8.3.08

ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ / AU LECTEUR


ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Η ανοησία, τ’ αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας·
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουνε στην ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,
ζητάμε πληρωμή ακριβή γιά κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στον βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

Πάνω απ’ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος
πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει
την πιό ατσαλένια θέληση με μιάς την εξατμίζει,
αυτός ο μέγας χημικός ο Τετραπερασμένος.

Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει!
Τα πράγματα τα βρωμερά πιότερο τ’ αγαπάμε·
κι όλο και προς την Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμάει.

Σαν τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη
μιάς παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τήνε ξεζουμίζουμε σαν σάπιο πορτοκάλι.

Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια μυρμηγκώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άυλος ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι,
είναι που λείπει απ’την ψυχή το θάρρος –κι απ’το χέρι.

Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια,τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία,
που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας τ’άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,

θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θάθελε να κατάπινε τον κόσμο· αυτό ‘ναι η Πλήξη,

που, μ’ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της, κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά κρεμάλες να στηλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
-Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!

CHARLES BAUDELAIRE

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.
Αντιγραφή:
http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/BAUDELAIRE


Au Lecteur

La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.


Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.


Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.


C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets répugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.


Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.


Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.


Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas! n'est pas assez hardie.


Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,


II en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde;


C'est l'Ennui! L'oeil chargé d'un pleur involontaire,
II rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
— Hypocrite lecteur, — mon semblable, — mon frère!


— Charles Baudelaire



To the Reader


Folly, error, sin, avarice
Occupy our minds and labor our bodies,
And we feed our pleasant remorse
As beggars nourish their vermin.


Our sins are obstinate, our repentance is faint;
We exact a high price for our confessions,
And we gaily return to the miry path,
Believing that base tears wash away all our stains.


On the pillow of evil Satan, Trismegist,
Incessantly lulls our enchanted minds,
And the noble metal of our will
Is wholly vaporized by this wise alchemist.


The Devil holds the strings which move us!
In repugnant things we discover charms;
Every day we descend a step further toward Hell,
Without horror, through gloom that stinks.


Like a penniless rake who with kisses and bites
Tortures the breast of an old prostitute,
We steal as we pass by a clandestine pleasure
That we squeeze very hard like a dried up orange.


Serried, swarming, like a million maggots,
A legion of Demons carouses in our brains,
And when we breathe, Death, that unseen river,
Descends into our lungs with muffled wails.


If rape, poison, daggers, arson
Have not yet embroidered with their pleasing designs
The banal canvas of our pitiable lives,
It is because our souls have not enough boldness.


But among the jackals, the panthers, the bitch hounds,
The apes, the scorpions, the vultures, the serpents,
The yelping, howling, growling, crawling monsters,
In the filthy menagerie of our vices,


There is one more ugly, more wicked, more filthy!
Although he makes neither great gestures nor great cries,
He would willingly make of the earth a shambles
And, in a yawn, swallow the world;


He is Ennui! — His eye watery as though with tears,
He dreams of scaffolds as he smokes his hookah pipe.
You know him reader, that refined monster,
— Hypocritish reader, — my fellow, — my brother!


— William Aggeler, The Flowers of Evil (Fresno, CA: Academy Library Guild, 1954)

http://fleursdumal.org/poem/099