Ο ΣΑΤΥΡΟΣ
Ολα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβατα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργατιτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!
Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ’ η Αφοδίτη
και χύνεται παντού.
- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δος να πιω.
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.
Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρη
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.
Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Ερωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’αλαβάστρινα,
του απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. – Ω να πιω,
Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.
Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ’ η αλήθεια,
και γύμνια κ’ η ομορφιά.
- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίϊσσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξη σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,
Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι, -
μη φύγης είμ’ εγώ,
Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχιά.
....
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
13.4.08
Ο ΣΑΤΥΡΟΣ
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ