ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΝΟΙΞΕΤΕ
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά και πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ' ένα άδειο
πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό
φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες
κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορώνες που πέφτουν
στροβιλιζόμενες από τα νεκρά
δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
André Breton
Χριστόφορος Λιοντάκης Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης. εκδ. Καστανιώτη.
μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος
18.12.07
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΝΟΙΞΕΤΕ
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ,
BRETON ANDRE