς και, τιναχτό στον άνεμο,
ασπροβόλα’
την ώρα που τ’αρίφνητο κοπάδι των σιδέρικων
γιδιών ροβόλα’...

Με δυο σουρίγματα τραχιά που-κάτουθε το δάχτυλο
απ’τη γλώσσα
βάνοντας-βούιξ’ο μπιστικός,τα μάζωξ’όλα στο γιαλό,
κι ας ήταν πεντακόσα!

Κι όλα σταλιάσανε σφιχτά τριγύρ’απ’τα κοντόθαμνα
κι απ’το θυμάρι,
κι ως εσταλιάσανε, γοργά,τα γίδια και τον άνθρωπο
το κάρωμα είχε πάρει.

Και πια,στις πέτρες του γιαλού κι απάνου απ’των σιδέρικων
γιδιών τη λαύρα,
σιγή κι ώς απο στρίποδα,μέσ’απ’τα κέρατα,γοργός
ο ήλιος καπνός ανάβρα’...

Τότε είδαμε-άρχος και ταγός-ο τράγος να σηκώνεται
μονάχος
βαρύς στο πάτημα κι αργός,να ξεχωρίσει κόβοντας,κ’ εκεί
όπου βράχος,

σφήνα στο κύμα μπαίνοντας,στέκει λαμπρό για ξάγναντο
ακρωτήρι,
στην άκρη απάνου να σταθεί,που η άχνη διασκορπά τ’αφρού,
κι ασάλευτος να γείρει,

μ’ανασκωμένο,αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του,
τ’απάνω χείλι,
μέγας και ορτός,μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο,
ως το δείλι!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ