17.4.08

ΑΣΚΡΑΙΟΣ


ΑΣΚΡΑΙΟΣ

…Hos tibi dant calamos, en accipe, Musae,
Ascraeoquos ante seni, quibus ille solebat
Cantando rigidas deducere montibus ornos.

Virgilii Ecloga VI (69-71)

(ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΡΑΜΑΤΑ)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
.......
σάρκα είν’ο λόγος μου και ζή και σαν εσέ τον πλέκω.
.......
*
Εμέ δε με βυζάξανε στον Ελικώνα οι Μούσες,
εμέ με πικρανάθρεψαν οι φτώχιες και οι καημοί.

*
Κ’ύστερα φύτρωσα στη χαλκόβλαστη τραχιά πλάση·
Να, των πολέμων και των ολέθρων οι λειτουργοί!
Ρουφάν αιμάτων κρασί σε χάλκινο μέγα τάσι
η βία κ’η Έχτρα με την Οργή.
Χάλκινη γνώμη, χάλκινα σπίτια, χάλκινα κάστρα,
χάλκινα όπλα, χάλκινα στήθια, και μιάν ορμή,
που πάντα ορμάει, και πάντα φόνισσα και χαλάστρα,
σπρώχνει το χέρι προς το κορμί.
Κ’εμέ η ψυχή μου, του χαιδεμένου ρυθμού δουλεύτρα,
κ’εμέ η ψυχή μου κόρη της αύρας και του βοριά,
πρός τον αιθέρα λυγεροκάμωτη ταξιδεύτρα,
κ’εμέ η ψυχή μου μέσ’στα βαριά,
στα σκληρά μέσα, στ’άκαρδα μέσα, μέσα στα γαύρα,
(στ’αμόνι κόσμος πελεκημένος με το σφυρί),
πιάστηκε, δάρθηκε στης χαλκόφλογας την ανάβρα,
σαν πεταλούδα μαυρειδερή.

.......

*

Α!να μην είχα γεννηθή, για να μην είχα φτάσει
στη σιδερένια πλάση!
Μισεί ο πατέρας το παιδί,και το παιδί γιορτάζει
για του πατέρα το χαμό,
αναγαλλιάζει κι ο αδερφός τ’αδέρφι να σπαράζη,
λύκου μονιά το σπιτικό.
Σκιάχτρο του ήλιου ο άνθρωπος γεννιέται και κυλιέται
στα σάπια βάλτα της ζωής,
κ’η νύχτα ,που τη μόλεψε, κι αυτή τον καταριέται,
λάγνος περνάει κι αδικητής.
Ό άντρας φονιάς, η Βία κυρά, κ’είν’η γυναίκα σκύλα,
γύρω στ’αγνό σου το κορμί
τ’άσπρο μαζεύεις φόρεμα, Ντροπή, με ανατριχίλα,
και φεύγεις, φεύγεις φτερωτή.
Α!να μην είχα γεννηθή,για να μην είχα φτάσει
στη σιδερένια πλάση!
Τρομάζω ακόμα να τον πώ στον ίδιο εαυτό μου
το στοχασμό του τρόμου.
Από τις νύχτες που έζησα στη σιδερένια πλάση
θαρρώ πως έχω μάσει
αγιάτρευτο ένα μόλεμα, που με τρυπάει,με σκάβει,
κι ό,τι άνομο, τ’ανάβει.

.......

Και παραδόθηκα σ’αυτή·και μέσ’ στην αγκαλιά της
την είδα στην αλήθεια της βασίλισσα γυμνή·
νύχια αγριμιού στα χέρια της·και νύχτα η ομορφιά της,
και χάρος κάθε της φιλί.
κι ό,τι ψυχή, αλαργεύει αχνό, κι ό,τι κορμί, θεριεύει,
και το τραγούδι μου παιγνίδι ανήμπορου παιδιού,
και την καθάρια νιότη μου τη μόλεψε και ρεύει
από τη φάγοσσα του θηλυκού.
Το πάθος ακαπίστρωτο με σέρνει καβαλλάρη
στο μονοπάτι το στενό,στο γλιστερό λογγάρι,
κ’έπεσα και πατήθηκ’από κάτου
από τα σιδερένια πεταλά του.
Και το μαχαίρι μ’έσφαξε του Έρωτα του γίγα,
κι από τον πόθο έλυωσα κι από τον πόνο πήγα,
και πέθανα και πέρασα στον παγωμένο Άδη
να πιώ νερό της αρνησιάς στης Άρνας το λαγκάδι.

*
.......
Η λύρα σα λαμπρομιλή στο φώς,το μιλημά της
ξυπνάει την πέτρα,και φυσάει την ήρεμη ψυχή,
κι ο τίγρης κλαίει κι ο λύκος πάει και γονατάει μπροστά της·
κι όταν η Λύρα στα βαθιά της νύχτας κελαϊδή,
σα να σηκώνη φτερωτή τους ίσκιους φωτοσάρκα
για να τους φέρη αγνότερους πρός τη ζωή ξανά,
κύκνου σαλεύει σάλεμα του Χάρου και τη βάρκα,
των Ερινύων οι όχεντρες είν’άνθια φουντωτά.
και η Λύρα σα λαμπομιλή στον ήλιο ή στο σκοτάδι,
γέρνουν καημοί τ’αέρινα δαιμόνια προς τη γή,
κ’οι Αθάνατοι απ’τον Όλυμπο κ’ οι βασιλιάδες του Άδη
στέκουν, ξεχνιούνται, αυτιάζονται, σαν άνθρωποι κι αυτοί.

*

.......

Όλα τα κλαίω και τα ρωτώ, κι όχι στον άμμο απάνω,
στη γή του Λόγου τόχτισα το κάστρο της καρδιάς·
κ’έπρεπε, για ν’ αναστηθώ, κ’ έπρεπε να πεθάνω·
μ’ανάστησες, και μ’ άφησες να στέκω όπου πατάς.

*

.......
Κ’ήρθα σ’ έσενα ακάλεστος, και τη βαριά τη Λύρα
σ’ εσέ την εμπιστεύομαι, των όλων θησαυρό,
κι από των άσοφων σοφών τα καταφρόνια πήρα
και μέστωσα τη γλώσσα σου κα τη μιλώ κ’ εγώ.

.......

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, ΕΠΙΛΟΓΗ:Κ.Γ.ΚΑΣΙΝΗΣ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ