3.7.07

ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΦΕΥΓΕΙ




Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι - προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το πού πάει - κανένας δεν το ξέρει.
Ούτε έν' άσπρο μαντίλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.
Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
- λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια -,
οι άνθρωπου που κοιτάν στην παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
- σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του..."

Κώστας Ουράνης