4.2.08

HISTOIRE DE FAUSSAIRE / ΜΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΜΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ξεχωρίζοντας στο γαλάζιο τ’ ουρανού
η φάρμα ήταν ψεύτικη βεβαίως.
Και η αχυροσκεπή ήταν συνθετική, όπως ταίριαζε.
Στην άκρη μιας δενδροστοιχίας με ψεύτικα πυξάρια
διέκρινες ένα ψεύτικο πηγάδι,
από τα βάθη του οποίου η αλήθεια
δεν επρόκειτο να αναδυθεί ποτέ.
--------
Και η κυρία του σπιτιού
ντυμένη – μα την πίστη μου - όπως αρμόζει
σε μια αγρότισσα θεατρικής κωμωδίας
κατέβηκε για να με υποδεχθεί.
Ξαφνικά η μικρή μου ανθοδέσμη
φαινόταν ξεθωριασμένη μέσα σ’ αυτόν το κήπο
με τα τεράστια ψεύτικα λουλούδια
που είχαν όμως τα πιο ζωντανά χρώματα.
--------
Πατώντας το ψεύτικο γκαζόν
την ακολούθησα στο σπίτι
όπου έλαμπε στο τζάκι
μια φωτιά που δεν έβγαζε καπνό.
Απέναντι από τον μπουφέ – απομίμηση Ερρίκου Β’ –
σειρά στα ράφια μιας βιβλιοθήκης από ψεύτικο ξύλο
έβλεπες ψεύτικα βιβλία αγορασμένα με το κιλό.
--------
Ψεύτικες ταπισερί, ψεύτικος εξοπλισμός,
ψεύτικοι πίνακες στους τοίχους,
ψεύτικα μαργαριτάρια και φο μπιζού,
ψεύτικες σκιές στα μάγουλα,
ψεύτικα νύχια στις άκρες των δακτύλων,
πιάνο που έπαιζε φάλτσες νότες,
πλήκτρα που δεν χρωστούσαν
το ελεφαντόδοντό τους στους ελέφαντες.
--------
Στο ημίφως από τα ψεύτικα καντηλέρια
σηκώνοντας τις ψεύτικες δαντέλες της
είπε - αλλά δεν ήταν βέβαιο –
«είσαι το πρώτο μου στραβοπάτημα».
Ψευτοπαρθένα, δήθεν σεμνή,
ψεύτικο πάθος, προσποιητό,
συνθετικά αγγελάκια,
Αφροδίτη σ’ έναν απατηλό έβδομο ουρανό.
--------
Το μοναδικό κάπως σοβαρό ζήτημα
σ’ αυτή την ιστορία της πλαστογράφου
το οποίο δεν πρέπει να αρνηθώ
είναι η έλξη μου γι’ αυτήν
και το μεγάλο κενό που άφησε στην καρδιά μου
όταν ερωτεύθηκε έναν αληθινό
μαρκήσιο του Καραμπά.
--------
Θάλεγα ότι εμφανιζόμενος ο θεός Ερωτας
θα ήταν κάλπικος.
Ένας πραγματικός ψευδομάρτυρας.
Και η Αφροδίτη επίσης, θα ήταν ψεύτρα
αν παρέλειπε να πει
ότι σ’ αυτούς τους δύο χρωστώ
μια ώρα αυθεντικής κι αληθινής ευτυχίας.

GEORGE BRASSENS
ΜΤΦΡ:ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΥΛΗΣ

HISTOIRE DE FAUSSAIRE

Se dιcoupant sur fond d'azur
La ferme ιtait fausse bien sϋr,
Et le chaume servant de toit
Synthιtique comme il se doit.
Au bout d'une allιe de faux buis,
On apercevait un faux puits
Du fond duquel la vιritι
N'avait jamais dϋ remonter.

Et la maξtresse de cιans
Dans un habit, ma foi, seyant
De fermiθre de comιdie
ΐ ma rencontre descendit,
Et mon petit bouquet, soudain,
Parut terne dans ce jardin
Prθs des massifs de fausses fleurs
Offrant les plus vives couleurs.

Ayant foulι le faux gazon,
Je la suivis dans la maison
Oω brϋlait sans se consumer
Un genre de feu sans fumιe.
Face au faux buffet Henri-deux,
Alignιs sur les rayons de
La bibliothθque en faux bois,
Faux bouquins achetιs au poids.

Faux Aubusson, fausses armures,
Faux tableaux de maξtres au mur,
Fausses perles et faux bijoux,
Faux grains de beautι sur les joues,
Faux ongles au bout des menottes,
Piano jouant des fausses notes
Avec des touches ne devant
Pas leur ivoire aux ιlιphants.

Aux lueurs des fausses chandelles
Enlevant ses fausses dentelles,
Elle a dit, mais ce n'ιtait pas
Vrai, tu es mon premier faux pas.
Fausse vierge, fausse pudeur,
Fausse fiθvre, simulateurs,
Ces anges artificiels
Venus d'un faux septiθme ciel.

La seule chose un peu sincθre
Dans cette histoire de faussaire
Et contre laquelle il ne faut
Peut-κtre pas s'inscrire en faux,
C'est mon penchant pour elle et mon
Gros point du cτtι du poumon
Quand amoureuse elle tomba
D'un vrai marquis de Carabas.

En l'occurence Cupidon
Se conduisit en faux jeton,
En vιritable faux tιmoin,
Et Vιnus aussi, nιanmoins
Ce serait sans doute mentir
Par omission de ne pas dire
Que je leur dois quand mκme une heure
Authentique de vrai bonheur.

GEORGE BRASSENS