THE WILD OLD WICKED MAN
Ο ΓΕΡΟΜΟΥΡΝΤΑΡΗΣ
Because I am mad about women
I am mad about the hills,'
Said that wild old wicked man
Who travels where God wills.
"Not to die on the straw at home.
Those hands to close these eyes,
That is all I ask, my dear,
From the old man in the skies.
Daybreak and a candle-end.
«Σαν τον τρελλό τις αγαπάω τις γυναίκες,
γι’αυτό κι είμαι τρελλός για τα βουνά»,
είπε και λάλησε ο γερομουρντάρης
που πάει όπου ο θεός του ορμινά.
«Τούτα τα χέρια να μου κλείσουνε τα μάτια,
σαν το σκυλί στ’αμπέλι μη χαθώ,
αυτό,καλή μου,μόνο αυτό ζητάω
από το γέροντα στον ουρανό.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
"Kind are all your words, my dear,
Do not the rest withhold.
Who can know the year, my dear,
when an old man's blood grows cold? '
I have what no young man can have
Because he loves too much.
Words I have that can pierce the heart,
But what can he do but touch?'
Daybreak and a candle-end.
«Καλόκαρδα είναι τα λόγια σου,καλή μου,
μα μην αρνιέσαι δα κι αυτά.
Ποιός να την ξέρει τη χρονιά καλή, μου,
που πέφτει στου γέροντα το αίμα παγωνιά;
Εγώ έχω κάτι που δεν το ’χει ο νέος,
γιατί εκείνος μαναχά παραγαπάει.
Τα λόγια μου τρυπάνε την καρδιά σαν βέλος,
μ’αυτού μόνο ν’αγγίζει του κοτάει.»
Χαράζει, σβήνει το κερί.
Then Said she to that wild old man,
His stout stick under his hand,
"Love to give or to withhold
Is not at my command.
I gave it all to an older man:
That old man in the skies.
Hands that are busy with His beads
Can never close those eyes.'
Daybreak and a candle-end.
Κι είπεν εκείνη του μουρντάρη γέροντα
που ’χε στα χέρια ολόρθο το ραβδί:
«Να δώσω ή ν’αρνηθώ τον έρωτα
δεν είναι στη δική μου επιλογή.
Τον έδωσα όλο σ’έναν άλλο γέροντα,
το γέροντα στον ουρανό
με χέρια που κρατούν τις χάντρες Του
τούτα τα μάτια δεν τα κλείνω εγώ.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
"Go your ways, O go your ways,
I choose another mark,
Girls down on the seashore
Who understand the dark;
Bawdy talk for the fishermen;
A dance for the fisher-lads;
When dark hangs upon the water
They turn down their beds.
Daybreak and a candle-end.
«Τράβα το δρόμο σου,άει πάγαινε,
και βάζω άλλο σημάδι,
κορίτσια κατ’στη θάλασσα
που ξέρουν το σκοτάδι,
για τους ψαράδες που ’χουνε βρωμόλογα,
για τους λεβέντες τους ένα χορό,
που σιάχνουν τα στρωσίδια τους
σαν πέσει το σκοτάδι στο νερό.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
"A young man in the dark am I,
But a wild old man in the light,
That can make a cat laugh, or
Can touch by mother wit
Things hid in their marrow-bones
From time long passed away,
Hid from all those warty lads
That by their bodies lay.
Daybreak and a candle-end.
«Νιός άντρας είμαι,λέω ,στο σκοτάδι,
μα γέροντας μουρντάρης γίνομαι στο φώς,
που κάνω κάθε πικραμένο να γελάει,
μα που-όπως τα λέω είναι –μπορώ
ν’αγγίξω πράματα κρυμμένα στο μεδούλι τους
από καιρό πολύ που είν’πεθαμένα,
κρυφά απ’τα παλικάρια με τις κρεατοελιές
που πλάι στα κορμιά τους είν’γερμένα.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
"All men live in suffering,
I know as few can know,
Whether they take the upper road
Or stay content on the low,
Rower bent in his row-boat
Or weaver bent at his loom,
Horseman erect upon horseback
Or child hid in the womb.
Daybreak and a candle-end.
«Όλος ο κόσμος ζει στα βάσανα
κι αυτό το ξέρω όσο κανείς,
τι κι αν τραβάει για πάνω ο δρόμος του,
τι κι αν στα χαμηλά να μένει του αρκεί,
στη βάρκα του γερμένος ο βαρκάρης,
ο υφαντής σκυφτός στον αργαλειό,
στητός πάνω στο άτι ο καβαλάρης,
στη μήτρα του κρυμμένο το μωρό.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
"That some stream of lightning
From the old man in the skies
Can burn out that suffering
No right-taught man denies.
But a coarse old man am I,
I choose the second-best,
I forget it all awhile
Upon a woman's breast.'
Daybreak and a candle-end.
«Πως κάποια αστροπελέκια στη σειρά
από το γέροντα στον ουρανό
μπορούν να κάψουνε τα βάσανα
το λεν οι σπουδαγμένοι-πως να τ’αρνηθώ;
Μα εγώ είμαι ένας γέροντας αγράμματος,
δεύτερο πράμα θα διαλέξω,
όλα με μιας τα λησμονώ
στα στήθια μιας γυναίκας σαν θα πέσω.»
Χαράζει,σβήνει το κερί.
William Butler Yeats 1865-1939
Μετάφραση:Σοφία Σκουλικάρη
13.12.07
THE WILD OLD WICKED MAN
Ετικέτες
ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗ ΣΟΦΙΑ,
YEATS BUTLER WILLIAM