23.4.08

ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ


ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ
Στον Γιάννη Γκούμα

Από πατέρα Έλληνα
κι Ελληνίδα μητέρα
ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο σαν Έλληνας
που του έχουν διδάξει
πως δεν αξίζει τόσο να ζεις
όσο να ταξιδεύεις,
και προπαντός σαν Έλληνας
να βγάζεις χρήματα
με την ευκολία
του αέρα που αναπνέεις.
Όταν οι θάλασσες
και οι στεριές ήταν δικές μας,
σε όποια χώρα κι αν άνοιγα
τα μάτια μου, με ένα κλείσιμο
του ματιού σφράγιζα
χρυσοφόρα ντηλς
απ’ όπου κι αν περνούσα,
Λίμα, Μαρ ντε Πλάτα,
Μπουένος Άϊρες, Βαλπαραϊζο,
εσκόρπιζα πίσω μου
μιαν ευωδία πλούτου,
γυναικείας καταπατημένης σάρκας,
κουτσούβελα που μυξοκλαίν
και κατουριούνται, αλλά δεν ήθελα
σαν τον πατέρα μου κι εγώ
να αφήσω πίσω μου
μόνον τη βαριά μυρουδιά
απ’ το πούρο μου.


Ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο της Χιλής
με την αίσθηση πως έχασα
τη μέρα μου. Χάνονται
οι μέρες όμοια στο Ρεσίφε,
στο Βανκούβερ, στο Τόκυο,
όπως και στην Αδελαΐδα.
Αποφάσισα λοιπόν, από ’δω
κι ύστερα να χάνω
τις μέρες μου στην Αθήνα,
κι απ’ τους αντίποδες φώναξα
«προσεχώς Ελλάδα».

Επέστρεψα λοιπόν,
εδώ εις τους αντίποδες
που είναι για μένα το Χαλάνδρι,
και χάνω τις μέρες μου
αγαπώντας τόσο και περισσότερο
την Ελλάδα όσο λιγότερο
τους συμπατριώτες.

Σωτήρης Πάστακας

http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1182846111&archive=&start_from=&ucat=121&show_cat=121