2.1.08

ΕΛΠΙΔΑ


ΕΛΠΙΔΑ

Ελπίδα, σε είδα να ορθώνεις το κορμί, μόνο χορεύοντας με τα χέρια
υψωμένα. Τότε που η γλώσσα του σώματος έκλεινε το στόμα. Κι έτσι δεν μπόρεσες να πείς ξανά: Ως κι οι ποιητές πεθαίνουν...
Της Στροφής, ο ένας
των Τυφλών με το λύχνο, ο ένας
των Προσανατολισμών ο ένας
της Ενδοχώρας, ο ένας
της Ελένης, ο άλλος
Ολοι αυτοί και τόσοι άλλοι, έπρεπε να ασπρίσουν για να σκύψουν στους ουρανούς και να τους ανακαλύψουν βαθύτερα ως τεθνεώτες; Κι αφού οι γέροντες βάζουν πάντα το παρελθόν σε τάξη, αυτοί γιατί ποτέ δεν προλαβαίνουν;
Κι εγώ, έτσι υπάρχω και πορεύομαι κι υπομονεύω, γιατί χάθηκαν τόσοι και χρόνια πολλά σε αναπάντητα γιατί. Κι όλα τα γιατί δεν έχουν απάντηση, απλά γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν
Είναι καιρός που σεβάστηκα όλα τα εφηβικά, χωρίς απάντηση, γιατί . Κι έτσι μιά αίσθηση ελευθερίας, άνοιξε τα δυό μου χέρια σε αγκαλιά για τον κόσμο ολόκληρο. Απαλλαγμένος από μίση, γεμάτος πάθη, άδειος από σιγουριά, όμως χωρίς ανασφάλεια - αφού το αύριο θα έρθει έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς εμένα - γατζώθηκα στο αιώνιο, χωρίς αιτιολόγηση, παιχνίδι της συνέχειας κοιτάζοντας τον ουρανό κι όχι το χάος, για να καταφέρω να αφήσω χάρτινους απογόνους. Ομως στο παιχνίδι της συνέχειας, έλειψαν κάποια χρωμοσώματα...
Σε βλέπω αχνά Ελπίδα και σκέφτομαι πως υπάρχουν ταίρια, που το μισό εξαφανίζει το άλλο, οδηγώντας στην εξαφάνιση αυτό το ίδιο το ταίρι. Κι έτσι, πάντα μετά τα μεσάνυχτα, σε αγναντεύω αγαπημένη. Δεν έχεις χρώματα, ούτε περίγραμμα πιά. Κι όμως υπάρχεις.
Σαν τα εφηβικά όνειρα που τρέφουν ώριμες ηλικίες
Σαν το χνούδι στο εφηβαίο της ομορφιάς
Σαν την Ανοιξη που δεν λέει να ρθει
Σαν τα απλωμένα ασπρόρούχα της γειτονιάς
Σαν το χαμόγελό σου
Σαν τη σκιά κείνων που δεν πέρασαν ακόμα
Σαν τα σοκάκια αυτων που κοιτούν τον ουρανό και βαδίζουν με σιγουριά
Σαν το ψωμί στα χέρια που αγκάλιασαν ευαίσθητα βρέφη
Σαν το χρώμα της ανθοφορούσας γής
Σαν το βλέμμα του αποχαιρετισμου
Σαν τα μαντήλια στα λιμάνια και τους σταθμούς
Σαν τα μολύβια που μεταγγίζουν το βάρος της καρδιάς σε λευκά χαρτιά
Σαν την κίνηση του κορμιού σου υποταγμένου σε μουσικές
Σαν το άγνωστο που θάρθει νύχτα αργινή κι ευαίσθητη
Σαν την παραπαίουσα απόφαση της στιγμής
Σαν το παιχνίδι μες στις λάσπες
Σαν το γιορτινό δέντρο της ανάστασης
Σαν το χρώμα κυκλαδίτικων βράχων το σούρουπο
Σαν εσένα που λείπεις ωσεί παρούσα
Σαν το ποτό που κυλάει αργά στις φλέβες
Σαν το γέλιο σου που γεμίζει αδειανά κελάρια
Σαν το ποτάμι που χάνεται στον ωκεανό
Σαν τα άκρως σιωπηλά τραγούδια μου τις νύχτες
Σαν τις φλύαρες σιωπές των ματιών σου
Σαν τις αναίτιες ενοχές
Σαν τους μοναχικούς έφηβους τις άγριες νύχτες του χειμώνα
Σαν τα χωρίς αποδέκτη τραγούδια μας
Σαν τον ποιητή που χωράει σε ένα κουτσό αλφάβητο τις νύχτες
Σαν την ποίηση που τρέφει την τυφλή μεγαλωσύνη μας
Σαν τους ισόβια μοναχικούς του πνεύματος
Σαν την ποίηση, τον ποιητή, εσένα, το τραγούδι, τον μαύρο ουρανό, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα κυκλαδίτικα βράχια, τον άνεμο, τον ήχο, το σούρουπο, τα χρώματα της οικουμένης, τη μεταρσίωση εκείνου, του μόνου και μοναδικού.
Μακριά σου η έλλειψη μελαγχολία, η αφή σου πολυτιμότερη, η μυρωδιά σου βασανιστική στέρηση, το κοντσέρτο για βιολί πιό ευαίσθητο, το δωμάτιο άδειο. Θα κοιμάσαι τώρα όπως πάντα ως άγγελος Θέλω τη φωνή σου να λέει σ αγαπώ. Την αφή σου σε επίκληση. Τη μυρωδιά σου να με αγκαλιάζει. Τα μάτια σου να διώχνω τη μελαγχολία τους. Το κορμί σου να νιώθω ότι υπάρχω. Το χέρι σου για περπάτημα σε όμορφους δρόμους Τα μάτια σου να μοιράζομαι τις ομορφιές. Και δεν ντρέπομαι, ούτε θα ντραπώ. Και όχι βέβαια γιατί οι δρόμοι είναι πάντα έρημοι, με τόσο συνωστισμό.
Είναι τόσο αργά Ελπίδα, τόσο...
Καληνύχτα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ