9.2.08

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Καμπάνα πλώρης σήμανε κοφτά στο πηχτό πούσι.
Κρωξιά πουλιού στην κουπαστή,στη μηχανή ρισάλτο.
Μα εσύ βαθειά στον ύπνο σου .Στον ύπνο του θανάτου.
Ούτε γροικάς που σου μιλώ.Μηδέ γροικάς το κλάμμα

του αγέρα στ’άλλα μνήματα και στο δικό σου αντάμα.
Λες και μια θάλασσα σιωπής σε σκέπασε αδελφέ μου.
Θαρρείς σε πέλαο καταχνιάς το μάτι μου σε ψάχνει.
Ν’αγγίξει η μνήμη μου η πικρή με τη δική σου μνήμη.

Να τρέξει το αίμα μου ζεστό μες τις νεκρέ σου φλέβες.
Να ’βγανα και να σου ’δινα τα ίδια μου τα μάτια.
Για να με δείς που σε θρηνώ.Να ξαναδείς τον κόσμο.
Να δείς τους φίλους που σε κλαίν.Τα πλοία που ρεμετζάρουν.

Μια στάλα τόση δα ζωής να μπόρεια να σου δώσω.
Ένα κλωνί λίγης χαράς απ’τον απάνου κόσμο.
Και τα πικρά μου σωθικά ας βουβαίνονταν για πάντα.
Όλη μου η αγάπη ανήμπορη μπροστά στο θανατό σου.

Έχε γειά Κόλια.Νίκο,Μαραμπού.Γλυκέ μου φίλε.
Στον ντόκο κάποιο φορτηγό σφύριξε τρείς και πάει.
Φθινόπωρα,σκληροί χειμώνες θα ’ρθούν,θα διαβούνε.
Και πάντα μια όψιμη Άνοιξη με τα σκληρά της δάκτυλα

κατά τα τέλη του Μαρτιού για να σου φέρει φρέσκα
λουλούδια.Εδώ που ρίζωσες.Γιέ του χαμού.Για πάντα.
Όλη η ζωή γονατιστή μπροστά στο θανατό σου.
Με κόμπους κλάμμα.Με λυγμούς βουβούς και μοιρολόγια.

Τραγουδιστή απολλώνειε της πλατωσιάς των πόντων.
Ποιητή του αλμυροπότιστου ψωμιού των καραβιώνε.
Σε τραγουδώ τώρα κι εγώ με την τραχειά φωνή μου.
Μ’ότι φωνή μου απόμεινε απ’το σκληρό χαμό σου.

Πλάι στη μάσκα τη ζερβιά ξύστα τη φέρνει βόλτα
ο σκύλος ο θαλασσινός που σ’έσκιαζε σαν είχες
ακόμα πνοή στο στήθος σου και το ηλιοφώς στα μάτια
Και μοιάζει σα να ημέρεψε.Θαρρείς κι εκειός πονάει.

Σαράντα χρόνια φύλαγε καρτέρι πρύμα –πλώρα
και με το μάτι το ζερβί σε μάρκαρε στη βάρδια.
Να δεί πορφύρα το αίμα σου να βάφει το γαλάζιο
κύμα.Μα τώρα πού’μαθε κι εκείνος το μαντάτο

μοιάζει να θλίβεται πολύ.Και κατά που’πε κάποιος
στο παγερό το μάτι του ένα σμαράγδι δάκρυ
πέτρωσε και θησαύρισε απ’του χαμού τον πόνο:
Άλλον δεν είχε η θάλασσα ναύτη τόσο αγαπήσει.

Για τη φιλία μας τραγουδώ και για το θάνατό σου.
Για την αγάπη που έσπειρες-σπορά ακριβή στα πλοία-.
Για τη μεγάλη σου καρδιά που στα ποστάλια χρόνια
τη μοίραζες αντίδωρο φιλίας κι αδελφοσύνης.

Έχε γειά Κόλια.Νίκο,Μαραμπού.Ακριβέ μου φίλε.
Στης πλώρης το αντρόπλασμα με το θεριό το κύμα
σ’όποιου καιρού το δάγκωμα σα θα σφυρίζει αντένα
θα υπάρχει η μνήμη σου ακριβή κι εκεί θα ζείς για πάντα.

Σε κάθε μόριο θάλασσας άπειρος θα πλανιέσαι.
Στα βάσανα του ναυτικού.Στις σκοτεινές φαμίλιες.
Στη γέφυρα κάθε πρωινό που αναγεννιέται η μέρα
στα νυσταγμένα μάτια του θα σε γνωρίζει ο ναύτης.

Θα σε θυμούνται οι ναυτικοί στα φορτηγά καράβια
σαν κάθουνται τ’αποσπερνά στούς ξυλιασμένους κάβους.
Θα σε θυμούνται οι αστερισμοί .Για σε θα ψάχνει η Πούλια.
Γιατί είσαι αθάνατος νεκρός με τους νεκρούς για πάντα.

Και θα ’ρθεί κόσμος στα σαράντα σου.Κι εγώ απ’τα ξένα
θα ’ρθω –με λίγη καθυστέρηση-σαν τα καράβια
Κόλια ,στο κρύο μνήμα σου να βγάλω τα χορτάρια
Που η νότια κι ο ήλιος του πρωινού τα τρέφουν και θεριεύουν.

Δεν θα με δείς.Ούτε κι εγώ.Μα στης καρδιάς τα φύλλα
-κάπου θαθειά-έν’άγγιγμα,σε κάποια ρίζα φτέρης
ίσως αγγίξει η σκέψη μας.Ίσως ακούσεις τότες
το λόγο της φιλίας που μένει εδώ.Για πάντα.

Τραβαρσωμένος κι αχαμνός στη δίνη του κυκλώνα
μίλι το μίλι σ’ακλουθώ,μ’ό,τι αναπνέει δω πέρα.
Έχε γειά, Κόλια.Σκιά κι εγώ στο γύρισμα του χρόνου
μπορεί στο διάφανο βυθό να ανταμωθούμε πάλι.

Άνθρωποι .Δέντρα.Πλοία.Φυτά.Και του βυθού κοχύλια
παντρεύονται το θάνατο μόλις ιδούν το φώς τους.
Και μόνο η πλατειά θάλασσα μένει πάντα.Κι ο αγέρας.
Να κλαίν τη ζωή στη γέννα της.Να κλαίν στο θάνατό της.

Νέα Υόρκη,Φλεβάρης-Μάρτης 1975
ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΑΤΟΣ

Από το βιβλίο:ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ

...Στην μνήμη για τα 33 χρόνια απο τον θάνατό του!