18.6.08

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ


((...Ένας χρόνος σήμερα από το πρώτο
post του Homo Navigatus.))

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ


Αυτές τις νύμφες,θέλω εγώ να διαιωνίσω.
Τόσο
λαμπρό το αβρό τους ρόδινο, που τρέμει στον αιθέρα
από πυκνούς ύπνους βαρύν.

Αγάπησα ένα όνειρο;

Η αμφιβολία μου, σωρός νύχτας, αρχαίας, τελειώνει
σε κλώνους άπειρους λεπτούς, που, ενώ τα γνήσια δάση
ίδια απομείναν, δείχνουν πως, μόνος, ώιμέ ! εχαιρόμουν
σα θρίαμβο το παράπτωμα το ιδανικό των ρόδων.

Αλλ’ άς κοιτάξουμε...

Ή άν οι γυναίκες που επικρίνεις
μια επιθυμία των μυθικών σου αισθήσεων εικονίζουν!
Φαύνε, η προαίσθηση γλιστράει από τα κρύα και μπλάβα
μάτια, σα μια δακρύβρεχτη πηγή, της πλέον αθώας:
μα η άλλη, πολυστέναχτη, θαρρείς πως παραλλάζει
σαν της ημέρας τη ζεστή δροσιά μες στο μαλλί σου!
Πώς όχι ! στην ασάλευτη κι οκνή λιποθυμία
η αυγή απ’ τη ζέστη ασθμαίνοντας, η δροσερή, άν μοχθίζει,
δεν ψιθυρίζει εδώ νερό που ο αυλός μου να μη χύνει
μέσα στο δάσος τ’ αρδεμένο από ρυθμούς· κι ο μόνος
άνεμος, που έξω να χυθεί σπεύδει απά τα δύο καλάμια
προτού σε μια άνυδρη βροχή τον ήχο διασκορπίσει,
είναι, μες στην ασάλευτη, αρυτίδωτη ατμόσφαιρα,
η φανερή, ατρικύμιστη, περίτεχνη πνοή
της έμπνευσης, που τ’ ουρανού το δρόμο ξαναπαίρνει.
Κράσπεδα εσείς σικελικά ενός ατάραχου έλους,
που, με τον ήλιο σύναθλο, η κουφότης μου ερημώνει,
άδηλη κάτω απ’ τα λαμπρά λουλούδια, ΑΦΗΓΗΘΕΙΤΕ:

» πώς τα καλάμια έδρεπα εδώ τα κούφια, δαμασμένα
» από την τέχνη, όταν επάνω στο γλαυκό χρυσάφι
» των φύλλων, που το κλήμα τους στις κρίνες αφιερώνουν,
» μια ζωική στην ηρεμία λευκότης κυματίζει:
» και πώς στ’ αργό προανάκρουσμα, όπου οι αυλοί γεννιούνται,
» η πτήση αυτή των κύκνων, όχι ! των ναϊάδων φεύγει
» περίτρομη ή βυθίζεται...»

Τα πάντα φλέγονται άτονα μες στην πυρόχρωμη ώρα
χωρίς να δείχνουν πώς αθρόα εχάθη αιφνίδια τόσος
υμέναιος πολυπόθητος σ’ όποιον το λά γυρεύει:
Τότε κι εγώ θ’ αφυπνισθώ με όλην την πρώτη ορμή μου,
κάτω απ’ το κύμα αρχέγονου φωτός, ορθός και μόνος,
κρίνο ! κι εγώ ένα από όλα εσάς για την αγνοτητά μου.

Έξω απ’ το αβρό αυτό τίποτα απ’ τα χείλη τους θροϊσμένο,
το φίλημα, που αθόρυβα άπιστες ασφαλίζει,
το στήθος μου, ασημάδευτο, μια δαγκανιά έχει ώς δείγμα
μυστηριακή, που τη χρωστά σ’ ένα σεβάσμιο δόντι•
μα μπά ! αλχημεία καθώς αυτή ώς έμπιστο είχε εκλέξει
το μολπικό μες στο γλαυκό, πλατύ, δίδυμο σκοίνο:
που, πρός αυτό αντιστρέφοντας την ταραχή των γνάθων,
τώρα ονειρεύεται, σε μιά μακρόσυρτη αυλωδία,
πώς την περίγυρη ομορφιά τέρπαμε με αναμίξεις
πλαστές του αθώου μας τραγουδιού κι αυτής μαζί της ίδιας
να σιγοσβεί του τακτικού του ονείρου μου μιας ράχης
ή μιας πλευράς που ακολουθώ με βλέφαρα κλεισμένα
μια ηχηρή, μονότονη κι ανώφελη γραμμή.


Σύριγγα επίβουλη, όργανο συ της φυγής, στις λίμνες
που με πρόσμενες πάσχισε λοιπόν να ξανανθίσεις !
Εγώ, το σάλο μου έχοντας καύχημα, θα μιλήσω
για τις θεές και με ιλαρές, παμφίλτατες εικόνες,
κι άλλες από τον ίσκιο τους ζώνες θ’ αρπάξω πάλι:
έτσι, όταν έχω πιά το φώς των σταφυλιών ρουφήξει,
για ν’ αποδιώξω μια πικρή φενακισμένη σκέψη,
τ’ άδειο τσαμπί στο θερινό ουρανό με γέλια υψώνω
και, μες στις φλούδες τις λαμπρές φυσώντας, ώς το βράδυ,
φίλος της μέθης άπληστος, μέσα απ’ αυτές κοιτάζω:
Ώ νύμφες, από διάφορες άς ογκωθούμε ΜΝΗΜΕΣ.

» Μέσα απ’ τα σχοίνα ελόγχιζαν τα μάτια μου, έναν-ένα,
» τους θείους τραχήλους, που έλουζαν στα ρείθρα τις πληγές τους
» με μιάν αλλόφρονη κραυγή στον ουρανό του δάσους·
» και το περίλαμπρο λουτρό αφανίζεται της κόμης,
» ώ λίθοι εσείς πολύτιμοι, στίς λάμψεις και στα ρίγη!
» Τρέχω: στα πόδια μου αγκαλιά κοίτονται ( πληγωμένες
» από τη χαύνωση που φέρνει ο πόθος να ενωθούνε )
»φίλυπνες, στα ίδια μπράτσα τους τα επίφοβα δοσμένες•
» έτσι όπως είναι, αγκαλιαστές, τις παίρνω εγώ και τρέχω
» στο άλσος αυτό, το μισητό από το μικρόχαρο ίσκιο,
» των ρόδων που στεγνώνουνε κάθε ευωδιά στον ήλιο,
» όπου η χαρά μας στη φθαρμένη ημέραν όμοια άς είναι».

Λατρεύω εσέ, παρθενικέ θυμέ, ώ απόλαυση άγρια
αυτού του θείου γυμνού φορτίου που ξεγλιστράει και φεύγει
το φλογισμένο χείλι μου που πίνει, όπως ασπαίρει
μιάν αστραπή ! το απόκρυφον, άμετρο δέος της σάρκας :
από τα πόδια της σκληρής ως της δειλής τα σπλάχνα,
που εγκαταλείπει σύγχρονα η αγνεία τους δροσισμένη
μ’ έξαλλα δάκρυα ή, άλλοτε, με πιό φαιδρές λιβάδες

»Το κρίμα μου είναι, ότι, ιλαρός από τη νίκη φόβων
»προδοτικών, ξεχώρισα τους άτακτους βοστρύχους
»των φιλημάτων που οι θεοί με τέχνη είχαν συμπλέξει
»γιατί ένα γέλιο φλογερό όπως έκανα να κρύψω
»μες στις πανήδονες πτυχές μιάς απ’ αυτές (κρατώντας
»με το ’να δάχτυλο, ώστε αγνή σαν το φτερό η ψυχή της
»με τη φρικίαση της πυρής ν’ αναβαφεί αδελφή της,
»την πιό μικρή, απονήρευτη και μη πορφυρωμένη)
»από τα χέρια μου, άτονα από ασαφείς θανάτους,
»ετούτη, η πάντα αχάριστη, λεία μου ξεφεύγει, δίχως
»καμιά πικρία για το λυγμό που με μεθούσε ακόμη».

Ώ δε σημαίνει ! Άλλες εμέ στην ευτυχία θα σύρουν
απ’ τους πλοκάμους των, δετούς στα δύο τα κερατά μου:
ώριμο πιά και πορφυρόν, ώ πάθος μου, το ξέρεις
το ρόδο ανοίγει κι αντηχεί απ’ των μελλισών το βόμβο·
κι έξαλλο το αίμα μας γι’ αυτήν που θα το συνταράξει,
ρέει για το παναιώνιο το σμήνος των ιμέρων.
Όταν με τέφρα και χρυσό βάφεται αυτό το δάσος,
μέσα στα φύλλα μια γιορτή πυρώνει, τα σβησμένα.
Αίτνα ! σε σένα, που άλλοτε επισκέφθη κι η Αφροδίτη,
τ’ απλοϊκά της πέλματα στη λάβα σου ακουμπώντας,
βροντά ένας ύπνος θλιβερός, όπου εξαντλείται η φλόγα.

Κρατώ την ανάσσα !
Ώ βεβαία πιά τιμωρία...

Όχι στείρα

τώρα από λόγους η ψυχή κι οκνό το σώμα ετούτο
στην υπερήφανη σιγή της μεσημβρίας ενδίδουν:
είναι καιρός να κοιμηθώ στης βλασφημίας τη λήθη,
πάνω στον άμμο ανακλιτός, και πώς ποθώ το στόμα
εγώ ν’ ανοίξω στού κρασιού το ακαταμάχητο άστρο !


Ώ ζεύγος, χαίρε ! Πάω να ιδώ τον ίσκιο που έχεις γίνει.

STEPHANE MALLARME
ΜΤΦΡ.ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ